Κοιτώντας τα νούμερα και τα στατιστικά των τελευταίων τριάντα χρόνων για τη Σενζέν (Shenzhen), μια πόλη δέκα εκατομμυρίων κατοίκων στη νότια Κίνα, λίγο πιο βόρεια από το Χονγκ Κονγκ, πραγματικά νομίζεις ότι διαβάζεις σενάριο επιστημονικής φαντασίας. Από το ψαροχώρι των 30.000 ανθρώπων που ήταν το 1979 εξελίχθηκε με ιλιγγιώδη ταχύτητα και κατόρθωσε να γίνει το οικονομικό πρότυπο για τους Κινέζους. Όλα ξεκίνησαν το 1980, όταν εφαρμόστηκε για πρώτη φορά στην επαρχία Γκουανγκτονγκ (Guangdong) το καθεστώς της «ειδικής οικονομικής ζώνης» και δόθηκε το πράσινο φως για ξένες επενδύσεις. Οι απομιμήσεις ρούχων που έφτιαχναν μέχρι τότε οι ντόπιοι ξεχάστηκαν και τώρα όλοι θέλουν να μιμηθούν το θαύμα της μητρόπολης των εμπορευμάτων και της βιοτεχνολογίας.
Οι ακούραστες ατμομηχανές της αλματώδους ανάπτυξής της είναι η βιοτεχνολογία, οι νέες μορφές ενέργειας και το ιντερνέτ, όπου είναι η πρώτη πόλη στην Κίνα σε αγορές μέσω διαδικτύου. Επίσης, η Σενζέν είναι το τέταρτο μεγαλύτερο λιμάνι στον κόσμο σε κίνηση κοντέινερ και το τρίτο σε εξαγωγές στην Κίνα, μετά τη Σαγκάη και το Χονγκ Κονγκ. Αποτελεί έδρα κινέζικων εταιρειών-κολωσών υψηλής τεχνολογίας, όπως η Dingoo και η Hasee (δείτε απλά το βιομηχανικό της πάρκο), περιλαμβάνει 631 (!) δημόσιες βιβλιοθήκες και φιλοξενεί 6.000 εταιρείες, που δραστηριοποιούνται γενικότερα με το σχεδιασμό. Μάλιστα, το 2008 η Ουνέσκο την ανακήρυξε παγκόσμια πόλη του ντιζάιν και δύο χρόνια αργότερα οι New York Times τη συμπεριέλαβαν στις 31 πόλεις που πρέπει οπωσδήποτε κάποιος να επισκεφτεί.
Όπως είναι φυσικό, οι κάτοικοι του οικονομικού γίγαντα δεν διψούν μόνο για καινοτόμες ιδέες, που θα τους αποφέρουν περισσότερα γιουάν, αλλά και για προϊόντα με τα οποία θα σφυρηλατήσουν το «δυτικό» προφίλ τους. Η νέο-διαμορφωθείσα κινέζικη αστική τάξη ψάχνει καθημερινά για ιδιαίτερα καταναλωτικά αγαθά που θα ικανοποιήσουν τις νεοπλουτίστικες εμμονές της. «Με εξαίρεση τον τομέα της τεχνολογίας, σιχαίνονται ό,τι είναι κινέζικο και το κοιτούν με μισό μάτι», μου λέει με σπαστά αγγλικά ο εικοσιοχτάχρονος Μου Μάο, τον οποίο συνάντησα σε έναν ελαιώνα στην ευρύτερη περιοχή της Καβάλας. Ο Μου Μάο είναι υπεύθυνος πωλήσεων μιας ελληνικής επιχείρησης, η οποία εδρεύει στη Σενζέν και προωθεί ελληνικά ποιοτικά προϊόντα, κυρίως τρόφιμα υψηλής διατροφικής αξίας ή καλλυντικά φυτικής προέλευσης.
