«Ως ψυχές δίχως σώμα. Ετσι ξύπνησαν, το πρωί της 5ης Μαρτίου, εκατομμύρια Ιταλοί της Aριστεράς […] Όλοι, από τον μετριοπαθή έως τον ριζοσπάστη, ενώνονταν από ένα κοινό αίσθημα κενότητας που η ιδιαίτερα αυξημένη ισχύς των άλλων καθιστούσε ακόμα πιο εμφανές», υποστηρίζει σε άρθρο του στην La Repubblica o Μικέλε Σέρα, δύο ημέρες μετά την εκλογική αναμέτρηση που σημαδεύτηκε από την επικράτηση του λαϊκιστικού Κινήματος 5 Αστέρων, την άνοδο της Λέγκας του Βορρά αλλά και τη βαριά ήττα του Δημοκρατικού Κόμματος και της Κεντροαριστεράς γενικότερα.
Σύμφωνα με τον γνωστό ιταλό συγγραφέα και δημοσιογράφο η Αριστερά δεν υπάρχει πια. Τουλάχιστον όπως την γνώρισαν τρεις γενιές Ιταλών. Δεν υπάρχει γιατί εκατομμύρια πρώην ψηφοφόροι της έδωσαν την ψήφο τους στο Κίνημα 5 Αστέρων «αυτό το μεγάλο και μυστήριο καράβι που όλους τους δέχεται δίχως να ρωτάει από που προέρχονται και δίχως να αναφέρει προς τα πού πηγαίνει, επειδή κατά πάσα πιθανότητα δεν έχει ιδέα», αναφέρει χαρακτηριστικά ο Σέρα. Για όλους αυτούς τους Ιταλούς η Αριστερά «ήταν ήδη ένα άψυχο σώμα […] ένα σπίτι που έπρεπε να εγκαταλείψουν. Και το εγκατέλειψαν δίχως να λυπηθούν, ανακουφισμένοι μάλιστα για το ότι κατάφεραν να βρουν καταφύγιο μέσα σε μια νέα πολιτική κοινότητα».
Και ο Σέρα συνεχίζει:
«Αλλά υπάρχουν και οι άλλοι αριστεροί, εκείνοι που δεν εγκατέλειψαν την παράταξή τους, που είναι περισσότεροι από εκείνους που αυτομόλησαν και επιθυμούν να συνεχίσουν να κατοικούν εντός της Αριστεράς, εντός μιας ισχυρής Αριστεράς. Για όλους αυτούς, η στιγμή αυτή της ήττας πρέπει να προκαλεί τρόμο καθώς η μοναδική βεβαιότητα είναι πως θα πρέπει να ξεκινήσουν από το μηδέν».
Ανεξάρτητα από την έκβαση των διαπραγματεύσεων για το σχηματισμό κυβέρνησης μεταξύ του συνασπισμού της Ακρο/Κεντροδεξιάς (με κυρίαρχη πολιτική δύναμη όχι τη Forza Italia του Μπερλουσκόνι αλλά την ξενοφοβική Λέγκα του Βορρά) και το πρώτο στις εκλογές Κίνημα Πέντε Αστέρων, αποτελεί γεγονός πως ο Ματέο Ρέντσι υπέστη μια βαριά ήττα.
Το 2014 ο πρώην δήμαρχος της Φλωρεντίας κατάφερε να γίνει ο νεότερος πρωθυπουργός στην ιστορία της Ιταλικής Δημοκρατίας. Παραιτήθηκε, ωστόσο, το 2016 μετά την ήττα του σε δημοψήφισμα για την αναθεώρηση του Συντάγματος, την οποία ο ίδιος θεωρούσε απαραίτητη για την αναγέννηση της Ιταλίας. Αλλά αρνήθηκε να παραδώσει την ηγεσία του Δημοκρατικού Κόμματος παρότι οι εσωκομματικές διαμάχες τον αποδυνάμωσαν περαιτέρω. Τώρα δείχνει έτοιμος να αποσυρθεί. «Ο Ρέντσι θέτει στο επίκεντρο της πολιτικής σκηνής τον εαυτό του, όχι το κόμμα, ούτε τις μεταρρυθμίσεις, ειδικά τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις με αποτέλεσμα να χάνει την αξιοπιστία του», δήλωσε ο Μαουρίτσιο Μολινάρι, διευθυντής της La Stampa, μιλώντας στο αμερικανικό The Atlantic.
