Η ακροδεξιά κυβέρνηση της Ιταλίας ενέκρινε νομοθετικό διάταγμα για να παρακάμψει δικαστική απόφαση η οποία κινδύνευε να μπλοκάρει τη συμφωνία πολλών εκατομμυρίων ευρώ με την Αλβανία με στόχο τον περιορισμό των αφίξεων μεταναστών.
Την Παρασκευή, δικαστήριο της Ρώμης αποφάσισε να μεταφερθούν πίσω στην Ιταλία οι 12 αιτούντες άσυλο που κρατούνταν στο νέο κλειστό κέντρο υποδοχής, υπό ιταλική διοίκηση, στην Αλβανία.
Η απόφαση έθεσε υπό αμφισβήτηση τη σκοπιμότητα και τη νομιμότητα των σχεδίων της ΕΕ να διερευνήσει τρόπους για τη δημιουργία κέντρων επεξεργασίας και κράτησης μεταναστών εκτός του μπλοκ, στο πλαίσιο μιας νέας σκληρότερης προσέγγισης για τη μετανάστευση, σημείωσε ο Guardian.
Οι 16 μετανάστες, που είχαν φτάσει στο λιμάνι του Σενγκτζίν από τη Λαμπεντούζα με πλοίο του πολεμικού ναυτικού την περασμένη εβδομάδα, ήταν οι πρώτοι που μεταφέρθηκαν στο Γκιαντέρ της Αλβανίας, στο πλαίσιο της συμφωνίας μεταξύ της Τζόρτζια Μελόνι και του Εντι Ράμα.
Τέσσερις από τους 16 άνδρες στάλθηκαν αμέσως πίσω στην Ιταλία την Πέμπτη, μεταξύ των οποίων δύο ανήλικοι και δύο που κρίθηκαν ευάλωτοι.
Τα υπόλοιπα 12 άτομα, για τα οποία οι δικαστές της Ρώμης διέταξαν να μεταφερθούν πίσω στην Ιταλία, επέστρεψαν μέσω του λιμανιού του Μπάρι το Σάββατο, σε ένα πλήγμα για τη Μελόνι, καθώς το σχέδιό της όδευε προς την πλήρη αποτυχία και οικονομική καταστροφή, όπως την κατηγορούσαν αντιπολίτευση και ακτιβιστές.
Το ακροδεξιό κόμμα της πρωθυπουργού, Αδέλφια της Ιταλίας, καταδίκασε οργισμένα την απόφαση, κατηγορώντας «πολιτικοποιημένους δικαστές» που «θα ήθελαν να καταργήσουν τα σύνορα της Ιταλίας», προσθέτοντας ότι, «δεν θα το επιτρέψουμε».
Ο υπουργός Δικαιοσύνης της χώρας, Κάρλο Νόρντιο, επιτέθηκε στους δικαστές, λέγοντας ότι «ο ορισμός μιας ασφαλούς χώρας δεν μπορεί να εξαρτάται από τη δικαιοσύνη».
Ποιο είναι το σημείο-κλειδί
Η διαφωνία που προκάλεσε τη σύγκρουση, περιστρέφεται γύρω από τον ορισμό του τι συνιστά «ασφαλή χώρα» προέλευσης.
Οι 16 αιτούντες άσυλο προέρχονταν από την Αίγυπτο και το Μπαγκλαντές, χώρες που θεωρούνται ασφαλείς από την Ιταλία, και ως εκ τούτου, σύμφωνα με την κυβέρνηση, θα έπρεπε να είχαν επαναπατριστεί στις χώρες καταγωγής τους.
Ωστόσο, οι δικαστές διέταξαν τη μεταφορά τους στην Ιταλία, λέγοντας ότι οι άνδρες θα μπορούσαν να κινδυνεύσουν αν επαναπατριστούν, επικυρώνοντας ουσιαστικά την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου της 4ης Οκτωβρίου, την οποία η ιταλική κυβέρνηση φαίνεται ότι είχε παραβλέψει, ανέφερε ο Guardian. Κατά γενικό κανόνα, το Δίκαιο της ΕΕ υπερισχύει των αντικρουόμενων εθνικών νόμων.
Το δικαστήριο της ΕΕ κατέστησε σαφές ότι μια χώρα που δεν είναι «απολύτως ασφαλής», δεν μπορεί να θεωρηθεί «ασφαλής», υπογραμμίζοντας ότι η κατάσταση ανασφάλειας, ακόμη και αν περιορίζεται σε ένα συγκεκριμένο τμήμα της χώρας, μπορεί να οδηγήσει στο να θεωρηθεί ολόκληρη η χώρα «μη ασφαλής».
