Πρωτοχρονιά σήμερα στη μακρινή Κίνα και ξημερώνει η χρονιά του φιδιού. Οι οικογένειες συγκεντρώνονται, το φαγητό και το ποτό κυριαρχούν και ο ουρανός γεμίζει εκατομμύρια βεγγαλικά που υποδέχονται το νέο έτος με ευχές για περισσότερο χρήμα και καλή τύχη. Έζησα και εργάστηκα τρία χρόνια στην Κίνα, την θαυμάζω, τη σέβομαι και μου λείπει. Θυμάμαι την καθημερινή επίκληση της φιλοσοφίας του Τάο ακόμη και για τα πιο ασήμαντα πράγματα, καθώς και το λαμπρό σμίξιμο του κλασικισμού και της βωμολοχίας στη γλώσσα της, την οποία δεν αξιώθηκα ποτέ να μάθω. Όμως αυτό που προκαλεί την αισθητική και την ηθική μου περισσότερο από οτιδήποτε είναι ο ιλιγγιώδης ρυθμός και ο μετασχηματισμός της κοινωνίας της. Καθώς και το μίγμα κομμουνιστικής πολιτικής και καπιταλιστικής οικονομίας που φαίνεται να έχει δημιουργήσει ένα σύστημα που έχει σχεδιαστεί για να εκμεταλλεύεται τους ανθρώπους και το περιβάλλον όσο ποτέ άλλοτε.
Ο Jonathan Watts* παρομοιάζει την πρόσφατη ιστορία της Κίνας με ένα έργο που απεικονίζει διακόσια χρόνια βιομηχανικής ανάπτυξης που παίζονται σε γρήγορη κίνηση σε μια οθόνη ηπειρωτικών διαστάσεων, με ένα cast μεγαλύτερο του ενός δισεκατομμυρίου. Το οικοδόμημα της κινεζικής κυριαρχίας δεν είναι πλέον ένα έργο υπό κατασκευή, και ο ασιατικός γίγαντας συμπεριφέρεται πλέον ολοένα και περισσότερο ως υπερδύναμη. Οι σκαλωσιές και οι γερανοί στον ορίζοντα του Πεκίνου έχουν δώσει τη θέση τους σε εκπληκτικά αρχιτεκτονικά θαύματα, και η δραστηριότητα της οικονομικής ατμομηχανής έχει πλέον εξαπλωθεί ανά την υφήλιο.
Πριν από λίγες ημέρες άκουσα πως οι Κινέζοι ετοιμάζονται να αγοράσουν το λιμάνι της Αλεξανδρούπολης, ένα μέρος που έχω συνδέσει με πολύ ωραίες παιδικές και εφηβικές στιγμές. Δεδομένου ότι στο έργο της κρίσης που βιώνουμε όλα κινούνται γρήγορα (και πολλά εν κρυπτώ), θεωρώ ότι το ελάχιστο που οφείλουμε να κάνουμε είναι να κοιτάξουμε βαθύτερα και να κατανοήσουμε καλύτερα αυτή την σχέση που δημιουργείται με έναν πολιτισμό τόσο ξένο στον δικό μας. Δανείζομαι, λοιπόν, στοιχεία από ένα περσινό άρθρο του Jonathan Watts για μία αναδρομή του «θαύματος» της κινεζικής οικονομίας.
Το 2003, η Κίνα είχε το έκτο μεγαλύτερο ΑΕΠ στον κόσμο. Ξεπέρασε τη Γαλλία το 2004, τη Βρετανία το 2006, τη Γερμανία το 2009 και την Ιαπωνία το 2011. Με τους σημερινούς ρυθμούς, θα έχει πάρει την πρωτιά από τις ΗΠΑ μέσα στα επόμενα 15 χρόνια. Ήδη προηγείται όσον αφορά τον πληθυσμό που χρησιμοποιεί το διαδίκτυο, στην κατανάλωση ενέργειας και στο μέγεθος της αγοράς αυτοκινήτων. Το κύριο κίνητρο για αυτή την αλλαγή ήταν η αστικοποίηση. Την τελευταία δεκαετία, 120 εκατομμύρια Κινέζοι -σχεδόν δέκα φορές ο πληθυσμός της Ελλάδας- έχει μετακινηθεί από την ύπαιθρο προς την πόλη.
