(Ξεκινώ σήμερα από μια προσωπική ανάμνηση, που αναδύθηκε καθώς διάβαζα ένα δημοσίευμα της «Monde». Το 2002 ως δημοσιογράφος είχα πάει στο Ρέικιαβικ για να καλύψω τις εργασίες ενός συμβουλίου υπουργών Εξωτερικών του ΝΑΤΟ. Στις τρεις μέρες που μείναμε εκεί, οι λίγοι δημοσιογράφοι εξυπηρετηθήκαμε από ένα βαν στις μετακινήσεις μας. Ο οδηγός του βαν ήταν ένα νέος με τον οποίο γίναμε φίλοι. Μας είχε πει λοιπόν, ότι περίμενε με λαχτάρα να ανοίξει η σεζόν για την αλιεία του σολομού – είχε αγοράσει μιαν άδεια «φτηνή», που του επέτρεπε να ψαρέψει σε συγκεκριμένα μέρη που ήταν πολύ ανταγωνιστικά. Μας είχε πει επίσης, ότι είχε κληρονομήσει απ΄ τον πατέρα του μια «ποσόστωση» αλιείας μπακαλιάρου, που του ήταν άχρηστη – γιατί εκείνα τα χρόνια το χαρτί που είχε στα χέρια του προέβλεπε μικρή ποσότητα αλιείας μπακαλιάρου, που τότε ήταν ελλειμματικό είδος – και σκεφτόταν να την πουλήσει. Αυτή ήταν η ανάμνηση – πάμε τώρα στο δημοσίευμα).
Το 1984 στην Ισλανδία επιβλήθηκε ένας νόμος. Σύμφωνα μ΄ αυτόν, για κάθε σκάφος αλιείας εκδιδόταν μια «ποσόστωση» στην αλιεία του μπακαλιάρου, που ήταν σε συνάρτηση με τον μέσο όρο ποσότητας που είχε ψαρέψει το συγκεκριμένο σκάφος τα τρία προηγούμενα χρόνια. Στη βάση αυτού του κριτηρίου αναφοράς, οι ψαράδες θα μπορούσαν να αυξήσουν ή να μειώσουν τις ποσότητές τους, ανάλογα με τα αποθέματα μπακαλιάρου που υπήρχαν στις θάλασσες κάθε χρόνο.
Τα επόμενα χρόνια ήταν δραματικά. Εξαιτίας της υπεραλίευσης των περασμένων χρόνων, τα αποθέματα είχαν συρρικνωθεί και οι ποσοστώσεις μειώνονταν ραγδαία, πολλές αλιευτικές εταιρείες αναγκάστηκαν να τις πουλήσουν για να κρατήσουν μια κάποια ρευστότητα και να μην πτωχεύσουν, ενώ ένα κοινωνικό πρόβλημα εξαπλώθηκε στη χώρα. Η κυβέρνηση τότε, σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εξέδωσε κάποιες «ειδικές ποσοστώσεις» σε συνεταιρισμούς για την παράκτια αλίευση των μπακαλιάρων και αίφνης, η κατάσταση άλλαξε!
Αφενός λόγω της αυτοσυγκράτησης στο ψάρεμα του μπακαλιάρου και αφετέρου λόγω της αύξησης της θερμοκρασίας στα νερά του ωκεανού, οι μπακαλιάροι επέστρεψαν στα κρύα νερά γύρω απ΄ την Ισλανδία, τα αποθέματα αυξήθηκαν και οι «ποσοστώσεις» έγιναν χρυσωρυχείο! Χαρακτηριστικά αναφέρεται, ότι πολλές φορές, η αξία τους ξεπερνούσε την αξία της μηχανότρατας, ενώ βρέθηκαν με σπουδαίο περιουσιακό στοιχείο άνθρωποι άσχετοι με την αλιεία – είχαν πάρει την ποσόστωση στη συνέχεια μιας κληρονομιάς, ενός διαζυγίου ή ως επένδυση, για να εξυπηρετήσουν απλά έναν φίλο.
Σήμερα, λένε, ότι στην Ισλανδία οι ψαράδες έμαθαν να δουλεύουν οργανώνοντας τις ποσοστώσεις τους ανά είδος ψαριού. Καταρχάς αποφεύγουν να εξαντλήσουν νωρίς τα όρια της ποσόστωσης, γιατί ξέρουν ότι κατά πάσα πιθανότητα θα βρουν λ.χ. μπακαλιάρους στα δίχτυα τους και πρέπει να το έχουν προβλέψει για να μην υπερβούν την ποσότητα που ορίζει η ποσόστωση. Διότι η περίσσεια ποσότητα, πρέπει να επιστραφεί στη θάλασσα κι επιβάλλεται πρόστιμο στον ψαρά που έκανε λάθος λογαριασμούς.
Επίσης, οι Ισλανδοί ψαράδες απλώνονται και σε άλλα είδη αλιείας, για να μπορούν να συνθέτουν με τις ποσοστώσεις (που προβλέπονται για τη ρέγκα, τον καπελάνο, το σκουμπρί) ένα καλό ποσοτικό αποτέλεσμα με το αντίστοιχο οικονομικό αντίκρισμα. Οι Ισλανδοί ψαράδες αγάπησαν τις ποσοστώσεις, έμαθαν να δουλεύουν μ΄ αυτές και να ψαρεύουν πειθαρχημένα εντός του πλαισίου που ορίσθηκε κατά τη μεταρρύθμιση της Κοινής Αλιευτικής Πολιτικής.
(Το επιμύθιο λέει, πως όταν οι κανόνες του παιχνιδιού είναι σαφείς, οι άνθρωποι προσαρμόζονται, καθώς μάλιστα, αν έχει καλοσχεδιαστεί το πλαίσιο, στο μέσο όρο τελικά θα ωφεληθούν. Εσείς τώρα, κάντε νοερά τις αναγωγές σας – συνεννοηθήκαμε νομίζω.)