Οι παραδοσιακά στενές σχέσεις της Βιέννης με το Κρεμλίνο βασίζονται στο οικονομικό συμφέρον της | Shutterstock/Prehistorik
Επικαιρότητα

Πώς η Αυστρία μετατράπηκε σε αλπικό φρούριο του Πούτιν

Η Βιέννη ακολουθεί πολιτική ουδετερότητας για επιχειρηματικούς λόγους, και το ρωσικό καθεστώς την εκμεταλλεύεται για να σπείρει διχόνοια στο κοινό ευρωπαϊκό μέτωπο
Protagon Team

Πολύς λόγος έχει γίνει και τόνοι μελανιού έχουν χυθεί για την «ειδική σχέση» του καθεστώτος Ορμπαν στην Ουγγαρία με αυτό του Βλαντίμιρ Πούτιν. Αλλά η Βουδαπέστη δεν είναι η μοναδική ευρωπαϊκή πρωτεύουσα που προκαλεί ρήγματα στη σύμπνοια της Ευρωπαϊκής Ενωσης απέναντι στη Μόσχα, μετά την εισβολή της στην Ουκρανία.

Οταν ο αυστριακός καγκελάριος Καρλ Νεχάμερ αποφάσισε τον Απρίλιο του περασμένου έτους να γίνει ο πρώτος ευρωπαίος ηγέτης μετά την εισβολή που θα επισκεπτόταν με αεροπλάνο τη Μόσχα (μέσω Κιέβου) για να συναντήσει τον Πούτιν πρόσωπο με πρόσωπο, προσπάθησε να το πουλήσει ως αποστολή ειρήνης – και επίσημο «καθήκον» του.

Οι ευρωπαίοι επικριτές της Αυστρίας αντιλήφθηκαν το πρόσχημα. Αν και λίγες λεπτομέρειες προέκυψαν από τη συνάντηση, την οποία ο Νεχάμερ αποκάλεσε «σκληρή και ειλικρινή συνομιλία», οι σκεπτικιστές παρατήρησαν ότι το ρωσικό αέριο προς την Αυστρία συνέχισε να ρέει, σε έντονη αντίθεση με τη Γερμανία, όπου είχε διακοπεί.

Οι Δυτικοί εταίροι της Αυστρίας έχουν εδώ και καιρό ανεχτεί τις συναλλαγές της με τη Ρωσία, αλλά ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει αυξήσει τα διακυβεύματα – και η Βιέννη ξαφνικά βρίσκεται υπό πίεση από όλες τις πλευρές, αναφέρει ανάλυση του Politico.

Οι επικριτές και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού λένε ότι ο ενστερνισμός της «στρατιωτικής ουδετερότητας» από πλευράς Αυστρίας, και αυτό που πολλοί αντιλαμβάνονται ως μια ισομερή προσέγγισή της στην κρίση, προδίδει έναν βαθιά ριζωμένο κυνισμό της ελίτ της χώρας στις σχέσεις της με τη Ρωσία – και συνιστά σημαντική απειλή για την ευρωπαϊκή ενότητα υπέρ της Ουκρανίας.

«Η Αυστρία είναι σίγουρα το μαλακό υπογάστριο της ΕΕ σχετικά με τη Ρωσία» λέει ένας ανώτερος αξιωματούχος της Κομισιόν, δείχνοντας αυτό που ο ίδιος περιγράφει ως επιτυχημένη διείσδυση της Μόσχας στο κατεστημένο της χώρας όλα αυτά τα χρόνια.

Ο φόβος στις Βρυξέλλες είναι ότι με την πάροδο του χρόνου η εμφάνιση μιας ζώνης ανεκτικότητας προς τη Ρωσία στη γεωγραφική καρδιά της Ευρώπης, που θα περικλείει την Ουγγαρία και την Αυστρία, θα μπορούσε να εξαπλωθεί, δίνοντας στη Ρωσία το πάνω χέρι στη συνεχιζόμενη προσπάθειά της να σπείρει διχόνοια στην ήπειρο.

Για να κατανοήσει κανείς τις ρίζες της στάσης της Αυστρίας απέναντι στη Ρωσία πρέπει να πάει πίσω στο 1955. Μια δεκαετία μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η χώρα παρέμεινε κατεχόμενη από τις τέσσερις συμμαχικές δυνάμεις και χωρισμένη σε ζώνες. Για να πειστούν οι Σοβιετικοί να επιστρέψουν στην Αυστρία την πλήρη κυριαρχία, η χώρα έπρεπε να συμφωνήσει να κατοχυρώσει την ουδετερότητα στο Σύνταγμά της, την οποία ο πληθυσμός εκείνη την εποχή θεωρούσε αναγκαίο κακό.

