«Η Κίνα είναι μια απολυταρχία, η Ευρώπη είναι μια τεχνοκρατία και η Αμερική είναι μια εταιρεία», είχε πει πριν από χρόνια ένας γνωστός δισεκατομμυριούχος της Σίλικον Βάλεϊ στην Ράνα Φουρόχαρ, αρθρογράφο των Financial Times (που έχει την έδρα της στη Νέα Υόρκη) και οικονομική αναλύτρια του CNN.
«Αυτή η δήλωση δεν μου φάνηκε ποτέ πιο αληθινή από τότε που ο Ντόναλντ Τραμπ επανεξελέγη πρόεδρος των ΗΠΑ την προηγούμενη εβδομάδα», γράφει η αμερικανίδα δημοσιογράφος σε άρθρο της στη λονδρέζικη εφημερίδα. Αναφέρει καταρχάς πως ο Τραμπ υπήρξε πρωτίστως ένας «ιδιαίτερα αρπαχτικός επιχειρηματίας» αλλά και πως η ηγεσία στις ΗΠΑ είναι εδώ και καιρό κάτι το οποίο «αγοράζεται και πωλείται» –χάρη και στην απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου, το 2010, υπέρ των απεριόριστων εταιρικών δαπανών στο πλαίσιο προεκλογικών εκστρατειών.
Κατά τη διάρκεια, όμως, της τελευταίας κούρσας για τον Λευκό Οίκο ανατράπηκαν και άλλοι από τους εναπομείναντες κανόνες που κρατούν σε μια σχετική απόσταση τους υποψηφίους από τις υπερ-Επιτροπές Πολιτικής Δράσης (super PACS), αποστολή των οποίων είναι να συγκεντρώνουν και να ξοδεύουν χρήματα για την εκλογή και την ήττα υποψηφίων.
Από τα 16 δισ. δολάρια τα οποία φαίνεται πως δαπανήθηκαν στο πλαίσιο της τελευταίας εκλογικής αναμέτρησης, ποσό ρεκόρ —δεκάδες εάν όχι εκατοντάδες εκατομμύρια— προήλθαν από άγνωστους δωρητές. «Η πολιτική στις ΗΠΑ δεν κυβερνάται μόνον από το χρήμα αλλά και από το “σκοτεινό” χρήμα», σχολιάζει η Ράνα Φουρόχαρ. Ωστόσο, όπως συμβαίνει με τους κορυφαίους μετόχους στο αρχείο που τηρείται στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, οι μεγαλύτεροι πολιτικοί… επενδυτές του Τραμπ είναι ευρέως γνωστοί.
Επικεφαλής αυτής της ομάδας (πολυ)δισεκατομμυριούχων υποστηρικτών του Τραμπ είναι, φυσικά, ο Ελον Μασκ, ο οποίος ενίσχυσε την προεκλογική εκστρατεία του 47ου προέδρου των ΗΠΑ με επιπλέον 118 εκατομμύρια δολάρια, αρκετά εκ των οποίων δαπανήθηκαν σε ψηφοθηρικές δράσεις ανά τη χώρα κατά τις τελευταίες ημέρες της προεκλογικής εκστρατείας.
Αλλά ο Μασκ παρείχε επίσης κάτι ακόμα πιο πολύτιμο: το μαύρο κουτί αλγοριθμικού ελέγχου του X, ενός εκ των πιο γνωστών μέσων κοινωνικής δικτύωσης των ΗΠΑ (και όλου του κόσμου), που αναμφίβολα κατηύθυνε πλήθος ψηφοφόρων σε μια μαύρη τρύπα παραπληροφόρησης.
«Κρίμα για τους φτωχούς ψηφοφόρους των αμφίρροπων Pολιτειών που ανησυχούν για το κόστος ζωής. Μόλις εξέλεξαν έναν άνθρωπο που πολλοί ειδικοί στοιχηματίζουν ότι θα επιδεινώσει τον πληθωρισμό», σημειώνει η Ράνα Φουρόχαρ.