Ο Ρέντσι, οπότε, χρεώνεται, πέρα από την προσωπική ήττα του και την αποτυχία (με ποσοστό μόλις 18,7% και 86 έδρες) του Δημοκρατικού Κόμματος, του μοναδικού στην Ιταλία που θα μπορούσε να κυβερνήσει πάνω στη βάση μιας φιλοευρωπαϊκής ατζέντας. Αλλά παρά την πίκρα εκατομμυρίων ιταλών αριστερών, είναι ξεκάθαρο πως και το Δημοκρατικό Κόμμα ακολουθεί την τραγική πορεία πολλών κεντροαριστερών κομμάτων της Ευρώπης που υπέστησαν συντριπτικές ήττες σε χώρες που κάποτε αποτελούσαν πυλώνες της πολιτικής σκηνής.
Πέρυσι, το Εργατικό Κόμμα της Ολλανδίας πέρασε από τη διακυβέρνηση της χώρας στην πολιτική αφάνεια. Το κυβερνών έως τις αρχές του 2017 Σοσιαλιστικό Κόμμα της Γαλλίας αποδεκατίστηκε στις προεδρικές εκλογές του 2017, λαμβάνοντας στον πρώτο γύρο μόλις το 6,36% των ψήφων. Και μετά από πολύμηνες διαπραγματεύσεις και διεργασίες, οι Σοσιαλδημοκράτες της Γερμανίας συμφώνησαν να συμμετάσχουν σε έναν ακόμα GroKo υπό την ηγεσία της Άνγκελα Μέρκελ, μια διευθέτηση που θα πλήξει, υποστηρίζουν πολλοί, περαιτέρω το κόμμα. Και την ώρα που η Κεντροδεξιά μετακινήθηκε δεξιότερα σε χώρες όπως η Αυστρία και η Ολλανδία, η Κεντροαριστερά κατέληξε στο περιθώριο.
Αλλά «η παρακμή της σοσιαλδημοκρατίας δεν σημαίνει ότι οι κοινωνικές και οικονομικές πολιτικές που κατά κανόνα συνδέονται με την Αριστερά απώλεσαν την απήχησή τους», γράφει ο Τόνι Μπάρμπερ στους Financial Times. Και υποστηρίζει ότι «αντιθέτως εκατομμύρια ψηφοφόροι επιθυμούν ένας προστατευτικό κράτος πρόνοιας και είναι οργισμένοι με την επισφαλή εργασία, την κοινωνική ανισότητα και την ανεξέλεγκτη παγκοσμιοποίηση. Το πρόβλημα είναι ότι πολλοί ψηφοφόροι δεν εμπιστεύονται την Κεντροαριστερά. Γιατί κατά την πρώτη δεκαετία του αιώνα ανέχτηκε τις χειρότερες ακρότητες του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού ενώ στη συνέχεια συγκρούστηκε με την Κεντροδεξιά ώστε να αναγκάσει τους πιο αδύναμους της κοινωνίας να πληρώσουν το λογαριασμό».
Σύμφωνα με τον βρετανό αρθρογράφο, αρχισυντάκτη των FT επί ευρωπαϊκών ζητημάτων, οι ευρωπαίοι σοσιαλδημοκράτες θα μπορούσαν να πάρουν κάποια μαθήματα από την Μέτε Φρεντέρικσεν, την ηγέτιδα των Σοσιαλδημοκρατών της Δανίας, η οποία απέρριψε τον απροκάλυπτο νεοφιλελευθερισμό των προκατόχων της, υπερασπιζόμενη από τα έδρανα της αντιπολίτευσης πλέον, το κράτος πρόνοιας της πατρίδας της.
Την ίδια, ώρα, ωστόσο, ασπάζεται τις όποιες ανησυχίες των συμπολιτών της, μιλώντας για τη θέσπιση ανώτατων ορίων όσον αφορά τον αριθμό των μεταναστών στη χώρα. Γιατί, υποστηρίζουν ολοένα και περισσότεροι, όλοι όσοι πρεσβεύουν τις αξίες του φιλελευθερισμού θα πρέπει να αντιμετωπίσουν επιδέξια τα εθνικιστικά συναισθήματα πολλών ευρωπαίων ψηφοφόρων.
«Ο εθνικισμός είναι σαν ένα ημιάγριο θηρίο. Όσο το κρατάμε υπό τον ελέγχό μας, μπορεί να αποδειχτεί εξαιρετικά χρήσιμο. Αλλά εάν το εγκαταλείψουμε, θα αναλάβουν άλλοι δράση, δελεάζοντας και ερεθίζοντας το θηρίο, ώστε να βγάλει την πιο άγρια πλευρά του. Παρά τις όποιες βάσιμες αμφιβολίες μας γι αυτό, δεν έχουμε άλλη επιλογή από το να δαμάσουμε τον εθνικισμό όσο καλύτερα μπορούμε», υποστηρίζει ο Γιάσα Μουνκ, πολιτικός επιστήμονας στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ και ένας από τους κορυφαίους ειδικούς στον κόσμο όσον αφορά την άνοδο του λαϊκισμού και την κρίση της φιλελεύθερης δημοκρατίας.