Την ερχόμενη Παρασκευή και την επομένη πρόκειται να πραγματοποιηθεί στις Βρυξέλλες μία από τις πιο σημαντικές Συνόδους Κορυφής στην ιστορία της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Γιατί κατά τη διάρκεια της επιβάλλεται πλέον να χαραχθούν οι κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τις όποιες τελικές αποφάσεις για το Recovery Fund, το Ταμείο Ανάκαμψης ύψους 750 δισεκατομμυρίων ευρώ τη σύσταση του οποίου πρότειναν από κοινού η Ανγκελα Μέρκελ και ο Εμανουέλ Μακρόν για την αντιμετώπιση του αντικτύπου της πανδημίας στις οικονομίες της ΕΕ μέσω της έκδοσης κοινού χρέους.
Η επίτευξη μιας συμφωνίας θεωρείται ιδιαίτερα δύσκολη και κατά πάσα πιθανότητα οι ευρωπαίοι ηγέτες θα χρειαστεί να συναντηθούν ξανά έως τέλος του Ιουλίου ούτως ώστε να συμφωνήσουν αλλά όλοι (ή σχεδόν όλοι) γνωρίζουν πως τα χρονικά περιθώρια στενεύουν απειλητικά.
Η αναπάντεχη αλλαγή στάσης από την πλευρά της Ανγκελα Μέρκελ και της Γερμανίας είναι σίγουρα ενθαρρυντική όχι μόνον για να ξεπεράσει η ΕΕ αυτήν την πρωτοφανή κρίση αλλά και για να καταστεί επιτέλους πιο ουσιαστική η διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης στην μετά-Covid εποχή.
Υπέρ του Ταμείου Ανάκαμψης τάσσονται αναφανδόν και οι Financial Times, επισημαίνοντας μάλιστα, μέσω του τίτλου του κεντρικού άρθρου που υπογράφει η συντακτική ομάδα της έγκριτης λονδρέζικης εφημερίδας, πως «η αντίσταση του Ρούτε θα υπονομεύσει την ανάκαμψη της Ευρώπης». Η στάση του ολλανδού πρωθυπουργού και άτυπου επικεφαλής των αποκαλούμενων «φειδωλών» ή «τσιγκούνηδων» της ΕΕ που αντιστέκονται στη σύσταση του Ταμείου Ανάκαμψης, αποτελεί το κύριο εμπόδιο στην προσπάθεια της ενωμένης (ακόμα) Ευρώπης να αντιδράσει αποτελεσματικά.
Σύμφωνα με τους FT oι ευρωπαίοι ηγέτες έχουν περιορισμένα περιθώρια δράσης ενώπιον της «αμερικανικής μονομέρειας» και του «κινεζικού αυταρχισμού». Αλλά μπορούν να αξιοποιήσουν τους πόρους τους «για την προστασία θέσεων εργασίας, τη διάσωση της ενιαίας αγοράς και τη διαφύλαξη του ευρώ».
Το σχέδιο για το Ταμείο Ανάκαμψης έχει κάποιες ατέλειες (όπως το ότι προβλέπεται να λάβουν χρήματα χώρες που είχαν μεν υψηλό ποσοστό ανεργίας πριν από την πανδημία αλλά δεν επλήγησαν ιδιαίτερα από τον κορονοϊό) αλλά με τις κατάλληλες τροποποιήσεις κατά τη διάρκεια της Συνόδου θα μπορούσε να έχει τον επιθυμητό μακροοικονομικό αντίκτυπο.
Σε αντίθεση με τη Γερμανία η οποία αναγνώρισε (και αυτό «είναι προς τιμήν της» αναφέρουν οι FT) τις εξαιρετικές περιστάσεις ενώπιον αυτής της ανείπωτης κρίσης της δημόσιας υγείας, οι τέσσερις «φειδωλοί» της ΕΕ – ήτοι η Ολλανδία, η Σουηδία, η Δανία και η Αυστρία – μην φέροντας στις πλάτες τους το «ιστορικό βάρος» των Γερμανών ούτε διαθέτοντας τη «διορατικότητά» τους, συνεχίζουν να απορρίπτουν το σχέδιο για τη σύσταση του Ταμείου Ανάκαμψης, τουλάχιστον σύμφωνα με όλα όσα ορίζονται στη σχετική πρόταση της Κομισιόν.