Αρχικά, οι Αυστριακοί δεν ανησυχούσαν ιδιαίτερα μήπως προσβάλουν τους Σοβιετικούς. Πολλοί αυστριακοί στρατιώτες είχαν πολεμήσει με τα ναζιστικά στρατεύματα εναντίον των Σοβιετικών και υπηρετήσει σε στρατόπεδα αιχμαλώτων εκεί, έτσι δεν υπήρχε ιδιαίτερη αγάπη μεταξύ των δύο χωρών.

Αφού οι Σοβιετικοί συνέτριψαν την εξέγερση του 1956 στην Ουγγαρία, προκαλώντας ένα τεράστιο προσφυγικό κύμα πέρα από τα αυστριακά σύνορα, η Βιέννη δεν δίστασε να συμπαραταχθεί, μαζί με άλλες Δυτικές χώρες, στα Ηνωμένα Εθνη, επικρίνοντας τις ενέργειες της Μόσχας.

Ωστόσο, δεν χρειάστηκε πολύς χρόνος για την Αυστρία, σφηνωμένη σταθερά μεταξύ του NATO και του σοβιετικού μπλοκ, πριν ανακαλύψει τα εγγενή πλεονεκτήματα του νέου καθεστώτος της. Ως ουδέτερη, αδέσμευτη χώρα θα μπορούσε να κάνει μπίζνες και στις δύο πλευρές του Σιδηρού Παραπετάσματος.

Την 1η Ιουνίου 1968 η Αυστρία έγινε η πρώτη δυτικοευρωπαϊκή χώρα που υπέγραψε μακροπρόθεσμο συμβόλαιο με τη Σοβιετική Ενωση για την προμήθεια φυσικού αερίου, το οποίο έφτανε μέσω της Τσεχοσλοβακίας, σε έναν κόμβο διανομής ακριβώς μέσα από τα αυστριακά σύνορα.

Λίγους μόλις μήνες αφότου η Αυστρία υπέγραψε τη συμφωνία του 1968, ωστόσο, ήρθε η καταστροφή. Τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς τα σοβιετικά τανκς κύλησαν ξανά στην Κεντρική Ευρώπη, αυτή τη φορά στην Τσεχοσλοβακία, για να συντρίψουν την «Ανοιξη της Πράγας».

Με τις μνήμες από την ουγγρική καταστολή ακόμα νωπές, οι Αυστριακοί φοβήθηκαν ότι οι Σοβιετικοί θα μπορούσαν να εισβάλουν και στη χώρα τους. Η κυβέρνηση έκανε ακόμη και σχέδια έκτακτης ανάγκης για να μετακινηθεί από τη Βιέννη προς τα δυτικά σύνορα. Χρειάστηκε επίσης κόπος για να μην προκληθούν οι Σοβιετικοί – με τη Βιέννη να κρατάει τα αυστριακά στρατεύματα 30 χιλιόμετρα από τα σύνορα με την Τσεχοσλοβακία.

Ηταν μια καθοριστική στιγμή για την Αυστρία στην περίοδο του Ψυχρού Πολέμου – οι Σοβιετικοί τελικά δεν εισέβαλαν και το αέριο συνέχισε να ρέει. Τα μαθήματα για τους περισσότερους Αυστριακούς ήταν ξεκάθαρα: η ουδετερότητα είναι καλή για τις επιχειρήσεις και μας κρατάει ασφαλείς.

Η ουδετερότητα επέτρεψε επίσης στην Αυστρία να αποκτήσει μια σημαντική πλατφόρμα για τη διεθνή διπλωματία. Στη δεκαετία του 1960 ο ΟΠΕΚ μετέφερε την έδρα του εκεί, ενώ το 1979 ακολούθησαν τα Ηνωμένα Εθνη, τα οποία έκαναν τη Βιέννη τρίτη έδρα τους. Ο Οργανισμός για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη εγκαταστάθηκε εκεί το 1993.

Η συμφωνία για το φυσικό αέριο αποδείχτηκε ευεργέτημα για τον τότε κρατικό ενεργειακό όμιλο OMV, καθιερώνοντας την Αυστρία ως έναν από τους κύριους αγωγούς του ρωσικού φυσικού αερίου που προοριζόταν για τη Δυτική Ευρώπη.

