Η διευθύντρια της Today’ s Zaman στους Νew Υork Τimes για τους κινδύνους μιας εκτροπής / Το Mashable για τις επιστολές των προσφυγόπουλων μιας άλλης εποχής / Το Columbia Journalism Review για τους τέσσερις πολίτες Κέιν της ψηφιακής εποχής

The New York Times (έκδοση με συνδρομή)

Η Δύση πρέπει να πει «ως εδώ»

«Αυτό μπορεί να είναι το τελευταίο άρθρο που γράφω ως διευθύντρια της Today’s Zaman. Ο λόγος είναι ότι αντιστάθηκα στη λογοκρισία της νέας διεύθυνσης από την ημέρα που μετέτρεψε την Zaman σε επίσημο φερέφωνο της κυβέρνησης με ένα φιλοκυβερνητικό άρθρο στην πρώτη σελίδα».

Αυτό που πιθανότατα είναι το τελευταίο άρθρο της Σεβγκί Ακάρτσεσμε ως διευθύντριας της Today’s Zaman φιλοξενήθηκε στις σελίδες των σχολίων των New York Times. «Ο κόσμος πρέπει να πει στο καθεστώς Ερντογάν “ως εδώ”» σημειώνει η τουρκάλα δημοσιογράφος αφού αναφέρεται στις πολλές επιθέσεις που έχει δεχθεί η ελευθερία του Τύπου στην χώρα της, με αποκορύφωμα την απόφαση να τεθεί η Zaman σε καθεστώς κρατικής κηδεμονίας. Η έκκλησή της δεν είναι τυπική. Η Ακάρτσεσμε πιστεύει ότι η διεθνής πίεση μπορεί να έχει αποτέλεσμα: «Αυτό αποδείχθηκε από την απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου, η οποία ελήφθη μετά τη στήριξη που εξέφρασε δημοσίως ο αμερικανός αντιπρόεδρος Τζο Μπάιντεν στους δυο φυλακισμένους δημοσιογράφους (σ.σ. τον διευθυντή και τον διευθυντή σύνταξης της Cumhuriyet)».

Δεν αρκεί, όμως, να εκφράζει η Δύση την ανησυχία της για την κατάσταση των ατομικών δικαιωμάτων στην Τουρκία κλείνοντας συγχρόνως τα μάτια στις παραβιάσεις στο όνομα των συμφωνιών. «Το όφελος από αυτήν την στάση είναι μόνο προσωρινό» προειδοποιεί η διευθύντρια της Today’s Zaman. «Γιατί εάν η Δύση δεν παρέμβει με αποφασιστικό τρόπο για να αποτρέψει τη διολίσθηση του Ερντογάν προς τον αυταρχισμό, θα κινδυνεύσει να χάσει έναν σταθερό σύμμαχο και μια σπάνια δημοκρατία σε ένα μουσουλμανικό έθνος».

Mashable

«Μάθε όσα περισσότερα μπορείς»

Η Χέλγκα Κίσελ είναι 87 χρονών και ζει στις Ηνωμένες Πολιτείες επειδή το 1945 αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το κατεστραμμένο από τις βόμβες σπίτι της στο Βερολίνο. Ηταν, δηλαδή, ένα προσφυγόπουλο. Αυτός που την έσωσε, στέλνοντάς της πακέτα με τρόφιμα μέσω της ανθρωπιστικής οργάνωσης Care, ήταν ένας αμερικανός στρατιώτης, ο Λίο, που αργότερα θα γινόταν ο σύζυγός της. Η Care, πάλι, ασχολείται σήμερα με τους πρόσφυγες της Συρίας. Και μέσω της ίδιας οργάνωσης τα προσφυγόπουλα εκείνης της εποχής έγραψαν τα σημερινά προσφυγόπουλα.

