Protagon A περίοδος

Sai Baba

Ήρθε με ένα αυτοκίνητο, πέρασε από μπροστά μας, οι περισσότεροι προσκυνούσαν, ζορίστηκα από την εικόνα, ανέβηκε σε ένα βάθρο, κάθισε σε μία καρέκλα, μας κοίταξε κανα πεντάλεπτο, ξαναμπήκε στο αυτοκίνητο κι έφυγε! 

Οδυσσέας Ιωάννου

Του τηλεφώνησα μεσοβδόμαδα, μετά το Πάσχα, για «χρόνια πολλά». Είχαμε κανα δυο μήνες να μιλήσουμε. Το σήκωσε και μιλούσε με το ζόρι. Τι τρέχει; τον ρώτησα. «Είμαι στην Ινδία, στην κηδεία του Sai Baba.» Oκ, κατάλαβα, πάρε με μόλις γυρίσεις.
   
Πριν πέντε χρόνια μου είχε τηλεφωνήσει ένα βράδυ και μου πρότεινε να φύγουμε για τρεις μέρες στην Ινδία. Τριήμερο στην Ινδία! Στον Sai Baba. Ευτυχώς, ικανός ακόμη για τρέλες…

Βίζες; Εμβόλια; ρώτησα. «Για βίζες έχω άκρη, θα βγουν αμέσως, εμβόλια δεν θα κάνουμε γιατί παθαίνουν κάτι μόνο όσοι φοβούνται!» Με κάλυψε η απόλυτα τεκμηριωμένη επιστημονική του θέση για τους εμβολιασμούς και μέσω Φρανκφούρτης και δέκα ώρες αεροπλάνο φτάσαμε στην Bangalore στην Νότια Ινδία.
  
Έπειτα από ένα τρίωρο νυχτερινό θρίλερ με ταξί – η μόνη φορά που πραγματικά τρόμαξα για την ζωή μου- φτάσαμε στις πεντέμισυ τα ξημερώματα στο καμπ του Baba, στην πόλη Πουταπάρτι. «Φόρα κάτι άσπρο κι έλα, σε λίγο αρχίζει» μου είπε. Ήταν μία από τις δεκάδες φορές που πήγαινε εκεί, είχε γνωρίσει προσωπικά τον Sai Baba, με πέτυχε σε φάση που διάβαζα Osho, γούσταρα και το ταξίδι, οπότε ευκαιρία, σκέφτηκα, να ακούσω την ομιλία ενός γκουρού, για καθαρά επιμορφωτικούς λόγους. Σε ένα αίθριο, χιλιάδες άνδρες ντυμένοι στα λευκά και χιλιάδες «πολύχρωμες» γυναίκες –χωριστά- σε στάση οκλαδόν ή γονατιστοί, τον περιμέναμε. Ήρθε με ένα αυτοκίνητο, πέρασε από μπροστά μας, οι περισσότεροι προσκυνούσαν, ζορίστηκα από την εικόνα, ανέβηκε σε ένα βάθρο, κάθισε σε μία καρέκλα, μας κοίταξε κανα πεντάλεπτο, ξαναμπήκε στο αυτοκίνητο κι έφυγε! «Τι έγινε ρε σύ;», ρώτησα τον φίλο μου. «Γιατί δεν μας μίλησε;» «Δεν μιλάει πια, έχει να μας μιλήσει πάνω από δέκα χρόνια!»

Θόλωσα. «Και πότε περίμενες να μου το πεις ρε μαλάκα; Τόσo ταξίδι έκανα για να τον ακούσω!» «Τι ήθελες να ακούσεις, το ζήτημα είναι να πάρεις την ενέργεια.» Δεν την πήρα την ενέργεια, δεν ήμουν  ψημένος, ξεκίνησα να ακούσω έναν φιλόσοφο και έπεσα επάνω σε Θεό! Δεν ήμουν για τέτοια. Τις υπόλοιπες μέρες δεν ακολούθησα το πρόγραμμα, δεν ξαναπήγα σε κανένα ντάρσαν, έκανα μόνος μου βόλτες στην πόλη και μία μέρα πήγαμε μαζί σε κάποια από τα γύρω χωριά.

Προσγειωμένος σε έναν άλλο πλανήτη- που είναι η φτωχή Ινδία και οι άνθρωποί της-  το σοκ μου ήταν ήδη μεγάλο και πέρα από κανα δυο αθώα πειράγματα στον φίλο μου –που δεν τα πολυσήκωνε κιόλας- δεν σχολίασα ξανά το κόλλημά τους για τον Baba και την «υποταγή» τους σε εκείνον, όσο κι αν διατείνονταν πως δεν πρόκειται για θρησκεία αλλά για φιλοσοφία. Δεν έχω μάθει να προσκυνώ τους φιλοσόφους που αγαπάω αλλά από την άλλη δεν μου πέφτει λόγος για το τι πιστεύει ο καθένας, ούτε ποτέ μου θα κρίνω ή θα ειρωνευτώ θέματα πίστης. Δεν έχω να προτείνω τίποτα καλύτερο, δεν κατέχω καμία αλήθεια.
 
Ο φίλος μου είναι ένα από τα πιο χαρισματικά παιδιά που έχω γνωρίσει, καθαρά άδολος, ιδιαίτερα δοτικός και καλόψυχος. Είναι πολύ επώνυμος Έλληνας και εφόσον δεν έχει ποτέ του δηλώσει δημόσια –δεν είναι υποχρεωμένος άλλωστε- την άκριτη αγάπη του για τον Baba, οφείλω να σεβαστώ την θέλησή του για ανωνυμία. Επίσης, όσο κι αν εγώ είμαι σε άλλο μήκος κύματος, δεν μπορώ να αμφισβητήσω πως για τον χαρακτήρα του υπεύθυνος μπορεί να είναι και ο Sai Baba. Θα του σταθώ στην στενοχώρια του για την απώλειά του, και θα συνεχίσουμε να κουβεντιάζουμε για το αν ο άνθρωπος είναι φύλλο στο ποτάμι που δεν πρέπει να αντιστέκεται στην ροή του νερού, ή αν βρίσκει την αρμονία όχι απλά πλέοντας αλλά μαχόμενος.  Το παράδοξο είναι πως ο ίδιος ότι έχει καταφέρει στην ζωή του το έχει καταφέρει ως άοκνος μαχητής. Ίσως τελικά φιλοσοφία να είναι η δυνατότητα διάκρισης των μαχών. Ποιες αξίζει να δώσεις –ποιες μπορείς- και σε ποιες είσαι το ίδιο το νερό και όχι μια πέτρα που το εμποδίζει.