Τάσσονται κατά της διάθεσης του μεγαλύτερου μέρους των χρημάτων που θα δανειστούν οι Βρυξέλλες από τις αγορές για λογαριασμό ολόκληρης της ΕΕ υπό τη μορφή επιχορηγήσεων, υποστηρίζοντας πως θα πρέπει να χορηγηθούν ως δάνεια με αυστηρούς όρους και εποπτεία.
Ο Μαρκ Ρούτε, ωστόσο, συνειδητοποιώντας ενδεχομένως πως δεν μπορεί να συνεχίσει για πολύ ακόμα να αντιστέκεται στη σύσταση του Ταμείου, επιθυμεί τώρα «να έχει η Χάγη και οι άλλες πρωτεύουσες, αντί για την Κομισιόν, τον τελευταίο λόγο όσον αφορά το κατά πόσο μια χώρα αξίζει να λάβει οικονομική ενίσχυση».
Ο ολλανδός πρωθυπουργός θεωρεί πως αυτό είναι «το δημοκρατικό τίμημα της αλληλεγγύης». Οι Financial Times, όμως, υποστηρίζουν και υπογραμμίζουν πως «η ιδέα τού να θέσει όρους στο κοινοβούλιο της Ιταλίας ή της Ισπανίας η βουλή της Ολλανδίας είναι βαθιά αντιδημοκρατική», πέρα από αντιπαραγωγική, δεδομένου ότι μια τέτοια εξέλιξη θα πολιτικοποιούσε περαιτέρω την όλη διαδικασία με τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να επιδιώκουν τη σύναψη διμερών συμφωνιών.
Παρότι δηλώνει πως επιθυμεί να καταστεί πιο ισχυρή η ΕΕ, ο Μαρκ Ρούτε στην πράξη αρνείται να πληρώσει το τίμημα. Ο «ηθικολογικός τόνος» του συγκινεί την πλειονότητα των Ολλανδών οι οποίοι «πλούτισαν χάρη σε μια ανοιχτή, φιλελεύθερη οικονομία και επτά δεκαετίες συμμετοχής τους στην ΕΕ και διερωτώνται γιατί οι Ιταλοί και οι Ελληνες δεν μπορούν να τους μοιάσουν περισσότερο».
Ωστόσο τόσο ο ολλανδός πρωθυπουργός και οι πολίτες της Ολλανδίας, όσο και οι κυβερνήσεις και οι λαοί των υπόλοιπων «τριών φειδωλών» κρατών της ΕΕ, δεν μπορούν ή δεν θέλουν να αναγνωρίσουν το γεγονός πως «για την τρέχουσα κρίση δεν μπορεί να κατηγορηθεί κανείς».
Εάν είναι αλήθεια πως τα κράτη του Ευρωπαϊκού Νότου πρέπει να προβούν σε μεταρρυθμίσεις με στόχο την τόνωση της παραγωγικότητάς τους, αληθεύει επίσης το γεγονός πως οι χώρες του Βορρά της Ευρώπης πρέπει να αντιμετωπίσουν το ζήτημα των μεγάλων και συνεχών πλεονασμάτων.
Ειδικά όσον αφορά τους Ολλανδούς οι FT αναφέρουν πως ενδεχομένως οι οικονομίες άλλων κρατών της ΕΕ να βρίσκονταν σήμερα σε καλύτερη κατάσταση εάν η Χάγη δεν επωφελούνταν (αθέμιτα) από ένα ιδιαίτερα ευνοϊκό για τις μεγάλες πολυεθνικές του κόσμου φορολογικό σύστημα.
Ενώπιον της κρισιμότητας της κατάστασης κάθε χώρα πρέπει να κάνει ό,τι της αναλογεί. Το να θεσπιστούν αυστηροί όροι όσον αφορά την αξιοποίηση των χρημάτων για τη δραστική μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα και τη βελτίωση των ψηφιακών δεξιοτήτων των εργαζόμενων της ΕΕ είναι όχι μόνον επιθυμητό αλλά και αναγκαίο για το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Το να συνδεθεί, όμως, η παροχή βοήθειας στην Ιταλία ή την Ισπανία και όποια άλλη χώρα την έχει ανάγκη, με πολύπλοκες και αμφιλεγόμενες μεταρρυθμίσεις τις οποίες θα επιβάλουν άλλοι από μακριά, θα αποτελέσει ένα λάθος που θα κοστίσει σε όλους τους Ευρωπαίους ακριβά, προειδοποιεί η εφημερίδα-ευαγγέλιο της παγκόσμιας οικονομικής ζωής .