Η χριστουγεννιάτικη μπάντα υποδέχεται τους υψηλούς καλεσμένους ενός από τα κεντρικότερα ξενοδοχεία του Μανχάταν της Νέας Υόρκης. Ζεστή ατμόσφαιρα καμουφλαρισμένη από μια εορταστική ευημερία με πόρτες, ανοιχτές όχι για όλους. Το διαβατήριο γι' αυτήν κοστίζει πολλά. Και δεν μπορούν να τα πληρώσουν όλοι. Είναι μια ευημερία προσιτή μόνο για όσους Αμερικανούς το αντέχει η τσέπη τους. Περνούν, κοιτούν την μπάντα που τραγουδάει τις χριστουγεννιάτικες μελωδίες, τη θαυμάζουν και φεύγουν αφήνοντας πρώτα το κατιτίς τους. Πότε δέκα, πότε είκοσι και πότε ακόμα περισσότερα δολάρια. Πραγματικότητα η οποία προσδίδει μια επίπλαστη- για όσους μπορούν να διαβλέψουν τι κρύβεται από πίσω της- ευτυχία των εορτών.
Ακριβώς έξω από την κεντρική πύλη του γνωστού ξενοδοχείου, δεν χρειάζεται να προσπαθήσει κανείς πολύ για βρει τον πρώτο άστεγο. Στέκεται ακριβώς απ' έξω. Αποσβολωμένος, ανήμπορος, με τα μάτια κλειστά όταν τον προδίδουν οι δυνάμεις του. Κουκουλωμένος για να προστατευθεί όσο μπορεί από το διαπεραστικό κρύο της Νέας Υόρκη. Βλέπει κι αυτός τον κόσμο από μπροστά του να περνά. Κι ο κόσμος τον βλέπει. Σε αντίθεση όμως με την γκλαμουράτη χορωδία, τον προσπερνούν με αδιαφορία. Σπάνια αφήνοντας έστω κι ένα δολάριο. Οι σακούλες τους, άλλωστε, γεμάτες ψώνια είναι πολύ βαριές ώστε να τους κάνουν να επιταχύνουν το βήμα τους. Να μπουν το γρηγορότερα στο λουξ δωμάτιο του πολυτελούς ξενοδοχείου τους και κλείνοντας την πόρτα πίσω τους να ξεχάσουν την άλλη πραγματικότητα της Αμερικής και του κόσμου.
Θεωρούν ότι η εικόνα του άστεγου δεν τους ακουμπά. Ή τουλάχιστον έτσι έχουν μάθει τους εαυτούς να πιστεύουν.
Τα τείχη προστασίας, όμως, που έχουν χτίσει γύρω τους, μπορούν να καταρρεύσουν. Και μάλιστα τόσο γρήγορα όσο εύκολα τα χτίζουμε πολλές φορές συνειδητά ή ασυνείδητα όλοι μας.
Καλές γιορτές.