Ο Κεν Λόουτς πανηγυρίζει για τον Χρυσό Φοίνικα που κέρδισε στις 22 Μαΐου 2016 στις Κάννες, με την ταινία του «Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέικ» | Shutterstock
Επικαιρότητα

Κεν Λόουτς: Ο σκηνοθέτης των απόκληρων ξανά στις Κάννες

Η άφιξη μιας ομάδας προσφύγων σε μια κοινότητα σε παρακμή είναι το σημείο εκκίνησης της νέας ταινίας του με τίτλο «The Old Oak», με την οποία διεκδικεί τον τρίτο Χρυσό Φοίνικα της πολύχρονης καριέρας του. Με αυτή την αφορμή, o 87χρονος βρετανός σκηνοθέτης μίλησε στην Corriere della Sera
Protagon Team

«Πού επιλέγουμε να στρέψουμε το βλέμμα μας; Τι επιλέγουμε να δούμε; Αυτή η ερώτηση έγκειται στη βάση του κινηματογράφου του Κεν Λόουτς, του τροβαδούρου των απόκληρων» γράφει στην ανταπόκρισή της από τις Κάννες η Στεφάνια Ουλίβι της Corriere della Sera, με αφορμή τη συμμετοχή του κορυφαίου βρετανού σκηνοθέτη στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ με την ταινία «The Old Oak» (Η Παλιά Βελανιδιά).

Στις Κάννες ο Κεν Λόουτς πρώτη φορά πήγε το 1970, στην Εβδομάδα της Κριτικής (Semaine de la critique), με την ταινία «Kes». Στη συνέχεια, πολλά χρόνια μετά, κέρδισε δύο Χρυσούς Φοίνικες, τον πρώτο το 2006 για το αριστουργηματικό «Ο Ανεμος Χορεύει το Κριθάρι» και τον δεύτερο δέκα χρόνια μετά για το «Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέικ».

Οσον αφορά τη νέα (και πιθανώς τελευταία, όπως δήλωσε ο ίδιος) ταινία του, είναι καρπός, για πολλοστή φορά, της συνεργασίας του με τον σεναριογράφο Πολ Λάβερτι. «Μιλάμε πολύ, για τα πάντα. Οταν μας κολλάει μια ιδέα θεωρούμε ότι είναι το έμβρυο μιας ταινίας, εντοπίζουμε έναν ή δύο χαρακτήρες και εκείνος γράφει το πρώτο προσχέδιο. Στη συνέχεια, μεταξύ συζητήσεων, ποδοσφαιρικών αγώνων, οικογένειας, φίλων, αργά ή γρήγορα, αν πηγαίνουν όλα καλά, έρχεται η ταινία» αναφέρει ο σκηνοθέτης στην ιταλίδα δημοσιογράφο.

Αυτή τη φορά το σημείο εκκίνησης ήταν η άφιξη προσφύγων από τη Συρία στα ημιερημωμένα χωριά ανθρακωρύχων –κάποτε ζωτικής σημασίας τοπικές κοινότητες που «εγκαταλείφθηκαν από τους πολιτικούς, από τους Συντηρητικούς και από τους Εργατικούς», σημειώνει ο Λόουτς– στη Βορειοανατολική Βρετανία, πέριξ του Ντάραμ, μια περιοχή με πλούσιο βιομηχανικό παρελθόν, η οποία πλέον μαραζώνει.

Οσον αφορά την πλοκή του έργου, η άφιξη μιας ομάδας προσφύγων σε μια τέτοια (φανταστική) κοινότητα σε παρακμή, όπου το μοναδικό σημείο συνάντησης και συγχρωτισμού είναι μια παλιά παμπ με την ονομασία «The Old Oak», την οποία διαχειρίζεται ο 50χρονος Τ. Τζ. Μπαλαντάιν (τον υποδύεται ο Ντέιβ Τέρνερ), διαταράσσει τις ήδη εύθραυστες ισορροπίες. Και η φιλία του με τη νεαρή Γιάρα, η οποία μιλάει αγγλικά, δύναται να οδηγήσει την κατάσταση εκτός ελέγχου. Θα μπορέσουν οι δυο κοινότητες να βρουν έναν τρόπο ούτως ώστε να συμβιώσουν;

«Η Γιάρα έχει μια φωτογραφική μηχανή. Οπως εκείνη, έτσι και εμείς επιλέγουμε τι βλέπουμε, αναζητούμε τι αξίζει να αφηγηθούμε» λέει ο Λόουτς. «Δύναμη, αλληλεγγύη και αντίσταση. Αυτές είναι οι τρεις λέξεις που αντηχούν στην ταινία και νομίζω ότι δίνουν το στίγμα της εποχής μας. Είναι απαραίτητο να γνωρίζουμε τι συμβαίνει, να γνωρίζουμε τις καταστάσεις για να τις κατανοήσουμε. Αλλά υπάρχουν τρεις άλλες λέξεις που θα ήθελα να προτείνω, από την παλιά αμερικανική συνδικαλιστική παράδοση: κινητοποίηση, εκπαίδευση, οργάνωση. Το πιο σημαντικό είναι η οργάνωση. Με ένα ακριβές πρόγραμμα, που αλλάζει τα πράγματα, που αφαιρεί την εξουσία από τους μεγάλους δυνάστες και την επαναφέρει στα χέρια των εργαζομένων».