«Μελέτησα για τρία χρόνια σε βάθος την κινέζικη αγορά, επισκέφτηκα εμπορικές εκθέσεις στη Σανγκάι και στο Χονγκ Κονγκ, εντόπισα τις ελλείψεις της κι αποφάσισα να δραστηριοποιηθώ στην επαρχία της Γκουανγκτονγκ γιατί είναι η πιο πλούσια περιοχή της Κίνας», μου εξηγεί ο τριάντα εφτά χρονών, Παύλος Ζησίμου, ιδιοκτήτης της εταιρείας και συνεχίζει λέγοντας πως «τα ελληνικά γεωργικά αγαθά γίνονται ανάρπαστα και η ζήτησή τους αυξάνει μήνα με το μήνα. Οι κάτοικοι της Σενζέν έχουν ανάγκη από εκλεκτά προϊόντα και αναζητούν μανιωδώς στα ράφια των σούπερ μάρκετ συσκευασίες με ελληνικά γράμματα ή με την ελληνική σημαία». Βέβαια, η αυξανόμενη, με γεωμετρικό ρυθμό, ζήτηση των ελληνικών προϊόντων δεν συνεπάγεται και ευκολία στις εμπορικές συμφωνίες. Η κινέζικη αγορά ναι μεν είναι παράδεισος για εξαγωγές, ωστόσο υπάρχουν κάποιες πολύ σημαντικές λεπτομέρειες που πρέπει να προσέξει όποιος επιθυμεί να επενδύσει.
«Καταρχάς, είναι απαραίτητο η συσκευασία να συνοδεύεται από ένα πιστοποιητικό το οποίο θα βεβαιώνει ότι το συγκεκριμένο προϊόν είναι υγιεινό ή ότι περιέχει ευεργετικές ιδιότητες για τον ανθρώπινο οργανισμό. Οι Κινέζοι είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν την υπεραξία των ελληνικών προϊόντων, αρκεί να ξέρουν ότι η κατανάλωση συνδυάζεται με την υγιεινή ζωή», μου επισημαίνει ο Παύλος, την ώρα που ο Μου Μάο, ενθουσιασμένος με τις ελιές, προσπαθούσε με δυο μικρά κλαδιά να πλέξει έναν κότινο. «Ακόμη, πρέπει ο έμπορος να είναι πολύ προσεχτικός στους όρους της συμφωνίας, διότι οι Κινέζοι πολλές φορές υπογράφουν συμβόλαια με τα οποία δεν αγοράζουν προϊόντα αλλά επιβεβαιώνουν τη δυνατότητα του παραγωγού για διάθεση μιας συγκεκριμένης ποσότητας προϊόντων», συμπληρώνει ο καβαλιώτης επιχειρηματίας.
Σε μια περίοδο όπου η πλειοψηφία των αγροτικών παραγωγών (και των μικροκαλλιεργητών) στην Ελλάδα αναζητεί διεξόδους για εξαγωγές, η Σενζέν, ως μία τεράστια χοάνη που ρουφάει λαίμαργα καταναλωτικά αγαθά, σίγουρα μπορεί να απορροφήσει μεγάλες ποσότητες ελληνικών γεωργικών προϊόντων, από λάδι και μέλι μέχρι σαπούνια ελαιόλαδου και λικέρ κουμ κουάτ. Για όσους πάλι δεν έχουν κάποιο κτήμα ή έστω ένα περιβόλι, η Σενζέν ενδείκνυται για «εκπαιδευτικό» τουρισμό. Θα δείτε λαχανί Φεράρι, φουτουριστικές βιβλιοθήκες, ουρανοξύστες με σχιστά μάτια, ροζ λεωφορεία για το Χονγκ Κονγκ, νάιλον ομπρέλες με τον πύργο του Άιφελ ή τα κανάλια της Βενετίας και καράβια με τόνους από κοντέινερ. Ο καπιταλιστικός αχταρμάς στο μεγαλείο του.