Πρώτα έκανε κάτι νοήματα που κανένας δεν κατάλαβε, ύστερα ζήτησε από τον εικονολήπτη να καδράρει τον συνομιλητή του στο πραγματικό του ύψος και λίγο αργότερα έσκυψε με χιούμορ για να δείξει πού ακριβώς ήταν αυτό. Εντάξει, το πιάσαμε, εκτός από «νεομνημονιακός» ο Αλέξης Τσίπρας είναι και πιο κοντός από τον Βαγγέλη Μειμαράκη. Κερδίζει, όμως, ψήφους το ύψος;
Θεωρητικά, ναι, οι ψηφοφόροι προτιμούν να εμπιστεύονται με την ψήφο τους τους πιο ψηλούς πολιτικούς, και, αντίστροφα, οι πιο ψηλοί (άνδρες) πολιτικοί τείνουν να βλέπουν τους εαυτούς τους ως ιδανικούς ηγέτες, τουλάχιστον περισσότερο από τους πιο κοντούς. Σ’ αυτό συμφωνούν διαφορετικές έρευνες υποστηρικτών της σχολής της εξελικτικής ψυχολογίας, που εξετάζουν την σύνδεση των πολιτικών προτιμήσεων των ψηφοφόρων με την σωματική παρουσία των υποψηφίων αρχηγών. Η φράση – κλειδί είναι η θεωρία της εξέλιξης. Αυτή δεν ερμηνεύει μόνο τα σωματικά χαρακτηριστικά που ανέπτυξαν τα ζώα (και οι άνθρωποι) κατά την διάρκεια χιλιάδων χρόνων προσαρμογής στο φυσικό τους περιβάλλον αλλά και τους ψυχολογικούς μηχανισμούς που υιοθέτησαν οι άνθρωποι για να επιβιώσουν και να αναπαραχθούν.
Ένας από τους ψυχολογικούς μηχανισμούς που ανέπτυξαν- και διατηρούν μέχρι σήμερα- οι άνθρωποι των σπηλαίων ήταν να συγκεντρώνονται γύρω από τους πιο μεγαλόσωμους, γεροδεμένους άνδρες που, τότε, αντιπροσώπευαν την μεγαλύτερη ελπίδα επιβίωσης της κάθε κοινότητας κατά των εχθρών, των καιρικών συνθηκών και των αναγκών διατροφής. Κι αν όλα αυτά ακούγονται πολύ θεωρητικά, τα νούμερα μιλούν από μόνα τους. Σε έρευνα που πραγματοποίησε το Texas Tech University το 2011, από τους 467 (διεθνούς καταγωγής) φοιτητές που ζητήθηκαν να περιγράψουν και να σχεδιάσουν έναν «τυπικό πολίτη» και έναν «ιδανικό ηγέτη», το 64% σχεδίασε τον τελευταίο ψηλότερο κατά 12%.
Στις ΗΠΑ ειδικότερα, την χώρα που εκτός από ψυχολογικούς μηχανισμούς οι άνθρωποι διαθέτουν μία σχολαστικότητα με την δημόσια εμφάνιση (αυτοί το λένε «image-making»), το 58% των προεδρικών εκλογών, από το 1789 έως το 2008, έχει αναδείξει τον ψηλότερο υποψήφιο. Και τον τελευταίο αιώνα δεν έχει εκλεγεί κανένας αμερικανός πρόεδρος που να έχει ύψος χαμηλότερο από τον μέσο όρο (1,75)- ο τελευταίος ήταν το 1897-1901 ο Ουίλιαμ ΜακΚίνλει (1,70μ.), γνωστός στα αμερικανικά μέσα ως «το μικρό αγόρι». Και αν δεν αρκούν τα στατιστικά στοιχεία, δεν μπορεί να είναι τυχαίο που ανάμεσα στις ερωτήσεις που γκουγκλάρουν οι αμερικανοί πολίτες σχετικά με τις επικείμενες εκλογές της χώρας, ξεχωρίζει η ερώτηση για το ύψος καθενός απ’ τους πολιτικούς υποψηφίους.
Στην Ευρώπη, πάλι, οι απαιτήσεις των ψηφοφόρων δεν είναι τόσο «υψηλές». Από τον μεγιστάνα, Σίλβιο Μπερλουσκόνι (1,65), που κέρδισε τρεις φορές στις εθνικές εκλογές της Ιταλίας, τον Βλαντιμίρ Πούτιν (1,70) που έχει σχεδόν βγάλει ρίζες στο Κρεμλίνο, έως τον Νικολά Σαρκοζί (1,65), που ύστερα από ένα διάλειμμα φιλοδοξεί μια δεύτερη θητεία στα Ηλύσια Πεδία, φαίνεται ότι το ύψος δεν επηρεάζει τις επιλογές των ψηφοφόρων, ή την αυτοπεποίθηση των υποψηφίων. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι το ύψος δεν επηρεάζει τις συμπεριφορές των πολιτικών αρχηγών.