Το ιταλικό υπουργικό συμβούλιο ενέκρινε το διάταγμα μετά από έκτακτη συνεδρίαση τη Δευτέρα. Στόχος του νέου νόμου είναι να καταρτιστεί ένας νέος κατάλογος ασφαλών χωρών, ο οποίος θα μπορεί να επικαιροποιείται κάθε έξι μήνες, και να επιτραπεί σε εφετείο να επανεξετάζει αποφάσεις που διατάσσουν τη μεταφορά αιτούντων άσυλο στην Ιταλία.
Στο εξής, η χώρα καταγωγής θα αποτελεί πρωταρχική προϋπόθεση για τον επαναπατρισμό. Η κυβέρνηση Μελόνι ελπίζει με αυτόν τον τρόπο να δεσμεύσει την απόφαση των δικαστών με κυβερνητικά διατάγματα και όχι με τους διεθνείς νόμους.
«Σύμφωνα με την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, από τον κατάλογο εξαιρούνται οι χώρες που περιέχουν μη ασφαλείς εδαφικές περιοχές: Η Νιγηρία, το Καμερούν και η Κολομβία», δήλωσε ο υφυπουργός Αλφρέντο Μαντοβάνο, σε συνέντευξη Τύπου.
Η Μελόνι δήλωσε σχετικά: «θα συνεχίσουμε να εργαζόμαστε ακούραστα για την υπεράσπιση των συνόρων μας».
Κόντρα κυβέρνησης – δικαστών
Η διαμάχη μεταξύ των δικαστών και της κυβέρνησης κλιμακώθηκε περαιτέρω την Κυριακή, όταν η ιταλίδα πρωθυπουργός δημοσίευσε στα social media αποσπάσματα επιστολής που έστειλε εισαγγελέας σε ομάδα δικαστών.
Σε αυτήν, ο δικαστής Μάρκο Παταρνέλο προειδοποιούσε ότι η Μελόνι ήταν «ισχυρότερη και πολύ πιο επικίνδυνη» από τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι, ο οποίος αντιμετώπιζε συχνά νομικά προβλήματα και ο οποίος επιτέθηκε επανειλημμένα στο δικαστικό σώμα.
Οι ακροδεξιοί πολιτικοί δήλωσαν ότι η επιστολή αποδεικνύει την προκατάληψη του δικαστικού συστήματος σε βάρος της κυβέρνησης.
Οι επικριτές ανέφεραν ωστόσο ότι η Μελόνι δεν ανάρτησε το υπόλοιπο κείμενο, στο οποίο ο Παταρνέλο τόνιζε ότι, «δεν πρέπει να εμπλακούμε σε πολιτική αντιπολίτευση, αλλά πρέπει να υπερασπιστούμε τη δικαιοδοσία και το δικαίωμα των πολιτών σε ανεξάρτητους δικαστές».
Τη Δευτέρα, ο πρόεδρος της ένωσης των δικαστών, Τζουζέπε Σανταλουτσία, δήλωσε: «Δεν είμαστε εναντίον της κυβέρνησης, θα ήταν παράλογο να σκεφτεί κανείς ότι το δικαστικό σώμα, ένας θεσμός της χώρας, είναι εναντίον ενός άλλου θεσμού της χώρας, όπως η πολιτική εξουσία».
Προσφυγή του υπουργείου Εσωτερικών
Την Τρίτη, το ιταλικό υπουργείο Εσωτερικών προσέφυγε στο Ανώτατο Δικαστήριο κατά της άρνησης του δικαστηρίου της Ρώμης να επικυρώσει την υποχρεωτική παραμονή των 12 μεταναστών στη βόρεια Αλβανία.
Στην προσφυγή του, το υπουργείο υποστηρίζει ότι οι δικαστές της ιταλικής πρωτεύουσας έπρεπε να λάβουν υπόψη την λίστα «ασφαλών χωρών προέλευσης», την οποία είχε καταρτίσει το υπουργείο Εξωτερικών, και ότι παράλληλα παρερμήνευσαν την απόφαση του δικαστηρίου της ΕΕ της 4ης Οκτωβρίου, η οποία αφορά τον χαρακτηρισμό των ασφαλών χωρών.
Η ιταλική κυβέρνηση θεωρεί ότι το δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με την ετυμηγορία του, κατέστησε σαφές μόνον ότι οι χώρες προέλευσης πρέπει να είναι «εξ ολοκλήρου ασφαλείς», αλλά δεν αναφέρθηκε σε συγκεκριμένες κατηγορίες ανθρώπων που θα πρέπει να χαίρουν ιδιαίτερης προστασίας. Προσθέτει ότι «η απόφαση του δικαστηρίου της Ρώμης στερείται σχετικής αιτιολόγησης».