Στο ίδιο χρονικό διάστημα υπήρξε μία θεαματική επέκταση των δικτύων ενέργειας, μεταφορών και επικοινωνιών, που συνέδεσαν τη χώρα όπως ποτέ πριν. Αγωγοί φυσικού αερίου από τα δυτικά στα ανατολικά, εκτροπές ποταμών από το βορρά στο νότο, εκατοντάδες αεροδρόμια, και ένα τεράστιο δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας που ενώνει τα αιολικά και ηλιακά πάρκα στις ερήμους με τη δίψα για κατανάλωση στις πόλεις και τις βιομηχανικές εγκαταστάσεις. Αυτή υπήρξε η δεκαετία από τσιμέντο και ατσάλι, μία εποχή που η οικονομική ανάπτυξη έφτασε στις πιο απομακρυσμένες γωνιές της χώρας μέσα από μία σειρά έργων και κινήσεων γοήτρου, όπως ο υψηλότερος σιδηρόδρομος του κόσμου, το μεγαλύτερο φράγμα, η μεγαλύτερη γέφυρα, το πιο φιλόδοξο έργο της υδρομηχανικής στην ανθρώπινη ιστορία, η αποστολή του πρώτου Κινέζου στο διάστημα και, βέβαια, η φιλοξενία –και κυριαρχία- των Ολυμπιακών Αγώνων.
Μία από τις μεγαλύτερες αλλαγές που παρατηρήθηκαν αυτή την περίοδο ήταν η εξάπλωση των ιδεών μέσω της κινητής τηλεφωνίας και των κοινωνικών δικτύων. Σήμερα, τα 513 εκατομμύρια «δικτυοναύτες» (netizens) της Κίνας (68 εκατομμύρια το 2003) έχουν ασύγκριτα μεγαλύτερη πρόσβαση στην πληροφορία από οποιαδήποτε προηγούμενη γενιά. Ένας τεράστιος πληθυσμός επικοινωνεί πλέον με τρόπους που θα μπορούσαν να αποτελούν αιτία φυλάκισης πριν από δέκα χρόνια.
Μπορεί οι διαδηλώσεις και οι διαμαρτυρίες να κρύβονται επιμελώς από την ανασφαλή μονοκομματική πολιτική σκηνή, όμως ακαδημαϊκοί με πρόσβαση σε εσωτερικά έγγραφα υποστηρίζουν ότι συμβαίνουν δεκάδες χιλιάδες διαδηλώσεις κάθε χρόνο. Οι λόγοι για αυτές ποικίλουν από αρπαγές γης ως ταραχές μεταξύ εθνοτικών ομάδων, απολύσεις από εργοστάσια και υποθέσεις διαφθοράς. Η πιο σημαντική όμως αιτία των συγκρούσεων είναι οι πιέσεις που δέχεται το περιβάλλον. Ο μολυσμένος αέρας και το βρώμικο νερό, ο αυξανόμενος ανταγωνισμός για γόνιμη γη και η απέλπιδα προσπάθεια αναζήτησης φυσικών πόρων που ωθούν την ανάπτυξη σε απομακρυσμένα βουνά, ερήμους και δάση που μέχρι πρόσφατα ήταν τα τελευταία οχυρά της βιολογικής και πολιτισμικής πολυμορφίας της αχανούς χώρας.
Για αυτό φυσικά δεν είναι υπαίτια η Κίνα. Πρόκειται για μία γενικότερη ιστορική, παγκόσμια τάση και η Κίνα απλώς βαδίζει στο ίδιο μη βιώσιμο μονοπάτι όπως ο υπόλοιπος ανεπτυγμένος κόσμος. Μόνο που αυτή η πορεία συμβαίνει σε μεγαλύτερη κλίμακα, με μεγαλύτερη ταχύτητα και σε μια φάση της ανθρώπινης ιστορίας όπου υπάρχουν πολύ μικρότερα οικολογικά περιθώρια ελιγμών. Το πλούσιο τμήμα του κόσμου εξάγει τις περιβαλλοντικές του πιέσεις εδώ και αιώνες. Οι επιπτώσεις δε των ρυπογόνων βιομηχανιών και της εξόρυξης των φυσικών πόρων μπορεί να βγήκαν από το οπτικό πεδίο των καταναλωτών της Δύσης, όμως δεν μπορούν να αγνοηθούν στην Κίνα.
