Protagon A περίοδος

«Πωλείται» πολιτικός κρατούμενος

Πριν 25 χρόνια το Τείχος άνοιξε. Μια ιστορία για μία οικογένεια ενός δημοσιογράφου και μιας δασκάλας που χωρίστηκε το 1961, όταν και άρχισε η κατασκευή του.

Χριστίνα Πουλίδου

Ο Καρ Χάιντς Πριτς ήταν Ανατολικογερμανός και δημοσιογράφος. Στις 11 Αυγούστου 1961 πήγε σπίτι του και είπε στη γυναίκα του ότι πρέπει να πάρουν την κόρη τους και να φύγουν αμέσως στο Δυτικό Βερολίνο, γιατί η κυβέρνηση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας θα έκτιζε ένα τείχος, χωρίζοντας την πόλη. Η γυναίκα του ήταν μια αφοσιωμένη δασκάλα και δεν ήθελε να αφήσει τη δουλειά της, πείσθηκε ωστόσο. Το ίδιο βράδυ κοιμήθηκαν σ' ένα υπόστεγο κοντά στο σημείο της διαφυγής τους. Την επομένη τον ακολούθησαν εκεί που νόμιζε πως είχε βρεί μια αφύλακτη περιοχή – ο άντρας προπορεύτηκε, αλλά η γυναίκα του δίστασε. Κοκκάλωσε κάποια στιγμή και στις φωνές του άντρα της να προχωρήσει, «φρουροί βγήκαν απ' το σκοτάδι» και τους συνέλαβαν. Ο πατέρας της 5χρονης Βάλτερ καταδικάστηκε σε πολυετή φυλάκιση, η μάνα της σε φυλάκιση εννιά μηνών και τη Βάλτερ την έστειλαν να ζήσει στους παππούδες. Η ίδια, σε εκπομπή του ΒΒC, είπε πως θυμάται ότι εκείνο το βράδυ ήταν τόσο μικρή που δεν έφτανε στον πάγκο του αξιωματικού υπηρεσίας και ήταν τόσο φοβισμένη που είχε καταπιεί τη γλώσσα της – «κοριτσάκι γιατί δεν κλαις;» τη ρώτησε έκπληκτος ο αστυνομικός.

Με τους παππούδες έζησε καλά η Βάλτερ, αλλά επειδή είχε το οικογενειακό στίγμα, η γιαγιά την είχε συμβουλεύσει όταν τη ρωτούν ποιανού παιδί είναι να λέει «της Λίλο», που ήταν η δυτικο-γερμανίδα θεία της. Στο μεταξύ τα οικονομικά της χώρας δεν πήγαιναν καλά, και οι αρχές αποφάσισαν να «πουλήσουν» πολιτικούς κρατούμενους στη Δυτική Γερμανία. «Στο διάστημα 1964-1989» λέει ο ιστορικός Αντρέας Απέλτ, «33.755 ανατολικογερμανοί πολιτικοί κρατούμενοι και 250.000 μέλη των οικογενειών τους πουλήθηκαν στη Δυτική Γερμανία».

Φυσικά η επιχείρηση ήταν αμοιβαία επωφελής – η Ανατολική Γερμανία γέμιζε τα ταμεία της και ξεφορτωνόταν ανεπιθύμητους, ενώ η Δυτική Γερμανία ανταποκρινόταν στα ανθρωπιστικά αιτήματα των πολιτών της και φυσικά η επιχείρηση έμεινε μυστική, διότι εκατέρωθεν έπρεπε να διασωθούν τα προσχήματα. «Οι ανταλλαγές γίνονταν σε σκοτεινούς διαδρόμους του υπόγειου μετρό, ή σε λεωφορεία που άλλαζαν πινακίδες» λέει ο ιστορικός, ενώ η Βάλτερ συμπληρώνει ότι «εμείς, νομίζω πως πουληθήκαμε για 100.000 μάρκα. Το 1969, ήμουν 13 χρονών και ο πατέρας μου είχε μείνει 8 χρόνια στη φυλακή, είχε βασανιστεί και είχε ζήσει στην απομόνωση. Πρώτα έδιωξαν αυτόν στη Δυτική Γερμανία, δεν του επέτρεψαν όμως να πάρει μαζί του απολύτως τίποτα. Στη φυλακή έγραφε παραμύθια για δύο αρκούδες – τη Μπούμσυ και την Πλούμσυ. Έστειλε τα τετράδια με τα παραμύθια στη μάνα μου και της ζήτησε να τα πάρει μαζί της όταν ανταμωθούν. Η μάνα μου κι εγώ φύγαμε λίγες μέρες μετά – θυμάμαι το κλάμα μου όταν αποχαιρετούσα τη φίλη μου Γκούντρουν. Για να με παρηγορήσει, μου είχε πει ότι θα μας επισκεφθεί στα 60 της χρόνια – γιατί στους 60ρηδες επέτρεπαν τότε να πάνε στη Δυτική Γερμανία… Η μάνα μου δεν πήρε τα τετράδια του πατέρα μου, «δεν χωράν στη βαλίτσα» μου είπε. Δεν τη συγχώρησα ποτέ».

Οι γονείς της Βάλτερ χώρισαν, αυτή πήγε στο Λονδίνο για σπουδές, όπου παντρεύτηκε κι εργάζεται ως τώρα, ο πατέρας της πέθανε νωρίς καθώς η υγεία του είχε κλονιστεί στη φυλακή και μετά από πολλά χρόνια η μάνα της. Τέλος της ιστορίας.

(Αμ δεν τελειώνει η ιστορία. Στην ιστορία δεν υπάρχουν τελείες. Στην ψυχοσύνθεση των λαών δεν υπάρχουν στεγανά. Και γι' αυτό πρέπει να μαθαίνουμε. Για να καταλαβαίνουμε).