Αρχές Σεπτεμβρίου, στις βουλευτικές εκλογές της Σουηδίας, κέρδισε το Σοσιαλδημοκρατικό Εργατικό Κόμμα αλλά χωρίς αυτοδυναμία. Σχημάτισε κυβέρνηση με τους Πράσινους, είχε την υποστήριξη του Αριστερού Κόμματος, ενώ προσδοκούσε σε κάποια υποστήριξη από την κεντροδεξιά. Όχι άδικα. Το ίδιο σχεδόν γίνεται στη χώρα τουλάχιστον στις τρεις τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις. Στις δυο προηγούμενες, το μεγαλύτερο κόμμα της κεντροδεξιάς, οι Νέοι Μεταρρυθμιστές, κυβέρνησαν έχοντας σχηματίσει μεν συνασπισμό με άλλα τρία μικρότερα κόμματα -Κέντρο, Χριστιανοδημοκράτες και Λαϊκό Κόμμα- αλλά με την υποστήριξη των Πράσινων και την ανοχή της αντιπολίτευσης των Αριστερών κομμάτων. Αυτή τη φορά, όμως, με τους ακροδεξιούς «Σουηδούς Δημοκράτες» με ποσοστό κοντά στο 13% και με την παραίτηση του Fredrik Reinfeldt να κάνει τους Νέους Μεταρρυθμιστές λιγότερο προοδευτικούς, οι συσχετισμοί άλλαξαν.
Το πρώτο σημάδι είχε δοθεί νωρίς. Ενώ τις προηγούμενες φορές τα κόμματα της αντιπολίτευσης κατέθεταν ξεχωριστούς προϋπολογισμούς -μια ιδιαιτερότητα του σουηδικού μοντέλου, να καταθέτουν σχέδιο προϋπολογισμού όλα τα κόμματα- αυτή τη φορά, τα τέσσερα κόμματα της αντιπολίτευσης κατέθεσαν κοινό προϋπολογισμό. Από τη στιγμή που έγινε αυτό -ουσιαστικά η αντιπολίτευση αθέτησε τον άγραφο λόγο τιμής- υπήρχε ο ορατός κίνδυνος να υποστηρίξει και το ακροδεξιό κόμμα τον ίδιο προϋπολογισμό, με άμεση συνέπεια την αλλαγή συσχετισμών στη Βουλή και την κυβέρνηση χωρίς πλειοψηφία. Όπερ και εγένετο. Με πρόσχημα το πρόγραμμα των Πράσινων για τους μετανάστες, οι ακροδεξιοί ψήφισαν τον προϋπολογισμό του Συνασπισμού της αντιπολίτευσης, μετατρεπόμενοι αυτόματα σε ρυθμιστές των πραγμάτων. Έτσι, δύο μήνες μετά την εντολή, η κυβέρνηση βρέθηκε ανάμεσα σε δυο επιλογές: Είτε να παραδώσει τις καρέκλες που καλά-καλά δεν είχε καθίσει, είτε να πάει σε νέες εκλογές. Και τα δυο πρωτόγνωρα για τη χώρα. Λειτουργώντας με οξυδέρκεια, όμως, και χωρίς βλαπτικούς συμβιβασμούς, ο πρωθυπουργός, Stefan Löfven, τους αιφνιδίασε όλους. Ενώ δεν το είχε αναφέρει καν ως ενδεχόμενο, όσο γινόταν «ζυμώσεις» για τον προϋπολογισμό και η αντιπολίτευση ετοίμαζε στα κρυφά ξανά τα κοστούμια, ανακοίνωσε εκλογές για τις 22 Μαρτίου, προκαλώντας (σε αυτούς και στους πολίτες) σχετική αμηχανία. Ήταν μόλις δύο μήνες πρωθυπουργός.