«Ο ταξικός πόλεμος του 20ού αιώνα, τον οποίο ο μαρξιστής Λόουτς αφηγήθηκε περισσότερο και καλύτερα από άλλους, έχει τελειώσει: οι πλούσιοι είναι πλουσιότεροι, οι φτωχοί φτωχότεροι» σημειώνει η Στεφάνια Ουλίβι. «Γι’ αυτό, τώρα, ο πόλεμος που πρέπει να κερδηθεί είναι, σύμφωνα με τον Λόουτς, ο πόλεμος μεταξύ των αποκλήρων. Ανατρέποντάς τον εκ των έσω, παύοντας να θεωρούμε εχθρούς όσους έχουν παρόμοια προβλήματα με εμάς, αν και διαφορετικά από τα δικά μας» προσθέτει.

«Η ψηφιακή κοινωνία μάς κρατά μακριά τον έναν από από τον άλλον, διχασμένους. Αυτό κάνει το έργο μας πιο δύσκολο. Αναζητάμε εχθρούς και αποδιοπομπαίους τράγους για να στρέψουμε εναντίον τους το μίσος μας και να επιρρίψουμε ευθύνες» τονίζει ο σκηνοθέτης.

Οσον αφορά τους μετανάστες και τους πρόσφυγες, «η προπαγάνδα κατά της λεγόμενης εισβολής τροφοδοτεί μόνο φασιστικές θέσεις, πρέπει να φτάσουμε στη ρίζα του προβλήματος» λέει, επαναλαμβάνοντας τις επικρίσεις του για τις ευρωπαϊκές πολιτικές («Η Ιταλία και η Ελλάδα δεν μπορούν να αντέξουν όλο το βάρος»), και επιμένοντας στην ανάγκη οργάνωσης των κοινοτήτων. «Υπάρχουν προβλήματα που αφορούν τους πάντες. Η στεγαστική κρίση, ειδικά για τους νέους, το διαλυμένο Σύστημα Υγείας. Εδώ απεργούν οι γιατροί και οι νοσηλευτές, αλλά και οι δάσκαλοι, αλλά καμία πολιτική δύναμη δεν αναλαμβάνει την ευθύνη».

Στο σχόλιο της ανταποκρίτριας της Corriere della Sera ότι, καθώς αυξάνονται η απογοήτευση και ο θυμός οι Ευρωπαίοι στρέφονται προς τα δεξιά, ο Λόουτς επικαλείται την πατρίδα της. «Από όσο γνωρίζω, η ιταλική Δεξιά ακολουθεί την ίδια πορεία με την ευρωπαϊκή Δεξιά, ενδεχομένως να είναι και πιο ακραία. Ας θυμηθούμε τι έγινε στο παρελθόν» λέει, υπογραμμίζοντας ότι χρειαζόμαστε ένα κοινωνικό όραμα που να δίνει προτεραιότητα στους ανθρώπους. «Χρειάζεται επίσης να γελάει ο κόσμος, είναι ανατρεπτικό. Δεν αρέσει στους ρατσιστές. Τελικά, αυτό που θέλουμε να πούμε με την ταινία είναι ότι μπορούμε να είμαστε καλοί γείτονες».

Σύμφωνα με τον σκηνοθέτη των απόκληρων «η ελπίδα είναι ένα πολιτικό ζήτημα. Αν οι άνθρωποι έχουν ελπίδες, έχουν πίστη στην αλλαγή, αναπόφευκτα κοιτάζουν προς τα αριστερά. Αντιθέτως, αν ενδώσουν στον κυνισμό και στην απόγνωση, η Δεξιά θα βρει πρόσφορο έδαφος». Σχετικά με την ελπίδα, λέει πως αναδύθηκε και στη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας: «Γνωρίσαμε ανθρώπους με απίστευτη δύναμη: αυτούς που έχουν βιώσει τις φρικαλεότητες του πολέμου, αυτούς που δεν παραδίδονται στις κακουχίες του παρόντος. Αν υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι, πώς θα χάσουμε; Εχουμε τόση δύναμη μέσα μας που πρέπει να μας έχουμε εμπιστοσύνη. Θα τα καταφέρουμε. Μια μέρα», επισημαίνει ο 87χρονος (την ερχόμενη 17η Ιουνίου) Κεν Λόουτς.