Φαίνεται πως ο κίνδυνος μιας άμεσης κρίσης στο Κοσσυφοπέδιο αποσοβήθηκε. Μέρος των σερβικών στρατευμάτων αποσύρεται από τα σύνορα και η απειλή μιας νέας πολεμικής σύρραξης απομακρύνεται, τουλάχιστον προς το παρόν.
Την περασμένη Παρασκευή η κυβέρνηση Μπάιντεν ενήργησε αποφασιστικά, εφαρμόζοντας την ίδια τακτική που ακολούθησε την περίοδο πριν από ο Πούτιν διατάξει τα στρατεύματά του να εισβάλουν στην Ουκρανία: γνωστοποίησε πληροφορίες που συλλέχθηκαν από τις από τις αμερικανικές υπηρεσίες σχετικά με τις κινήσεις των σερβικών στρατευμάτων και επικοινώνησε με το Βελιγράδι, απειλώντας με κυρώσεις και απομόνωση.
Συγχρόνως ενισχύθηκε αμέσως η ειρηνευτική δύναμη του ΝΑΤO (Kfor) με τη μεταφορά της διοίκησης ενός τάγματος βρετανικών στρατευμάτων που βρίσκονταν στην περιοχή για εκπαίδευση.
Ωστόσο, ενώ ο άμεσος κίνδυνος μάλλον πέρασε, η χρόνια κρίση για τη μοίρα του Κοσσυφοπεδίου εξακολουθεί να μαίνεται – «το Κόσοβο εξακολουθεί να μην μπορεί να θεωρεί δεδομένη την ύπαρξή του», επισημαίνεται σε δημοσίευμα του Guardian – ενώ ζήτημα αποτελεί και όχι μόνον όσον αφορά το μέλλον του Κοσσυφοπεδίου αλλά γενικά την κατάσταση στα Βαλκάνια – η στενή σχέση του Βελιγραδίου με τη Μόσχα.
«Ενόψει των αυξανόμενων εντάσεων, ο πρωταρχικός στρατηγικός στόχος του Βλαντίμιρ Πούτιν είναι πλέον ξεκάθαρος: να υπονομεύσει το ΝΑΤΟ και να αποκαλύψει τα τρωτά σημεία της συμμαχίας. Με τη Ρωσία να βιώνει πισωγυρίσματα στην Ουκρανία, η άμεση απειλή για μέλη του ΝΑΤΟ όπως η Πολωνία και τα κράτη της Βαλτικής μπορεί να μετριάζεται κάπως. Ωστόσο στα Βαλκάνια βρίσκεται η πιο αδύναμη πτέρυγα της βορειοατλαντικής συμμαχίας, αποτελώντας έναν ενδεδειγμένο στόχο όσον αφορά τις φιλοδοξίες της Ρωσίας», γράφει σε ανάλυσή της στην Telegraph η Ιβάνα Στράντνερ, ερευνητική συνεργάτιδα της αμερικανικής δεξαμενής σκέψης Foundation for Defense of Democracies.
Την προηγούμενη εβδομάδα, σε μια από τις χειρότερες αντιπαραθέσεις από τότε που το Κοσσυφοπέδιο κήρυξε την ανεξαρτησία του από τη Σερβία (τον Φεβρουάριο του 2008) δεκάδες βαριά οπλισμένοι Σέρβοι επιτέθηκαν σε μια αστυνομική περίπολο στο βόρειο Κοσσυφοπέδιο και ταμπουρώθηκαν ένα ορθόδοξο μοναστήρι, ενώ στην ανταλλαγή πυροβολισμών που ακολούθησε σκοτώθηκαν ένας αστυνομικός και τρεις από τους σέρβους ενόπλους.
Αναμενόμενα η Πρίστινα έκανε λόγο για τρομοκρατική επίθεση ενώ η κυβέρνηση παρουσίασε στοιχεία (πειστικά όπως ανέφεραν αμερικανοί αξιωματούχοι ιδιωτικά) υποστηρίζοντας ότι οι ένοπλοι είχαν εξοπλιστεί ελέγχονταν από το Βελιγράδι.
Ομως ο σέρβος πρόεδρος, Αλεξάνταρ Βούτσιτς, αρνήθηκε οποιαδήποτε ανάμειξη ενώ μετέβη στον πρέσβη της Ρωσίας στη Σερβία, για να διαμαρτυρηθεί ότι ο πρωθυπουργός του Κοσσυφοπεδίου Αλμπιν Κούρτι εκτελεί μια «βίαιη εθνοκάθαρση» με την υποστήριξη της Δύσης.
