Η Ρώμη αποτίει φόρο τιμής στον διάσημο ιταλό σκηνοθέτη, παραγωγό και σεναριογράφο Σέρτζιο Λεόνε (1929-1989) με μια έκθεση αφιερωμένη στο έργο του, στο Μουσείο Ara Pacis, με αφορμή τα 30 χρόνια από τον θάνατο και τα 90 χρόνια από τη γέννησή του.
Την έκθεση με τίτλο «C’era una volta Sergio Leone» («Ηταν κάποτε ο Σέρτζιο Λεόνε») διοργανώνει η Ταινιοθήκη της Μπολόνια και η παραγωγή και επιμέλεια είναι μία σύμπραξη με τη Γαλλική Κινηματοθήκη και το Ινστιτούτο Luce Cinecittà και θα διαρκέσει μέχρι τις 17 Μαΐου 2020.
«Στην πλούσια καλλιτεχνική του καριέρα ο Λεόνε ξεκίνησε γράφοντας peplum (ιστορικό-μυθολογικό είδος ταινίας). Στην πραγματικότητα, δεν του άρεσε να γράφει. Αντίθετα, ήταν προφορικός αφηγητής που δημιουργούσε τις ταινίες του με αφηγήσεις σε φίλους, σεναριογράφους, παραγωγούς, όπως οι αρχαίοι αοιδοί που δημιούργησαν το ομηρικό έπος. Ομως η κληρονομιά του είναι τεράστια» αναφέρεται στην περίληψη της έκθεσης.
Ο Λεόνε φυσικά έγινε γνωστός κυρίως για τη διάδοση του είδους σπαγγέτι γουέστερν, με ταινίες όπως «Ο καλός, ο κακός και ο άσχημος», η οποία θεωρείται ότι επηρέασε μία νέα γενιά σκηνοθετών, κυρίως τον Κουέντιν Ταραντίνο, ο οποίος θα ήταν αδύνατον να μην μιλήσει για έναν από τους ανθρώπους που τον ενέπνευσαν προκειμένου να ακολουθήσει το επάγγελμα του κινηματογραφιστή.
«Η ταινία που με έκανε να σκεφτώ σοβαρά να κάνω σινεμά, η ταινία που μου έδειξε πώς ένας σκηνοθέτης κάνει αυτό που κάνει, το πώς ένας σκηνοθέτης μπορεί να ελέγχει μια ταινία μέσω της κάμερας, ήταν το “Κάποτε στη Δύση”. Ηταν σχεδόν σαν ολόκληρη σχολή κινηματογράφου σε μια ταινία. Αποτύπωνε πραγματικά πώς μπορείς να έχεις αντίκτυπο ως κινηματογραφικός δημιουργός. Πώς να αποκτήσει η δουλειά σου μια ευδιάκριτη υπογραφή. Ημουν συνεπαρμένος και σκέφτηκα “ναι, αυτός είναι ο τρόπος”. Είχε διαμορφωθεί στο μυαλό μου μια σαφής αισθητική προσέγγιση. Εχουν υπάρξει ελάχιστοι σκηνοθέτες που μπήκαν βαθιά σε ένα παλαιότερο είδος δημιουργώντας στην πορεία ένα ολόκληρο νέο σύμπαν από τα βασικά του στοιχεία. Σε κάποιο βαθμό, το κατάφερε ο Ζαν-Πιέρ Μελβίλ με τα γαλλικά ‘γκανγκστερικά’ φιλμ. Αυτοί οι τύποι από την Ιταλία όμως –ο Σέρτζιο Λεόνε, ο Σέρτζιο Κορμπούτσι και ο Φράνκο Τζιράλντι– το έκαναν καλύτερα απ’ όλους» αναφέρει ο ίδιος ο Ταραντίνο στην προδημοσίευση από την εισαγωγή του βιβλίου του Κρίστοφερ Φρέιλινγκ «Once Upon a Time in the West: Shooting a Masterpiece», που βασίστηκε σε μια μακρά συνομιλία του συγγραφέα με τον αμερικανό σκηνοθέτη.
