Και καθώς οι επιθέσεις, ορισμένες δολοφονικές, εναντίον ομοφυλοφίλων στη Ρωσία τείνουν να λάβουν διαστάσεις μάστιγας που φέρνει στον νου την γκετοποίηση – και σταδιακή εξολόθρευση – των Εβραίων από το Τρίτο Ράιχ, εγώ κάθε πρωί ξυπνώ χωρίς ανάσα.
Και δεν υπερβάλλω διόλου: κάθε φορά που διαβάζω για ακόμα ένα περιστατικό κακοποίησης, όπως αυτή που υπέστη πρόσφατα νεαρός Ουζμπέκος στα χέρια Ρώσων νεοναζί που τον βασάνισαν μέχρι θανάτου με αδιανόητα βασανιστήρια, νιώθω στην κυριολεξία να μου κόβεται η ανάσα, ενώ το ίδιο το γεγονός, όσο κι αν το τεκμηριώνουν φωτογραφίες και μαρτυρίες, δεν χωρά στο μυαλό μου.
Ωστόσο καταπώς φαίνεται χωρά περίφημα στο μυαλό των βασανιστών, που πρέπει να δαγκώσεις την καρδιά σου για να τους πεις ανθρώπους, υπενθυμίζοντας στον εαυτό σου, κόντρα στον αποτροπιασμό και την αγανάκτηση που σου τρώνε τα σωθικά, ότι τέρατα δεν υπάρχουν. Μόνον ο φασισμός ορίζει ανθρώπους (διαφορετικούς ως προς την εθνικότητα, τη σεξουαλικότητα, τη θρησκεία κ.ο.κ) ως τέρατα, για να ’χει ελαφρυντικό όταν τους δολοφονεί. Δυστυχώς, οι κτηνωδίες που πλέον διαπράττονται καθημερινά στη Ρωσία, οι τερατώδεις αυτές ενέργειες, είναι καθ’ όλα ανθρώπινες, κι απλώς πηγάζουν απ’ τον αβυσσώδη Τάρταρο της ανθρώπινης αθλιότητας.
Τι μπορεί να οδηγήσει έναν άνθρωπο λοιπόν, σε πράξεις τόσο φριχτές που να υπερβαίνουν τα μέτρα του ανθρώπινου, και να εμπνέουν αισθήματα αυτοδικίας και στις πιο πράες ψυχές;
Τον φόβο δεν ξέρω για πόσο ακόμα μπορώ να τον δέχομαι ως ερμηνεία, καθώς οι βασανιστές – είτε όργανα της ρωσικής αστυνομίας είτε μεμονωμένες ομάδες αποκτηνωμένων θερμοκέφαλων – δρουν πλέον όχι μόνον υπό την ανοχή αλλά και με τις ευλογίες του καθεστώτος, οπότε το ερμηνευτικό μοντέλο «χτυπάω τον ομοφυλόφιλο επειδή απειλεί τη σεξουαλικότητά μου» δεν στέκει, αν μη τι άλλο διότι, κρίνοντας τουλάχιστον απ’ τις φωτογραφίες που οι εν λόγω νεοναζί τράβηξαν ενόσω κακοποιούσαν το νεαρό τους θύμα, οι δράστες μοιάζουν μάλλον περήφανοι παρά φοβισμένοι.
Διαβάζοντας στον Guardian ότι οι πολέμιοι των γκέι ακτιβιστών και υπεύθυνοι ανάλογων επιθέσεων ταυτίζουν την ομοφυλοφιλία με την παιδεραστία, κι ότι μάλιστα ως μέρος του εξευτελισμού που υφίστανται τα θύματά τους είναι οι διά βίας αποσπώμενες ομολογίες όπου παραδέχονται πως είναι διεστραμμένοι παιδόφιλοι, και άρα άξιοι της μοίρας τους, αναρωτιέμαι: Πρόκειται άραγε για μια θεαματική οπισθοδρόμηση στην απαρχαιωμένη και τυραννική ηθική του παρελθόντος, όταν η ομοφυλοφιλία εδιώκετο ποινικά, και ταυτιζόταν με συμπεριφορές επιζήμιες για το κοινωνικό σύνολο; Κατάλοιπο αυτής της ηθικολογίας υπάρχει και στη γαλλική γλώσσα, όπου η βρισιά pédé (πούστης) προέρχεται από το pédéraste (παιδεραστής), ωστόσο ποτέ δεν φανταζόμουν ότι εν έτει 2013 θα υπήρχαν άνθρωποι που θα χρησιμοποιούσαν την ετυμολογία αυτή κυριολεκτικά, ως επιχείρημα για την αιτιολόγηση απάνθρωπων εγκλημάτων κατά αθώων συνανθρώπων τους.