«Αυτή η κλιμάκωση είναι ένα όνειρο που γίνεται πραγματικότητα για τη Μόσχα. Η Σερβία και η Ρωσία προετοιμάζουν τους Σέρβους για κλιμάκωση στο Κοσσυφοπέδιο εδώ και μήνες, πυροδοτώντας εντάσεις στα Βαλκάνια για να αποσπάσουν την προσοχή της Δύσης από τον πόλεμο στην Ουκρανία», γράφει η αμερικανίδα ειδικός.
«Κατέκλυσαν το πεδίο της πληροφόρησης με προπαγάνδα, επαναλαμβάνοντας τον παλιό ισχυρισμό ότι το Κοσσυφοπέδιο ανήκει στη Σερβία – ένα προπαγανδιστικό κομμάτι υποστήριζε ότι η Βρετανία προετοιμάζει έναν πόλεμο εκεί. Οπως γνωρίζει οποιοσδήποτε μελετητής της ιστορίας των Βαλκανίων, μια τέτοιου τύπου ρητορική έχει πυροδοτήσει την εθνοτική βία στην περιοχή στο παρελθόν», προσθέτει.
Η Μόσχα έσπευσε να εκμεταλλευτεί το περιστατικό με εκπρόσωπό της να δηλώνει ότι «η πρόσθετη δυτική πίεση» οδηγούσε «ολόκληρη την περιοχή των Βαλκανίων σε επικίνδυνο χείλος». Το Κρεμλίνο γνωρίζει ότι δεν χρειάζεται να στείλει στρατιωτικές δυνάμεις στα Βαλκάνια, θα μπορούσε να διεξάγει έναν υβριδικό πόλεμο, ούτως ώστε να αποσταθεροποιηθεί περαιτέρω η περιοχή, και να αναδειχθεί στη συνέχεια η Ρωσία ως μοναδικός αξιόπιστος διαπραγματευτής για την διευθέτηση των όποιων διαφορών και την αποτροπή συγκρούσεων.
Οπως εξηγεί η Ιβάνα Στράντνερ αυτό το σχέδιο επιτυγχάνει α) να αποσπάσει την προσοχή της Δύσης από την Ουκρανία, β) να ενισχύσει την περιφερειακή θέση της Μόσχας και γ) να δώσει στον Πούτιν ένα πλεονέκτημα επί των δυτικών δυνάμεων εάν θέλουν να εμποδίσουν την κλιμάκωση της σύγκρουσης στην περιοχή.
Οσον αφορά το πώς επωφελείται η Σερβία, ο Βούτσιτς συνηθίζει να κλιμακώνει και στη συνέχεια αποκλιμακώνει την ένταση στο Κοσσυφοπέδιο, παρουσιάζοντας τον εαυτό του ως πυλώνα σταθερότητας και χρησιμοποιώντας τη εν λόγω τεχνητή ιδιότητά του ως διαπραγματευτικό χαρτί με τη Δύση. Ο απώτερος στόχος του σέρβου προέδρου είναι να διατηρήσει την εξουσία και η κρίση του Κοσσυφοπεδίου τον βοηθά να αποσπάσει την προσοχή από τα δικά του εσωτερικά πολιτικά ζητήματα και να ενισχυθεί ενόψει των επερχόμενων πρόωρων (στα τέλη του τρέχοντος ή στις αρχές του νέου έτους) προεδρικών εκλογών στη χώρα.
Παρά την αποφασιστική παρέμβαση του Λευκού Οίκου την προηγούμενη Παρασκευή (ο οποίος προειδοποίησε δημόσια για μεγάλη ανάπτυξη σερβικών στρατευμάτων κατά μήκος των συνόρων με το Κόσοβο) ο σέρβος πρόεδρος γνωρίζει πως δεν είναι απαραίτητη η εμπλοκή των ενόπλων δυνάμεων του για τη συντήρηση της έντασης. Θα μπορούσε να ακολουθήσει το παράδειγμα του Πούτιν, στέλνοντας «μικρούς πράσινους ανθρώπους» χωρίς διακριτικά (παρόμοιους με εκείνους που έστειλε ο ρώσος πρόεδρος στην Κριμαία το 2014) να υπονομεύσουν το Κόσοβο, με τον ίδιο να μπορεί στη συνέχεια να αρνηθεί οποιαδήποτε επίσημη εμπλοκή της Σερβίας.