«Για μένα, το αποκορύφωμα υπήρξε το “Ο καλός, ο κακός και ο άσχημος”. Ο υπεύθυνος για τον σχεδιασμό της παραγωγής αλλά και για τα κοστούμια, ο Κάρλο Σίμι, ήταν το μυστικό όπλο του Λεόνε, όσο και ο Μορικόνε. Δεν υπήρχε τίποτα το ξεχωριστό στα σκηνικά και στα κοστούμια των αμερικανικών γουέστερν της δεκαετίας του ’60: τα κοστούμια προέρχονταν από το βεστιάριο οποιουδήποτε στούντιο είχε αναλάβει τα γυρίσματα. Τα κοστούμια του Σίμι όμως έκαναν τη μισή δουλειά για τους χαρακτήρες. Στις ταινίες του Λεόνε, συναντάμε τον καλύτερο σχεδιασμό παραγωγής, τα καλύτερα κοστούμια και τα καλύτερα σκηνικά αντικείμενα. Δεν υπάρχει κάτι άλλο ισάξιο» προσθέτει ο Ταραντίνο «ψηλαφώντας» την τεράστια επίδραση του σινεμά του Λεόνε στο σύγχρονο σινεμά, όπως την πρωτοποριακή χρήση της μουσικής στις ταινίες του.
«Ο Λεόνε ήταν αυτός που ενεργοποίησε τη μουσική στο σινεμά και την έκανε όπερα. Γνωρίζω ότι υπάρχουν παραδείγματα που δηλώνουν το αντίθετο από αυτό που λέω, η αίσθησή μου είναι πάντως ότι ο Λεόνε ήταν ο πρώτος που μόνταρε εικόνα πάνω στη μουσική με έναν τρόπο ο οποίος παραμένει κυρίαρχος στο σινεμά μέχρι σήμερα. Ολα αυτά (που βλέπουμε σήμερα) ξεκίνησαν με τον Λεόνε και τον Μορικόνε, και ειδικότερα με το “Ο καλός, ο κακός και ο άσχημος“. Η “Misirlou” στην εκτέλεση του Ντικ Ντέιλ που χρησιμοποίησα στο “Pulp Fiction” δεν έχει σχέση με το είδος surf music. Για μένα είναι μουσική γουέστερν σπαγγέτι με κιθάρα» υπερθεματίζει ο Ταραντίνο.
«… γι’ αυτό και το “Κάποτε στη Δύση” είναι το τέλος του “γουέστερν σπαγγέτι” όπως το ξέρουμε. Είναι το τέλος αυτού του υπέροχου είδους που ελάχιστο σεβασμό κέρδισε στην εποχή του, ακόμα και στην Αμερική και ειδικά στην Ιταλία. Αρκεί να δει κανείς τις κριτικές που είχαν γράψει τότε για το “Ο καλός, ο κακός και ο άσχημος” ιερά τέρατα όπως ο Ρότζερ Εμπερτ ή η Πολίν Καέλ. Μιλάμε για τέτοια έλλειψη σεβασμού που δεν είναι καν αστείο. Και όμως, σε αυτό το καταπληκτικό είδος εργάστηκαν όλοι αυτοί οι άξιοι τεχνικοί και ηθοποιοί, δημιουργώντας πάνω από 300 ταινίες σε μια περίοδο τεσσάρων ή πέντε χρόνων, και το “Κάποτε στη Δύση” ήταν το κύκνειο άσμα» προσθέτει.
«Αν λοιπόν το ζήτημα είναι ποιοι από τους δημιουργούς της δεκαετίας του ’60 επηρέασαν περισσότερο τους σκηνοθέτες στα τέλη του 20ού αιώνα και στις αρχές του 21ου, πιστεύω ότι ο Λεόνε ήταν εκείνος που έδειξε την κατεύθυνση για τη σύγχρονη κινηματογραφική αντίληψη. Υπάρχει στο έργο του αυτός ο υπέρμετρος ενθουσιασμός, ο σουρεαλισμός, η τρέλα, η χρήση της μουσικής, η επιμελής οργάνωση της σκηνής, το ειρωνικό χιούμορ. Ολα αυτά ξεκινούν με τον Λεόνε. Για μένα, είναι ο μεγαλύτερος από όλους τους ιταλούς σκηνοθέτες. Θα έφτανα ακόμα και στο σημείο να πω ότι πρόκειται για τον ιδανικότερο συνδυασμό στυλίστα και αφηγητή στον κινηματογράφο» καταλήγει ο Ταραντίνο για τον «πνευματικό του πατέρα».