Αύριο, στις 29 Δεκεμβρίου, θα τις ανακοίνωνε και τυπικά. Κι όμως, δεν θα το κάνει. Αντ' αυτού, το Σάββατο το πρωί, 27 του μήνα, μαζί με τους συμμάχους του Πράσινους και τους ηγέτες των τεσσάρων κομμάτων του κεντροδεξιού συνασπισμού, βγήκε σε συνέντευξη τύπου και ανακοίνωσε τη συμφωνία να μην πάει η χώρα σε εκλογές. Συμφώνησαν να γίνουν βελτιώσεις στον προϋπολογισμό της αντιπολίτευσης που ψηφίστηκε, με ταυτόχρονη δέσμευση της κυβέρνησης να μην προχωρήσει σε αύξηση ή μείωση φόρων, για τα επόμενα δύο χρόνια. «Δεν είναι νίκη κάποιων κομμάτων αλλά της Σουηδίας», δήλωσε η νέα ηγέτης των Μεταρρυθμιστών, Anna Kinberg Batra, ενώ ο πρωθυπουργός, με μήνυμα στα social media, δήλωσε πως «έστω και αργά, δίνεται η δυνατότητα στην κυβέρνηση των Σοσιαλδημοκρατών να κάνουν πράξη τις υποσχέσεις τους για περισσότερες θέσεις εργασίας για τους νέους, μεγαλύτερες επενδύσεις στην Παιδεία, πιο δίκαιη φορολογία, καλύτερες συντάξεις. Να κάνει πράξη το σύνθημα: Μια καλύτερη Σουηδία για όλους».
Εκείνο που αξίζει να σημειωθεί, είναι η ηρεμία με τη οποία αντέδρασαν τα κόμματα, μετά την καταψήφιση του προϋπολογισμού, και τις εξαγγελλόμενες πρόωρες εκλογές. Κάτι που θα γινόταν για πρώτη φορά, μετά το 1958. Για έναν ουδέτερο παρατηρητή, υπήρξε ένα εξαιρετικό μάθημα δημοκρατίας. Ούτε κραυγές, ούτε κατάρες, ούτε πόλωση, ούτε επιχείρηση φόβου. Η κυβέρνηση εφαρμόζει προϋπολογισμό που δεν κατάρτισε η ίδια αλλά τίποτα δεν συμβαίνει.
Η τελευταία δημοσκόπηση που δημοσιεύτηκε στα μέσα της εβδομάδας, έδινε αυξημένα ποσοστά κατά περίπου 4% στα κόμματα της Αριστεράς, με ταυτόχρονη μείωση με ίδιο ποσοστό της δύναμης των κομμάτων της αντιπολίτευσης. Δεν το έλαβε υπόψη του αυτό ο πρωθυπουργός και επεδίωξε και πέτυχε συναίνεση, βγάζοντας εκτός «παιχνιδιού» την ακροδεξιά. Και κάτι άλλο αξιοσημείωτο: Ενώ οι νέες εκλογές, είχαν χαρακτηριστεί, δικαίως, ως «εκλογές για τη μετανάστευση», αφού τυπικά αλλά και ουσιαστικά ο λόγος που οι ακροδεξιοί ψήφισαν την αντιπολίτευση ήταν οι μετανάστες, ενδεικτικές είναι οι δηλώσεις του πρώην πρωθυπουργού, του κεντροδεξιού F. Reinfeldt, προχθές στην τηλεόραση: «Τα σύνορα της Σουηδίας είναι πλέον μόνο φαντασιακά. Για μένα είναι ξεκάθαρο πως μια καλύτερη και ισχυρότερη κοινωνία, πρέπει να είναι ανοιχτή. Τι είναι η Σουηδία ως χώρα;», αναρωτήθηκε. «Η χώρα που σε αυτή έζησαν οι άνθρωποι που ήρθαν τρεις ή τέσσερεις γενεές πριν, ή εκείνοι που έτυχε να γεννήθηκαν εντός κάποιων συνόρων; Οι Σουηδοί θα ήταν χωρίς ενδιαφέρον ως λαός, χωρίς τους μετανάστες. Αυτοί κάνουν τη Σουηδία αυτή που είναι σήμερα. Η χώρα ανήκει στους μετανάστες όσο και στους Σουηδούς». Δηλώσεις κεντροδεξιού πολιτικού. Που στα μέρη μας, είναι δυσνόητα τα «σύνορά» τους με την ακροδεξιά. Η Σουηδία, ακόμα μια φορά, μας δίνει ένα ωφέλιμο μάθημα. Αρκεί να υπάρχει η θέληση να το ακολουθήσουμε.