Οι συνέπειες είναι παγκόσμιες, μιας και η Κίνα εκπέμπει πλέον τα περισσότερα αέρια του θερμοκηπίου στον πλανήτη. Το 2012 έκανε καύση του 50% του συνολικού άνθρακα που καταναλώθηκε σε ολόκληρο τον κόσμο, ενώ ο αριθμός των αυτοκινήτων στους δρόμους της έχει τετραπλασιαστεί κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας εκτοξεύοντας τη ζήτηση για πετρέλαιο. Εν τω μεταξύ, ο φρενήρης ρυθμός της ανάπτυξης επιτρέπει όλο και λιγότερο χώρο και σεβασμό για τα άλλα είδη. Χαρακτηριστική είναι η ιστορία του baiji, του δελφινιού του ποταμού Γιανγκτσέ, που κηρύχτηκε εξαφανισμένο το 2006 λόγω της αυξημένης κίνησης του ποταμού, της ρύπανσης, της αλόγιστης αλιείας και της μαζικής κατασκευής φραγμάτων. Όμως η περιβαλλοντική υποβάθμιση υπάρχει και μέσα στα αστικά κέντρα. Τις μέρες που η ατμοσφαιρική ρύπανση χτυπάει κόκκινο δεν είναι καθόλου αστείο να στέλνεις το παιδί σου στο σχολείο με ένα χαμογελαστό «Προσπάθησε να μην αναπνέεις πάρα πολύ», ξέροντας ότι το πιο πιθανό είναι να το κρατήσουν μέσα στο διάλειμμα, για να προστατευθεί από τον επικίνδυνο αέρα.
Η Κίνα κοιτάζει πλέον στο εξωτερικό για τρόφιμα, καύσιμα και μέταλλα για να ικανοποιήσει την αυξανόμενη ζήτηση των πόλεων και των εργοστασίων της. Αυτό είναι μία εξαιρετικά καλή είδηση για τις οικονομίες της Αφρικής, της Μογγολίας, της Αυστραλίας και της Νότιας Αμερικής. Και φυσικά δεν αποτελεί κάτι καινούριο, αφού ο ανεπτυγμένος κόσμος έκανε ακριβώς το ίδιο για περισσότερους από δύο αιώνες, μεταφέροντας τις περιβαλλοντικές του πιέσεις σε άλλες χώρες και στις μελλοντικές γενιές. Μόνο που στην περίπτωση της Κίνας τα πράγματα είναι πιο δύσκολα μιας και οι φυσικοί πόροι, αλλά και ο χρόνος αντίδρασης στην καταστροφή του πλανήτη, έχουν μειωθεί δραματικά.
Πολύ φοβάμαι ότι ο ανεξέλεγκτος ρυθμός ανάπτυξης είναι το σημείο που το καπιταλιστικό, εξαρτώμενο από τον άνθρακα μοντέλο ανάπτυξης των 200 τελευταίων ετών τρέχει μετωπικά προς έναν οικολογικό τοίχο. Η Βρετανία, εκεί που άρχισε, και η Κίνα μπορεί να είναι η αρχή και το τέλος μίας περιόδου ανεπανάληπτης παγκόσμιας επέκτασης που μπορεί να μην επαναληφθεί ποτέ ξανά. Στα επόμενα δέκα χρόνια, η Κίνα θα έχει πιθανότατα κατασκευάσει περισσότερα φράγματα από όσα κατάφεραν οι ΗΠΑ σε ολόκληρη την ιστορία τους και σκοπεύει να κατασκευάσει περισσότερους από είκοσι νέους πυρηνικούς σταθμούς, παρά το πρόσφατο μάθημα από την καταστροφή της Φουκουσίμα.
Μένει να δούμε αν ο γίγαντας μπορεί να οδηγήσει τον κόσμο μακριά από τους κινδύνους και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει σήμερα, ή είναι τυφλωμένος από τα gadgets και την λάμψη των reality shows.
Όπως και να έχει, ας ευχυθούμε Xin Nian Kuai Le!
* Ο Jonathan Watts ήταν ανταποκριτής του Guardian στην Ασία την χρυσή δεκαετία της ανόδου της Κίνας.