Ας μην ξεχνάμε βεβαίως ότι, μιας και το ψάρι βρομάει πάντα απ’ το κεφάλι, πίσω απ’ όλο αυτό το αίσχος βρίσκεται – και μάλιστα σε ρόλο εμπνευστή του δολοφονικού μίσους κατά των ομοφυλόφιλων, ακτιβιστών ή μη – ο ηγεμονίσκος Πούτιν, ο οποίος, είτε εμφορούμενος από προσωπικά αισθήματα απέχθειας για τους γκέι (που μου είναι παγερά αδιάφορα – δεν είμαι ο ψυχίατρός του, κι ούτε προτίθεμαι να αναζητήσω τη ρίζα των πιθανών συμπλεγμάτων του), είτε λόγω της μέθης στην οποία παραδέρνει από τότε που η Ρωσία αναρριχήθηκε εκ νέου σε θέση παγκόσμιας οικονομικής υπερδύναμης, είτε, τέλος, επειδή, σύμφωνα με το ρητό, η απόλυτη εξουσία οδηγεί σε απόλυτη διαφθορά, όχι μόνον δεν καταδικάζει τα περιστατικά βίας, αλλά με τους φετφάδες μίσους που εκδίδει κάθε τρεις και λίγο, (ποινικοποιώντας δράσεις της γκέι κοινότητας και παλινδρομώντας σ’ έναν επιθετικό πουριτανισμό που ρέπει προς την ποινικοποίηση ακόμα και της ίδιας της ομοφυλοφιλικής επαφής), θυμίζει επικίνδυνα σοβιετικούς ηγέτες άλλων, σκοτεινών εποχών, και τα πογκρόμ που οργάνωναν κάθε φορά που έβρισκαν τον επόμενο αποδιοπομπαίο τράγο (και «εχθρό του καθεστώτος») στο πρόσωπο μιας μειονότητας την οποία, εν συνεχεία, εξουδετέρωναν συστηματικά.
Όμως όσο κι αν ο Πούτιν ονειρεύεται την παντοδυναμία της εποχής εκείνης, όταν ο κόσμος πίσω απ’ το Σιδηρούν Παραπέτασμα ζούσε πλήρως περιχαρακωμένος, έχοντας άγνοια των εγκλημάτων που συντελούνταν μες στην ίδια του τη χώρα, κάτι τέτοιο είναι αδύνατον στις μέρες μας. Χάρη στα σύγχρονα τεχνολογικά μέσα και την ελευθερία διακίνησης πληροφοριών που παρέχουν (ελευθερία που δεν περιστέλλεται παρά με επιβολή καθεστώτος βορειοκορεατικού τύπου – πράγμα εξίσου ανέφικτο, τη στιγμή που ο ρωσικός καπιταλισμός και όσοι καρπώνονται τα οφέλη του οφείλουν να συμμορφώνονται με τους νόμους της ελεύθερης αγοράς), ένα tweet αρκεί ώστε η είδηση της όποιας θηριωδίας να διαρρεύσει μέσα σε δευτερόλεπτα απ’ άκρη σ’ άκρη του πλανήτη, συσπειρώνοντας τις φωνές διαμαρτυρίας και τις δυνάμεις αντίστασης.
Κι όσο κι αν εξαιτίας της υπέρμετρης χρήσης της η φράση αυτή έχει χάσει κάτι από την αρχική της ισχύ, στην περίπτωση αυτή είναι η μόνη ταιριαστή: η τρομοκρατία δεν θα περάσει.
Ο Πούτιν κι ο κάθε επίδοξος δικτάτορας θα μας βρει μπροστά του. Το μποϊκοτάζ των χειμερινών Ολυμπιακών μπορεί να γίνει μια καλή αφετηρία στην περιθωριοποίηση της Ρωσίας από άτομα αλλά και κράτη που εφεξής θα αρνούνται την οιανδήποτε συναλλαγή και συνεργασία μ’ ένα κράτος που ανέχεται την εξολόθρευση συνανθρώπων μας, αφήνοντάς την ατιμώρητη. Κι αν η κάθε μεμονωμένη τέτοια ενέργεια μοιάζει με σταγόνα μπρος στον ωκεανό, ας θυμόμαστε ότι κι ο ωκεανός από σταγόνες συντίθεται.
Κι ακόμα να θυμόμαστε τον νεαρό Ουζμπέκο που μαρτύρησε στα χέρια των βασανιστών του, κι ότι ο πόνος του είναι και δικός μας πόνος, η φρίκη του τέλους του φρίκη που μας στοιχειώνει όλους. Στο πρόσωπό του δεν χάσαμε έναν άγνωστο, αλλά έναν φίλο.
Και ο καλύτερος τρόπος να τιμήσουμε τη μνήμη του είναι να μη χάσουμε ποτέ το θάρρος μας, και την πίστη μας στη δύναμη του ανθρώπου που, ακόμα κι ως θύμα ταπεινωμένο στον χείριστο βαθμό, μπορεί να υψώσει το ανάστημά του ενώπιον του θύτη του, κατατροπώνοντάς τον με τον ίδιο του τον θάνατο, και με την αντίσταση που πυροδοτεί.