Η ιστορία δείχνει ότι η σχέση της Αυστρίας με τη Ρωσία οικοδομήθηκε από την αρχή σε ένα θεμέλιο φόβου και στην υπόσχεση οικονομικών ευκαιριών. Ενώ οι Γερμανοί συχνά περιγράφουν τη συνάφειά τους με τη Ρωσία με πολιτιστικούς και ιστορικούς όρους, το κύριο κίνητρο της Αυστρίας να στρέφει το βλέμμα της προς Ανατολάς μετά τον πόλεμο ήταν καθαρά συναλλακτικό.

Η ρωσική ελίτ, εν τω μεταξύ, θεωρεί εδώ και καιρό την Αυστρία ως την καλύτερη και των δύο κόσμων: μια πύλη προς τη Δύση, αλλά όχι πλήρως Δυτική. Η Βιέννη, με το ξεθωριασμένο αυτοκρατορικό μεγαλείο της, τους εύπλαστους πολιτικούς και το διάσημο gemütlichkeit (άνετη εγκαρδιότητα), είναι παραδοσιακά η αγαπημένη πόλη τόσο των ολιγαρχών όσο και των πρώην στελεχών του Κομμουνιστικού Κόμματος.

Πάνω απ’ όλα, όμως, η Αυστρία είναι μια χώρα όπου οι Ρώσοι με χρήματα και επιρροή έχουν γίνει ευπρόσδεκτοι, είτε θέλουν να αποκτήσουν υπηκοότητα –όπως στην περίπτωση της κόρης του πρώην προέδρου της Ρωσίας Μπόρις Γέλτσιν– είτε ακίνητα στις Αλπεις – όπως ο παλιός φίλος του Πούτιν, Ολεγκ Ντεριπάσκα.

Σχεδόν κάθε εν ζωή πρώην καγκελάριος της Αυστρίας έψαχνε ανατολικά για δουλειά μετά την αποχώρησή του από το αξίωμα. Ο Βόλφγκανγκ Σούσελ, πρώην καγκελάριος του κεντροδεξιού Λαϊκού Κόμματος, εντάχθηκε στα διοικητικά συμβούλια της ρωσικής εταιρείας κινητής τηλεφωνίας MTS και του πετρελαϊκού κολοσσού Lukoil.

Ο σοσιαλδημοκράτης διάδοχός του, Αλφρεντ Γκουσενμπάουερ, πήγε να εργαστεί για το Ερευνητικό Ινστιτούτο Διάλογος των Πολιτισμών, μια φιλορωσική δεξαμενή σκέψης που δημιουργήθηκε από έναν φίλο του Πούτιν. Ο Κρίστιαν Κερν, ένας άλλος σοσιαλδημοκράτης, βρέθηκε στο διοικητικό συμβούλιο του ρωσικού κρατικού σιδηροδρόμου RZD.

Ο πρόεδρος της Αυστρίας, Αλεξάντερ βαν ντερ Μπέλεν, ο ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν και ο καγκελάριος της Αυστρίας Σεμπάστιαν Κουρτς στη Βιέννη το 2018 (Thomas Kronsteiner/Getty Images)

Ο βαθμός στον οποίο οι ηγέτες της Αυστρίας είχαν παγιδεύσει τη χώρα σε σχέση με τη Ρωσία έγινε σαφής κατά τη διάρκεια μιας κρατικής επίσκεψης του Πούτιν το 2014, λίγες εβδομάδες αφότου είχε προσαρτήσει την Κριμαία, πυροδοτώντας έναν πόλεμο στην ανατολική Ουκρανία.

Μια ηλιόλουστη μέρα του Ιουνίου ο ρώσος πρόεδρος κάθισε στο κέντρο της πολυτελούς αρ-νουβό αίθουσας του Εμπορικού Επιμελητηρίου της Βιέννης, χαριεντιζόμενος στα γερμανικά με τον οικοδεσπότη του, πρόεδρο του επιμελητηρίου Κριστόφ Λιτλ. Τα αστειάκια μπορεί να έφτασαν στο τέλος τους μετά την επίθεση του Πούτιν στην Ουκρανία, αλλά η υποκείμενη οικονομική σχέση έχει επιβιώσει σε μεγάλο βαθμό αλώβητη.