Φυσικά ο Μασκ και μια πλειάδα άλλων δισεκατομμυριούχων υποστηρικτών του Τραμπ, όπως ο Τίμοθι Μέλον, ο Στιβ Σουόρτσμαν και ο Τζεφ Γιας, καθώς επίσης ο Τζεφ Μπέζος, ο Μαρκ Ζάκερμπεργκ και ο Τιμ Κουκ, οι οποίοι ήταν από τους πρώτους που τον συνεχάρησαν στο Χ, γνωρίζουν ακριβώς τι παίρνουν — «έναν ηγέτη που είναι εξίσου συναλλακτικός με εκείνους», γράφει η αμερικανίδα δημοσιογράφος.
«Γνωρίζουν, για παράδειγμα, ότι οι προηγούμενες υποσχέσεις δεν αποτελούν ένδειξη μελλοντικής δράσης. Αυτή η αλήθεια κατέστη πολύ ξεκάθαρη μέσω της αντίδρασης της αγοράς, η οποία χαιρέτισε τη νίκη του Τραμπ, με τις αποδόσεις των μετοχών και των χρηματοοικονομικών προϊόντων υψηλού ρίσκου να αυξάνονται και τις τιμές των ομολόγων να υποχωρούν», προσθέτει.
Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας ο Τραμπ δεσμεύτηκε για την επιβολή γενικών εισαγωγικών δασμών και την υποστήριξη του εγχώριου κατασκευαστικού τομέα. Σε αυτό το πλαίσιο θα έπρεπε να αναμένεται πτώση των τιμών των μετοχών και εξασθένιση του δολαρίου, ωστόσο οι επενδυτές ποντάρουν στο ακριβώς αντίθετο.
Ενώ ορισμένοι στις ΗΠΑ, μεταξύ των οποίων και η Φουρόχαρ, θεωρούσαν ότι ο Τζο Μπάιντεν είχε εγκαινιάσει μια μετά-νεοφιλελεύθερη εποχή στη χάραξη οικονομικής πολιτικής, είναι πλέον ξεκάθαρο ότι οι ΗΠΑ, όπως έχουν τα πράγματα από τη δεκαετία του 1980, εστιάζουν κυρίως στην «αξία» για τους μετόχους (shareholder value).
Η ψήφος υπέρ του Τραμπ ήταν μια ψήφος υπέρ της ιδέας ότι οι χαμηλοί φόροι, οι λιγότερες ρυθμίσεις και το περισσότερο χρέος θα συμβάλουν στην «ανάπτυξη» που θα μετατρέψουν την οικονομία των ΗΠΑ (η οποία τα πήγε εντυπωσιακά καλύτερα από οποιοδήποτε άλλη ανεπτυγμένη οικονομία μετά από την πανδημία) σε κάτι σπουδαιότερο και μεγαλύτερο. Ηταν μια ψήφος υπέρ της ιδέας ότι μια πράξη που αψηφά τους νόμους της οικονομίας θα διατηρήσει τις τιμές των μετοχών σε τρέχουσες αξίες ρεκόρ και θα αποτρέψει την ύφεση η οποία έχει καθυστερήσει αρκετά χρόνια με βάση τα ιστορικά δεδομένα.
Οπως εξηγεί η Φουρόχαρ στο κείμενό της πολλές εταιρείες της λίστας Fortune 500 έχουν καταφύγει τα τελευταία χρόνια στην έκδοση χρέους και σε αλλεπάλληλες επαναγορές μετοχών, επιδιώκοντας να αψηφήσουν τη βαρύτητα της αγοράς με την ελπίδα να διατηρήσουν τα περιθώρια απόδοσης και τις τιμές των μετοχών σε υψηλά επίπεδα.