Τις επιστολές τους τις έστειλαν μαζί με φωτογραφίες, τρόφιμα και ρούχα, δημοσιεύθηκαν στο Mashable. Και είναι εξίσου σημαντικές με τη βοήθεια. Γιατί τα σημερινά προσφυγόπουλα μπορούν να νιώσουν ότι κάποιοι άλλοι καταλαβαίνουν τα συναισθήματα που συνοδεύουν τις σκέψεις τους. «Η Χέλγκα μου έδωσε σημασία», λέει η 16χρονη Σαγιέντα. Για τον 8χρονο Ζαχέρ ήταν πολύ σημαντική η επιστολή του 78χρονου Γκίντερ Νιτσχ από το Σικάγο: «Δεν έχει σημασία πού βρίσκεσαι. Μάθε όσα περισσότερα μπορείς. Θα έρθει μια μέρα όπου όλα αυτά θα σου χρειαστούν». Κι ο 12χρονος Σάντι που θέλει να γίνει γιατρός; «Τώρα μπορεί να σου φαίνεται πολύ δύσκολο. Αλλά μπορεί να γίνει. Ξέρω τι σου λέω. Κι εγώ ήμουν πρόσφυγας κι εγώ έγινα γιατρός», του έγραψε ο Τζόε Βέρνικ.

Οι αντιδράσεις των παιδιών έχουν συγκεντρωθεί σε ένα βίντεο. Συγκινητικό και πανέμορφο, όπως τα γράμματα που έλαβαν.

Columbia Jounalism Review

Ποτέ στο παρελθόν

Η Εμιλι Μπελ έχει μελετήσει όσο λίγοι των κόσμο των μέσων ενημέρωσης. Πρώην επικεφαλής της ηλεκτρονικής έκδοσης του Guardian, διδάσκει τα τελευταία χρόνια δημοσιογραφία στο πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης. Εκεί διευθύνει το Tow Center, ινστιτούτο που ερευνά τα νέα σύνορα του επαγγέλματος.

Οσα είπε όμως σε ένα συνέδριο στο Κέιμπριτζ, δεν αφορούν μόνο τους αυτούς που διαμεσολαβούν για να γίνουν γνωστές οι πληροφορίες, δηλαδή τους δημοσιογράφους, αλλά και τους καταναλωτές των πληροφοριών, δηλαδή τους αναγνώστες. Και τι είπε; Ότι η επανάσταση των apps κάνει τα μέσα ενημέρωσης να εξαρτώνται από έναν πολύ μικρό αριθμό επιχειρήσεων οι οποίες διανέμουν το περιεχόμενό τους. Ποιοι είναι αυτοί οι «καβαλάρηδες της ψηφιακής Αποκάλυψης» – ή μάλλον αυτοί οι τέσσερις πολίτες Κέιν της ψηφιακής εποχής; Το Facebook, η Apple, η Amazon και η Google. Αυτοί οι τέσσερις – υπενθυμίζει η Μπελ – δεν έχουν εκλεγεί από κανέναν, δεν δίνουν λογαριασμό παρά μόνο στους μετόχους τους και δεν τους υποχρεώνει κανείς και τίποτα να δώσουν εγγυήσεις διαφάνειας και πλουραλισμού. Κι όμως αυτές οι επιχειρήσεις είναι απαραίτητες σε όποιον προσφέρει πληροφόρηση. Και ο πειρασμός ενός μοντέλου μετάδοσης των ειδήσεων μόνο μέσω των σόσιαλ μίντια θα γίνεται όλο και πιο μεγάλος.

Με λίγα λόγια: μιλάμε για μια υπερσυγκέντρωση εξουσίας στο πεδίο της ενημέρωσης που δεν είχε γνωρίσει ποτέ η ανθρωπότητα μέχρι σήμερα. Το μέγεθος αυτής της αλλαγής – συμπληρώνει η Μπελ – δεν έχει γίνει πλήρως αντιληπτό. Και μάλλον έχει έρθει η ώρα κάτι να αρχίσουμε να υποψιαζόμαστε.

The Guardian

Οπου υπάρχουν τείχη

Ερώτημα πρώτο: η ηθική και πρακτική βάση της συμφωνίας που πρότεινε (ή επέβαλε) η Τουρκία στην ΕΕ και την Τουρκία για το προσφυγικό είναι στέρεες; Κι ένα δεύτερο: Η συμφωνία είναι συμφέρουσα για μια Ευρώπη που αναζητά απελπισμένα τη χρυσή τομή ανάμεσα στο δικαίωμα στην υπεράσπιση των συνόρων της και το χρέος να υποδεχθεί τους πρόσφυγες; Ο Guardian διατηρεί πολλές επιφυλάξεις – έτσι όπως τις διατυπώνει ο migration correspondent της εφημερίδας Πάτρικ Κίνγκσλεϊ.