Είτε από επίγνωση της σύνδεσης ανάμεσα στην πολιτική επιλογή και την θεωρία της εξέλιξης, ή –πιθανότερο- για δικούς του προσωπικούς λόγους, ο Νικολά Σαρκοζί δεν έχει συμφιλιωθεί με το ύψος του, ίσως ούτε με το γεγονός ότι η σύζυγός του, Κάρλα Μπρούνι, του ρίχνει δέκα πόντους. Ο γάλλος πολιτικός φροντίζει να ψηλώνει φορώντας εσωτερικά τακούνια, ανεβαίνοντας σε κούτες ή κάνοντας μύτες και να φωτογραφίζεται ανάμεσα σε πιο κοντούς ή να κυκλοφορεί με την σύζυγό του μόνο όταν αυτή φοράει χαμηλά παπούτσια.
Ο Σαρκοζί «υπερυψωμένος» στο βήμα, σε ομιλία κατά την διάρκεια της 65ης επετείου της Απόβασης των Συμμάχων (D-Day), στο αμερικανικό νεκροταφείο της Νορμανδίας, τον Ιούνιο του 2009
Θα μπορούσε να υποθέσει κάποιος ότι ο Σαρκοζί έχει κληρονομήσει το DNA, μαζί και το υποτιθέμενο κόμπλεξ, του Ναπολέοντα. Αλλά εκτός από την γενετική κληρονομιά, ή την εξελικτική προσαρμογή, είναι και το περιβάλλον που επηρεάζει την συμπεριφορά ενός πολιτικού αρχηγού. Το βρετανικό δίδυμο, Ντέιβιντ Κάμερον (1,85) – Τζορτζ Όζμπορν (1,80), για παράδειγμα, έχει, στο παρελθόν, επιδείξει πώς το βρετανικό χιούμορ μπορεί να θίξει την γαλλική ευαισθησία: ο πρώτος χαρακτήρισε «κρυμμένο νάνο» τον Σαρκοζί σε μια φωτογραφία όπου είχανε ποζάρει μαζί, και ο δεύτερος ονόμασε «κουτί Σαρκοζί» το σκαμνί που βρισκόταν πίσω από το βήμα όπου θα μιλούσε σ’ ένα συνέδριο. Αντίστοιχα, ο σημερινός γάλλος πρόεδρος- πέντε εκατοστά ψηλότερος του Σαρκοζί και πέντε εκατοστά κοντύτερος από τον μέσο όρο ύψους των γάλλων ηγετών των τελευταίων 40 χρόνων- Φρανσουά Ολάντ (1,70), είχε δεχθεί σατιρικά σχόλια, αυτή την φορά από τα γαλλικά μέσα, κατά την πρώτη του επίσκεψη στο Λονδίνο, όταν έδειχνε μικροκαμωμένος σε σχέση με την βασιλική φρουρά της Βρετανίας.
Ο Ολάντ και η βρετανική Βασιλική Φρουρά, τον Ιούλιο του 2012, κατά την πρώτη επίσκεψή του στο Λονδίνο
Αντίθετα με τον πιο κουλ Ολάντ, ο Μπερλουσκόνι δεν μπορούσε να συγκρατηθεί απέναντι στην σάτιρα των μέσων ενημέρωσης: «Είμαι ψηλότερος από τον Πούτιν και τον Σαρκοζί, είμαι στο ίδιο ύψος με τον (Ρομάνο) Πρόντι (τον πρώην πρωθυπουργό της Ιταλίας), δεν μπορώ να καταλάβω γιατί όλοι οι καρικατουρίστες με ζωγραφίζουν σαν νάνο, ενώ οι άλλοι σχεδιάζονται σε νορμάλ ύψος», είχε δηλώσει στον ιταλικό Τύπο. Φυσικά ο Πούτιν και 1,55 να ήταν δεν θα είχε πρόβλημα, καθώς ξέρει καλά από το image-making που αγγίζει το ρωσικό κοινό, «ταΐζοντας» το τελευταίο με την εικόνα του γυμνασμένου – αθλητικού τύπου, την οποία φροντίζει να καλλιεργεί, δημοσιεύοντας συνεχώς φωτογραφίες του πάνω σε άλογα, με μια καραμπίνα στο χέρι ή σε αγώνες τζούντο, και πάντοτε χωρίς μπλούζα.
Ο Πούτιν σε μία από τις βόλτες του στα βουνά της νότιας Σιβηρίας, τον Αύγουστο του 2009
«Είναι ξεκάθαρο ότι υπάρχουν βιολογικές εξηγήσεις για τον τρόπο που συμπεριφερόμαστε, αλλά η σκοπιά της εξελικτικής ψυχολογίας δεν πρέπει να υπερεκτιμάται», σχολιάζει ο Ρίτσαρντ Κβιατκόβσκι, λέκτορας ψυχολογίας στο βρετανικό Cranfield University.
«Τουλάχιστον μετά τον Διαφωτισμό, θα ήλπιζε κανείς ότι η δυνατότητά μας να εκλογικεύουμε καταστάσεις και να αξιολογούμε επιχειρήματα είναι εξίσου σημαντική». Ο Πούτιν θα διαφωνούσε.
*Η Μαρίσσα Δημοπούλου είναι δημοσιογράφος.