«Ισως αυτό να έχει ήδη συμβεί», προειδοποιεί η Ιβάνα Στράντνερ, υποστηρίζοντας πως το ΝΑΤΟ πρέπει να κάνει περισσότερα και άμεσα, καταρχάς για να τερματιστεί η βία αλλά και να αποσταλεί ένα ξεκάθαρο μήνυμα τόσο στο Βελιγράδι όσο και στη Μόσχα. «Μια άλλη κρίση στο Κοσσυφοπέδιο θα μπορούσε εύκολα να εξαπλωθεί στη Βόρεια Μακεδονία, ένα κράτος μέλος του ΝΑΤΟ, και θα είχε σοβαρές επιπτώσεις στην ευρωπαϊκή άμυνα σε μια περίοδο που η προσοχή των ΗΠΑ αποσπάται από τις επερχόμενες εκλογές. Αυτή είναι μια επικίνδυνη στιγμή, ωστόσο λίγοι μιλούν για αυτήν», καταλήγει η αμερικανίδα ειδικός. «Τρεις δεκαετίες μετά την αιματηρή διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, οι εθνοτικές εντάσεις στα Βαλκάνια δεν εξαλείφθηκαν ποτέ. Παρά τη συνολική στρατιωτική υπεροχή του ΝΑΤΟ, όσον αφορά τα Βαλκάνια στερείται στρατηγικής και μέσων ενώ η Ρωσία ελίσσεται. Είναι καιρός το ΝΑΤΟ να ενισχύσει την παρουσία του και να θέσει τη Ρωσία σε θέση άμυνας».
Οσον αφορά τις εξελίξεις στο πεδίο της πολιτικής, τα γεγονότα της προηγούμενης εβδομάδας «θα μπορούσαν να αποτελέσουν σημείο καμπής, ανάλογα με το αν οδηγούν σε επανεξέταση της πολιτικής στην Ουάσιγκτον και τις Βρυξέλλες», αναφέρει ο Guardian.
Αμφότερες οι πλευρές βασίστηκαν σε μεγάλο βαθμό σε ένα γαλλογερμανικό σχέδιο για την εξομάλυνση των σχέσεων Κοσόβου-Σερβίας, με βάση το οποίο η Σερβία δεν θα υποχρεούταν να αναγνωρίσει πλήρως το Κόσοβο, αλλά τουλάχιστον τα διαβατήρια, τη σημαία και άλλα εθνικά χαρακτηριστικά Κοσσυφοπεδίου, με την Πρίστινα να επιτρέπει ως αντάλλαγμα την ένωση των δήμων με σερβική πλειονότητα, ευνοώντας, έτσι, την ενίσχυση της αυτονομίας τους.
Ο Αλεξάνταρ Βούτσιτς και ο Αλμπιν Κούρτι, συμφώνησαν καταρχήν σε συναντήσεις με μεσολάβηση της ΕΕ, αλλά ο σέρβος πρόεδρος αρνήθηκε να υπογράψει οποιοδήποτε έγγραφο και διαβεβαίωσε τους ψηφοφόρους του ότι δεν θα επέτρεπε ποτέ το Κοσσυφοπέδιο να καταστεί μέλος του ΟΗΕ. Ως εκ τούτου, ο κοσοβάρος πρωθυπουργός αρνήθηκε να επιτρέψει τη σύνδεση των σερβικών δήμων, αρνούμενος να εμπιστευτεί τις διαβεβαιώσεις από μεσολαβητές της ΕΕ ότι η Σερβία θα εκπληρώσει τις δικές της υποσχέσεις στο μέλλον.
Ουάσιγκτον και Βρυξέλλες αντέδρασαν, κατηγορώντας σχεδόν αποκλειστικά τον Κούρτι, κυρίως επειδή ο Βούτσιτς κατάφερε να επωφεληθεί, θέτοντας τις δυτικές κυβερνήσεις αντιμέτωπες με τη Ρωσία και την Κίνα για την υποστήριξη της Σερβίας. Οι ΗΠΑ, για παράδειγμα, ήταν ευγνώμονες για τις σερβικές ψήφους κατά της Ρωσίας στις συζητήσεις της γενικής συνέλευσης του ΟΗΕ για την Ουκρανία, παρά τη σθεναρή αντίθεση του Βελιγραδίου στις κυρώσεις κατά της Μόσχας.
Ομως, μετά τα γεγονότα της προηγούμενης εβδομάδας, «η κυβέρνηση Μπάιντεν και η ΕΕ πρέπει, τώρα, να εξετάσουν εάν εξαπατήθηκαν», επισημαίνει ο Guardian, καθώς ο Βούτσιτς, «ενώ κατ’ιδίαν είπε όλα τα σωστά πράγματα, η κυβέρνηση ενίσχυε τον σερβικό στρατό και κατέκλυζε τα μέσα ενημέρωσης της χώρας με μίσος και φόβο για το Κοσσυφοπέδιο, κατηγορώντας ψευδώς τον Κούρτι ότι διεξήγαγε “βίαιη εθνοκάθαρση”».