Ο Μάρλον πίσω από τον Μπράντο

Για πρώτη φορά στο φως, μέσα από ντοκιμαντέρ, έρχεται μέρος από 200 ώρες ηχογραφήσεων του Μάρλον Μπράντο με σκέψεις για τη ζωή του και το έργο του.

protagon.import

Έχοντας πιθανώς τη φιλοδοξία μια μέρα να συγκεντρωθούν και να χτίσουν αν όχι την υστεροφημία, τουλάχιστον τη φήμη του, ο Μάρλον Μπράντο, για δεκαετίες μέχρι και τον θάνατό του κατέγραφε σε μαγνητόφωνα σκέψεις για ό,τι τον απασχολούσε. Αυτές οι μαγνητοταινίες για τη ζωή και τους ρόλους του, έρχονται για πρώτη φορά στο φως μέσα από ένα ντοκιμαντέρ που εστιάζει αποκλειστικά στο υλικό αυτό.

Στο Listen to Me Marlon («Άκουσέ με, Μάρλον») του Στίβαν Ρίλεϊ, συνυπάρχουν οι ηχογραφήσεις με αρχειακό κινηματογραφημένο υλικό. Κανένα άλλο πρόσωπο πέραν του Μπράντο δεν εμφανίζεται και ο σκηνοθέτης και ο παραγωγός τονίζουν ότι το ίδρυμα τούς παρείχε απεριόριστη πρόσβαση στο ηχογραφημένο υλικό που φτάνει τις 200 ώρες.

Ο Observer ζήτησε από τους δημιουργούς του φιλμ και δύο από τα βιολογικά παιδιά του να μιλήσουν για τον Μπράντο.

Πίσω από την πανίσχυρη δημόσια εικόνα του και την ταραχώδη επαγγελματική και προσωπική ζωή που τροφοδότησε τους δικούς της μύθους, ο Μπράντο ήταν ένας κλειστός άνθρωπος. Η κόρη του Ρεμπέκα αναφέρει ότι ο πατέρας της μιλούσε λίγο για τον ίδιο και την οικογένεια του.

Όπως λέει, δεν είχε καταλάβει ότι ο πατέρας της κατέγραφε στο μαγνητόφωνο θέματα που τον αφορούσαν – νόμιζε ότι το έκανε μόνο για τους ρόλους του. Ωστόσο, παρά την μάλλον κακή φήμη του, ότι πήγαινε στο γύρισμα χωρίς προετοιμασία, οι κασέτες δείχνουν ένα ηθοποιό τελειομανή που κατέγραφε λεπτομερώς τις παρατηρήσεις του για τον ρόλο, σαν σε ένα προφορικό ημερολόγιο.

Γνώριζε όμως η Ρεμπέκα ότι άρεσε στον πατέρα της να μιλά επί παντός επιστητού με φίλους και γνωστούς. «Οι κασέτες ήταν ένα είδος αυτοανάλυσης», επισημαίνει και μάλλον ο Μπράντο αισθάνονταν ότι την είχε ανάγκη.

Γεννημένος το 1924, με γονείς αλκοολικούς, ο Μπράντο είχε μια σύνθετη σχέση μαζί τους και ειδικά με τον πατέρα του, προσπαθώντας να κάνει κάτι το οποίο θα ικανοποιούσε τον Μάρλον (είχαν το ίδιο όνομα). Προσπάθησε, λέει η Ριμπέκα Μπράντο, «να γίνει καλύτερος πατέρας από ό,τι ήταν οι γονείς του για αυτόν», και ποτέ, προσθέτει ο γιος του Μίκο, δεν μίλησε άσχημα για αυτούς. Ο ίδιος πάντως δεν θεωρούσε τον εαυτό του καλό πατέρα.

Η οικογένεια φαίνεται ότι σήμαινε πολλά στη ζωή του Μπράντο. Απέκτησε (τουλάχιστον) 11 παιδιά, υιοθέτησε και άλλα, υπήρξε κατά τη μαρτυρία της Ρεμπέκας, ένας αφοσιωμένος πατέρας, αν και είχε μεταβολές στη διάθεσή του. Όλα αυτά σε μια προσπάθεια πιθανόν να ξαναβρεί την οικογενειακή ζεστασιά που δεν είχε ζήσει όσο ήταν μικρός.

Από την άλλη, ζήλευε αρκετά τις γυναίκες με τις οποίες μοιράστηκε τη ζωή του και απέκτησε παιδιά. Με τον καιρό, πάντως, τα έντονα αισθήματα υποχωρούσαν και διατηρούσε (και πάλι όχι με όλες) μια φιλική σχέση με λίγες δόσεις φλερτ.

Όσο όμως επιθυμούσε να παραμένει μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, τόσο στα τελευταία χρόνια της ζωής του αναγκάστηκε να βγει σε αυτά, όταν το 1990 ο γιος του δολοφόνησε τον φίλο τής ετεροθαλούς αδελφής του. Η δίκη, στην οποία ο Μπράντο ήταν βασικός μάρτυρας, τον κούρασε και ψυχικά. Η Τσεγιέν αυτοκτόνησε το 1995 και ο Κρίστιαν πέθανε το 2008, τέσσερα χρόνια μετά τον πατέρα του.

Το ντοκιμαντέρ καταγράφει με χρονική σειρά σχεδόν όλη τη ζωή του Μπράντο, από τα παιδικά χρόνια ως τις τραγωδίες στο τέλος της ζωής του. Ο άνθρωπος για τον οποίο ο Μάρτιν Σκορτσέζε είχε πει ότι η ηθοποιία θα χωρίζεται σε εποχή πριν και μετά Μπράντο, μέσα από το ντοκιμαντέρ, σημειώνει ο Guardian, αναδεικνύεται σαν ένας πραγματικά μεγάλος τής ηθοποιίας. Ίσως όμως για πρώτη φορά μπορούμε να δούμε και τι ήταν αυτόν που τον δημιούργησε και τον διαμόρφωσε.