Οπως είναι γνωστό, η Αγκυρα προτείνει στις Βρυξέλλες ένα σύστημα ανταλλαγής «ένας προς έναν»: για κάθε έναν σύρο πρόσφυγα που θα επαναπροωθείται στην Τουρκία, η ΕΕ θα πρέπει να προσφέρει άσυλο σε έναν. Για την ηθική πλευρά της συμφωνίας, η βρετανική εφημερίδα καταφεύγει στην άποψη της Διεθνούς Αμνηστίας. Που τι λέει; Οτι ναι μεν «αξίζει να μελετηθεί» η πρόταση αλλά δεν είναι και πολύ ηθικό να στείλεις τους πρόσφυγες σε μια χώρα που δεν σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Οι επιφυλάξεις σε πρακτικό επίπεδο είναι ότι συμφωνία «ένας προς έναν» δεν μπορεί να ισχύσει πριν οργανωθεί κατάλληλα η Τουρκία και επομένως έως τότε το ρεύμα θα συνεχιστεί αμείωτο προς τα ελληνικά νησιά. Η βαλκανική οδός θα παραμείνει επομένως κλειστή και οι ροές θα εκτονωθούν από τρεις διόδους: την ελληνοβουλγαρική, την αλβανοϊταλική και εκείνη που, μέσω της βόρειας Τουρκίας, περνάει από τη Μαύρη Θάλασσα και την Ουκρανία.

Συμπέρασμα; «Οπου υπάρχουν τείχη, υπάρχει και η δυνατότητα να τα παρακάμψει κανείς».

Financial Times (έκδοση με συνδρομή)

Θεωρητικά μιλώντας

Ηταν ζήτημα χρόνου να θέσει κάποιος το ερώτημα: Μήπως ο Ντόναλντ Τραμπ δεν θα ήταν και τόσο κακός πρόεδρος; Το έθεσε τελικά ο Γκίντεον Ράχμαν στους FT, μια από τις πιο ενδιαφέρουσες υπογραφές της εφημερίδας. Ο οποίος απαντάει θετικά («ναι, δεν θα ήταν ο χειρότερος από τους Ρεπουμπλικανούς»), αλλά παράλληλα εύχεται να μη συμβεί αυτό ποτέ.

Μήπως δεν έλεγαν και για τον Ρέιγκαν ότι ήταν κλόουν και φασίστας για να αποδειχθεί ένας εξαιρετικός πρόεδρος; Αν δεν πείθει αυτό το επιχείρημα, ο Ράχμαν έχει κι άλλο: ο Τραμπ – λέει – είναι σε πολλά πράγματα πιο μετριοπαθής από τους υπόλοιπους ρεπουμπλικανούς υποψηφίους. Θέλει να κλείσει τις νόμιμες οδούς της φοροαποφυγής για το μεγάλο κεφάλαιο, είναι υπέρ του Planned Parenthood, του δικτύου που υπερασπίζεται το δικαίωμα στην άμβλωση, έχει μια ομπαμική επιφυλακτικότητα στο θέμα των στρατιωτικών επεμβάσεων, δεν βρίσκει πολύ καλή ιδέα να σκίσει τη συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν.

Ο βρετανός αρθρογράφος το παρακάνει μάλλον στο ρόλο του δικηγόρου του Διαβόλου, όταν υποβιβάζει τα ρατσιστικά σχόλια του Τραμπ για τους μετανάστες σε απλές «προκλήσεις». Και στο τέλος κάνει μια στροφή 180 μοιρών με αφορμή τη δήλωση του Τραμπ ότι τα δάχτυλά του είναι μεγάλα και επομένως αναλόγου μεγέθους είναι και το πέος του. Δεν μπορείς να στείλεις στο Λευκό Οίκο κάποιον που θεωρεί απαραίτητο να απαντήσει σε τέτοιου είδους υπονοούμενα. Τι είδους αυτοέλεγχο μπορεί να έχει ένας τέτοιος άνθρωπος σε πιο δύσκολες καταστάσεις;

Εντάξει, τα πράγματα επέστρεψαν στη θέση τους. Μπορεί ο Τραμπ ήταν ένας καλός πρόεδρος, αλλά ο Ράχμαν «δεν θέλει να το ανακαλύψει».