Η Ρωσία παραμένει ο δεύτερος μεγαλύτερος επενδυτής στην Αυστρία μετά τη Γερμανία (μια θέση που κατέχει από το 2014), με άμεσες επενδύσεις συνολικού ύψους 25 δισ. ευρώ στο τέλος του περασμένου έτους, ή 13% του συνόλου των επενδύσεων της χώρας. Συγκριτικά, οι επενδύσεις των ΗΠΑ στην Αυστρία ανέρχονται σε 13 δισ. ευρώ, ενώ αυτές της γειτονικής Ιταλίας σε περίπου 11 δισ. ευρώ.

Εν τω μεταξύ, πολλές από τις εκατοντάδες αυστριακές εταιρείες που επένδυσαν στη Ρωσία τα τελευταία χρόνια παραμένουν ακόμα ενεργές. Σχεδόν τα δύο τρίτα των 65 αυστριακών εταιρειών στη Ρωσία που συμμετείχαν σε έρευνα της Σχολής Οικονομικών Επιστημών του Κιέβου σχεδιάζουν να παραμείνουν – πολύ πάνω από το 40% του μέσου όρου των άλλων χωρών.

Και, φυσικά, υπάρχει και το απαραίτητο σκάνδαλο. Το 2019 ήρθαν στο φως μυστικά πλάνα βιντεοσκόπησης του αντι-καγκελαρίου Χάιντς-Κρίστιαν Στράτσε, ηγέτη του ακροδεξιού Κόμματος Ελευθερίας, που τον έδειχναν να προσφέρεται να ανταλλάξει πολιτική επιρροή για επενδύσεις, με μια γυναίκα που πίστευε ότι ήταν ανιψιά ενός ρώσου ολιγάρχη. Το σκάνδαλο που επακολούθησε έριξε την κυβέρνηση του τότε καγκελαρίου Κουρτς.

Δυτικοί αξιωματούχοι προειδοποιούσαν τη Βιέννη για χρόνια μετά την Κριμαία, ότι στις υπηρεσίες ασφαλείας της είχαν διεισδύσει Ρώσοι – αλλά αυτή το απέρριπτε. Ωστόσο, χρειάστηκε η αποκάλυψη ενός υπόπτου για υψηλού επιπέδου κατασκοπεία στην υπηρεσία το 2021, και η εκδίωξη της Αυστρίας από την οργανωμένη ανταλλαγή πληροφοριών των Δυτικών χωρών, για να αναλάβει δράση.

Μέχρι τότε τα προβλήματα είχαν γίνει τόσο σοβαρά που η κυβέρνηση αποφάσισε να διαλύσει την υπηρεσία πληροφοριών και να την φτιάξει από την αρχή. Αλλά ούτε αυτή η κίνηση ανέτρεψε την μακροχρόνια φιλορωσική πολιτική της χώρας – κάτι που ίσως έχει σχέση και με τους σύγχρονους πολιτικούς συσχετισμούς εντός Αυστρίας.

Το ακροδεξιό και φιλορωσικό Κόμμα Ελευθερίας, που θέλει να άρει όλες τις κυρώσεις κατά της Ρωσίας, προηγείται στις εθνικές δημοσκοπήσεις από τον περασμένο Νοέμβριο, με μέσο όρο περίπου 28%, αρκετές μονάδες μπροστά από τον πλησιέστερο αντίπαλό του, τους κεντροαριστερούς Σοσιαλδημοκράτες.

Μια πραγματική αναθεώρηση της προσέγγισης της χώρας με τη Ρωσία θα απαιτούσε τουλάχιστον μια συζήτηση περί ουδετερότητας – η οποία παραμένει «ιερή». Τις τελευταίες εβδομάδες, μια κουβέντα σχετικά με το αν η αποστολή μονάδων ναρκοσυλλεκτών στην Ουκρανία θα παραβίαζε την ουδετερότητα, έχει αναστατώσει την πολιτική ζωή της χώρας.

Η πλειονότητα των Αυστριακών φαίνεται να αγνοεί τις δεσμεύσεις της χώρας, σύμφωνα με τους κανόνες αμοιβαίας άμυνας της ΕΕ – οι οποίοι, όπως υποστηρίζουν ορισμένοι, καθιστούν την ουδετερότητα της χώρας πρακτικά άκυρη. Δυστυχώς, όμως, για όσους ελπίζουν σε μια ισχυρότερη στάση εναντίον της Ρωσίας, το gemütlichkeit παραμένει πολύ πιο βολικό.