«Comment vont les Français?» («Πώς τα πάνε οι Γάλλοι;»).
Κατά τη διάρκεια μιας εξαιρετικά κρίσιμης περιόδου και για τη Γαλλία, έπειτα από μία ανείπωτη υγειονομική κρίση, έξι μήνες πριν από τις προεδρικές εκλογές και ενώ η προεκλογική εκστρατεία έχει ήδη αρχίσει, η σημαντικότερη εφημερίδα της χώρας αποφάσισε να θέσει το πιο απλό και το πιο σύνθετο ερώτημα, όχι σε όσους ανήκουν στην άρχουσα τάξη αλλά στους ίδιους τους πολίτες.
Επιδιώκοντας να καταγράψει λεπτομερώς τις απαντήσεις τους, η εφημερίδα Le Monde αποφάσισε να κινητοποιήσει έναν εντυπωσιακό αριθμό εργαζομένων της – εκατό δημοσιογράφους και άλλους τόσους φωτορεπόρτερ – οι οποίοι επισκέφθηκαν «χωριά, γειτονιές, κοιλάδες, σχολεία, εργοστάσια, συλλόγους, καφέ και κομμωτήρια», για να δώσουν τον λόγο στους συμπατριώτες τους, ούτως ώστε να εκφράσουν «τις αμφιβολίες τους, τα όνειρά τους, τους φόβους τους, τις διαφωνίες τους (αλλά και) την αλληλεγγύη τους».
Θα μπορούσε να γίνει λόγος για μία ακτινογραφία της γαλλικής κοινωνίας. Οι αρχισυντάκτες της Le Monde επέλεξαν το πρωτογενές ρεπορτάζ – «ένα από τα βασικά είδη δημοσιογραφίας που προασπιζόμαστε», υπογραμμίζει ο Ζερόμ Φενολιό, ο διευθυντής της εφημερίδας σε κεντρικό άρθρο του – κρίνοντας πως μόνο μέσω αυτού θα μπορούσαν να ξεπεραστούν οι πολλοί περιορισμοί της τρέχουσας περιόδου. Επειτα από τόσους μήνες εγκλεισμού και απομόνωσης προτίμησαν να προσεγγίσουν πιο άμεσα και ανθρώπινα τους συμπολίτες τους, παρακάμπτοντας τις δημοσκοπήσεις, τις τηλεοπτικές αναλύσεις, τις γνώμες των ειδικών και, κυρίως, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Συγχρόνως επιδίωξαν να σκιαγραφήσουν την κατάσταση του έθνους και να απαντήσουν στο ερώτημα «Πώς πάνε οι Γάλλοι;», αναδεικνύοντας με το πλέον ξεκάθαρο τρόπο τις ποικίλες εκφάνσεις αλλά και τις αντιθέσεις που συνθέτουν τη σύγχρονη γαλλική πραγματικότητα.
Συνοψίζοντας όλα όσα αποκαλύπτουν αυτά τα εκατό «Fragments de France» (Θραύσματα της Γαλλίας) που θα δημοσιευτούν σταδιακά κατά τις επόμενες δύο εβδομάδες στα έντυπα αλλά και στους ιστοτόπους της Le Monde, ο Ζερόμ Φενολιό επισημαίνει τα τρία πιο βασικά.
Δεν θα γίνει… εμφύλιος
Πρώτον, το σενάριο να ξεσπάσει ένας εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία δεν αντιστοιχεί στην πραγματικότητα, όπως ψευδές είναι και το σενάριο μιας κατάρρευσης του γαλλικού έθνους ή εξάρθρωσης της γαλλικής κοινωνίας. «Η Γαλλία δεν είναι η καρικατούρα που θέλουν να μας κάνουν να πιστέψουμε οι προφήτες και οι επιχειρηματίες του μίσους που εκφράζουν ένα νοσταλγικό και ενίοτε ρατσιστικό όραμα για την κοινωνία. Η Γαλλία δεν αντιστοιχεί σε εκείνο το στερεότυπο ενός έθνους που περιορίζεται στη βία, στο φόβο, και όπου ο δημόσιος διάλογος πρέπει να αφορά μόνο το μεταναστευτικό, την ανασφάλεια ή τα ζητήματα ταυτότητας».
Δεύτερον, η γαλλική κοινωνία άντεξε στην πρωτοφανή – υγειονομική, κοινωνική και οικονομική – κρίση που κλήθηκε να αντιμετωπίσει (όπως και ο υπόλοιπος πλανήτης) εξαιτίας της εμφάνισης και της επέλασης του κορονοϊού. «Ποτέ ξανά, εξαιρουμένων περιόδων μετά από πολέμους, δεν είχαν υπάρξει παρόμοιες χρηματοπιστωτικές διευκολύνσεις, μέσω του κρατικού προϋπολογισμού, για τη διαφύλαξη της εθνικής αλληλεγγύης, ειδικά για την πληρωμή εκείνων που δεν μπορούσαν πλέον να εργαστούν».
Τρίτον, υφίσταται μία αναντιστοιχία ανάμεσα στις προσδοκίες των πολιτών και στα θέματα γύρω από τα οποία περιστρέφεται ο δημόσιος πολιτικός διάλογος. «Εάν ακούμε μόνο αυτούς που δημιουργούν θόρυβο στον δρόμο, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, στα τηλεοπτικά πάνελ, και εάν κρίνουμε την κατάσταση της χώρας με βάση μόνον μεμονωμένα γεγονότα, τότε η διάγνωση είναι σίγουρα λανθασμένη», εξηγεί ο Ζερόμ Φενολιό.
Ανισότητες
Αυτό, φυσικά, δεν σημαίνει ότι «όλα πάνε καλά», ιδίως όσον αφορά τις «κοινωνικές και γενεαλογικές» ανισότητες που υφίστανται στη Γαλλία. Ούτε πως οι λόγοι της συλλογικής ανησυχίας που παρατηρείται στη χώρα «δεν είναι πραγματικοί», ειδικά σχετικά με το περιβάλλον και την κλιματική κρίση.
Ολοκληρώνοντας το άρθρο του, ο διευθυντής της Monde απευθύνεται στους συναδέλφους του, τους δημοσιογράφους της εφημερίδας που διευθύνει, καταρχάς, αλλά και των υπόλοιπων ΜΜΕ της Γαλλίας. Και επισημαίνει πως το ότι η κατάσταση στην πατρίδα τους δεν είναι τόσο ζοφερή (σύμφωνα με τις μαρτυρίες των ίδιων των πολιτών) όσο υποστηρίζουν κάποιοι, δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να καταστεί αφορμή «για να σταματήσουν να θέτουν δύσκολα και ενίοτε επώδυνα ερωτήματα για τη διανομή του πλούτου, το εκπαιδευτικό μοντέλο, το σύστημα υγείας, τον ρόλο της έρευνας, τις πολιτικές για τη νεολαία ή τη μελλοντική κατανομή του δημόσιου χρέους. Αυτά τα μακροχρόνια ζητήματα φαίνεται πως είναι σήμερα αρκετά σοβαρά και σημαντικά, ούτως ώστε να δικαιολογείται η ανταλλαγή απόψεων, η αμοιβαία ακρόαση και η διαμόρφωση μίας γνώμης πριν από τη λήψη αποφάσεων», υποστηρίζει, και το σχόλιό του, σίγουρα, δεν αφορά μόνον του δημοσιογράφους, τους πολιτικούς αλλά και τους πολίτες της Γαλλίας.