«Αλλά η America Inc. υπό τον Ντόναλντ Τραμπ, τον ολοκαίνουργιο CEO μας, μοιάζει λιγότερο με blue-chip και περισσότερο με εταιρεία ιδιωτικών επενδυτικών κεφαλαίων: πρόκειται για ένα βραχυπρόθεσμο παιχνίδι υψηλής μόχλευσης με μέσο χρόνο παραμονής περίπου τέσσερα χρόνια», γράφει η οικονομική αναλύτρια των Financial Times και του CNN.
«Οπως ο Τραμπ, τα ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια είναι σε θέση να ξεπουλούν περιουσιακά στοιχεία για άμεσο κέρδος -ανεξάρτητα από το πόσο σημαντικά είναι. Ο εκλεγμένος πρόεδρος είναι πιθανό να ανατρέψει μεγάλο μέρος της στρατηγικής καθαρής ενέργειας της κυβέρνησης Μπάιντεν, επιτρέποντας στην Κίνα να κυριαρχήσει στους στρατηγικούς τομείς του μέλλοντος. Πιθανότατα θα μειώσει επίσης τις κεφαλαιακές απαιτήσεις για τις τράπεζες σε μια περίοδο κατά την οποία το χρέος, η μόχλευση και τα χρηματοοικονομικά ρίσκα αυξάνονται», προσθέτει.
Σημειώνει επίσης πως οι προτάσεις του Τραμπ για τη συγκέντρωση και την απέλαση εκατομμυρίων μεταναστών ισοδυναμούν με ένα «είδος διευρυμένης στρατηγικής απολύσεων», του είδους που τείνουν να εκτιμούν οι ακτιβιστές επενδυτές. Οι μετανάστες μπορεί να θεωρούνται ως κόστος στον πολιτικό ισολογισμό του Τραμπ, αλλά αποτέλεσαν έναν από τους βασικούς λόγους που το κόστος εργασίας δεν ήταν υψηλότερο στις ΗΠΑ μετά από την πανδημία.
Παρόλα αυτά, οι εταιρικοί επιδρομείς (corporate raiders) δεν ανησυχούν γενικά για το ανθρώπινο κεφάλαιο, ενδιαφέρονται αποκλειστικά για το «θερμό» χρήμα. «Εάν ο Τραμπ είναι ο διευθύνων σύμβουλός μας, είναι πλέον η Αμερική ένα επισφαλές περιουσιακό στοιχείο;», διερωτάται η Ράνα Φουρόχαρ.
«Η οικονομία των ΗΠΑ τα πήγε καλύτερα τα τελευταία χρόνια από όσο θα μπορούσε να ελπίζει κανείς, και ίσως καλύτερα από όσο μας άξιζε. Δεν μπορώ παρά να σκεφτώ ότι ο καθαρός μας πλούτος —το κατά κεφαλήν ΑΕΠ του Μισισιπή κυμαίνεται περίπου στο ίδιο επίπεδο με της Γαλλίας— και όλοι οι καταναλωτικοί περισπασμοί που προσφέρει […] είναι ένας από τους λόγους που επανεκλέξαμε έναν καταδικασθέντα εγκληματία στον Λευκό Οίκο. Οι ΗΠA έπεσαν θύμα της δικής τους επιτυχίας», υποστηρίζει η αμερικανίδα δημοσιογράφος.
Αναγνωρίζει, όμως, πως οι Αμερικανοί ψήφισαν σύμφωνα με τις αξίες τους. Μια πρόσφατη δημοσκόπηση της Gallup αποκάλυψε ότι το χρήμα, περισσότερο από τον πατριωτισμό, τη θρησκεία, την οικογένεια ή την κοινότητα, είναι η αντιπροσωπευτική αξία των ΗΠΑ. «Στο πρόσωπο του Τραμπ έχουμε έναν πρόεδρο που αντιπροσωπεύει αυτή την αποκρουστική διάσταση -και τίποτε άλλο», σχολιάζει η Ράνα Φουρόχαρ.