Ο Ιανουάριος είναι ο πιο απατηλός μήνας. Η Πρωτοχρονιά τυλίγεται με δώρα μόνο και μόνο για να μην καταλάβουμε πως αυτή η βαθιά, μοναχική χειμωνιάτικη μυρωδιά στην ατμόσφαιρα δεν είναι τίποτα άλλο παρά το μοχθηρό “πιο κοντά στον θάνατο” βήμα που δεχτήκαμε να κάνουμε οι αδαείς προχωρώντας στον χρόνο. Τον χρόνο που εμείς επινοήσαμε ξεφεύγοντας από τον ορισμό του ως φιλοσοφικό κατηγόρημα και διαμελίζοντας τον σε μήνες,εβδομάδες,λεπτά και δευτερόλεπτα. Μόνο και μόνο για να παρέχουμε στους εαυτούς μας μια βάση αυτοκαταστροφής για τον μετέπειτα αυτοαποδομισμό μας. Ωστόσο ο χρόνος, όπως και να τον ερμηνεύσουμε, αναγκαστικά κυλά. Αυτό είναι δεδομένο. Ίσως όμως η χρονική στιγμή της αλλαγής να φαντάζει όχι και τόσο δεδομένη. Μπορεί ο θρήνος να ταιριάζει στην Ηλέκτρα αλλά η Πρωτοχρονιά να μην ταιριάζει στον σκυθρωπό Γενάρη. Πόσο διαφορετικά θα ήταν όλα και πόσο πιο ανάλαφροι ενδεχομένως να νιώθαμε αν η Πρωτοχρονιά ερχόταν για παράδειγμα τον Αύγουστο συνοδευόμενη από τεμπέλικα τζιτζίκια και γεμάτα φεγγάρια που απλώνουν φως σε γυάλινες θάλασσες;
Την απάντηση στο ερώτημα φυλά η εξωτική Ζανζιβάρη. Στην Ζανζιβάρη της Τανζανίας, το νησί του όρους Κιλιμάντζαρο, των μπαχαρικών, των γαρύφαλλων και της ξακουστής λεοπάρδαλης, το αυτί της οποίας ορκιζόταν πως έκοψε ο φιγουρατζής Χέμινγουεϊ όταν βρέθηκε στην Αφρική, το νέο έτος έρχεται πάντα τον Αύγουστο. Αυτή είναι η κληρονομιά που άφησαν στο νησί Πέρσες έμποροι που κατά τον 1ο με 2ο αιώνα μ.Χ εγκαταστάθηκαν στην περιοχή προκειμένου να εμπορεύονται ξέγνοιαστα με τις παράκτιες πόλεις των Σουαχίλι. Κάθε χρόνο ντόπιοι απ' όλη την επικράτεια της Τανζανίας,αλλά και τουρίστες από διάφορα μέρη του κόσμου καταφθάνουν στην Ζανζιβάρη τον τελευταίο μήνα του καλοκαιριού ώστε να γιορτάσουν το Nayrouz, την περσική Πρωτοχρονιά στα πλαίσια του φεστιβάλ Mwaka Kogwa συμμετέχοντας σε πληθώρα αρχαίων τελετών ώστε το νέο έτος να τους βρει χαμογελαστούς και μονοιασμένους.
Πρωταγωνίστρια των γεγονότων είναι η Makunduchi, μια μικρή πόλη της Ζανζιβάρης. Ο εορτασμός ξεκινά με τους άντρες να παλεύουν μεταξύ τους κρατώντας μικρούς κορμούς μπανανιάς έτσι ώστε να εξαγνιστούν και να συγχωρέσουν ο ένας τον άλλον για όλες τις στενοχώριες και τις αδικίες που προκάλεσαν τον προηγούμενο χρόνο, ενώ οι γυναίκες φορώντας χρωματιστά ρούχα τους παρακολουθούν πότε τραγουδώντας και πότε κάνοντας πειράγματα κι αστεία. Όταν οι συμμετέχοντες κάποτε κουραστούν είναι η ώρα για την “καύση του καπέλου”. Μεγάλες ποσότητες άχυρου μαζεύονται σε πυραμοειδές σχήμα κι ένας Σουαχίλι μάγος του βάζει φωτιά. Όσα άχυρα δεν έχουν καεί διαλέγονται από τον μάγο και χρησιμοποιούνται από τον κόσμο για την κατάσβεση της φωτιάς. Με αυτόν τον τρόπο πιστεύεται πως εάν κάποιο σπίτι τυλιχτεί στις φλόγες κατά τη διάρκεια του χρόνου, καμία ζωή δεν κινδυνεύει να χαθεί. Μετά τη λήξη της τελετής, όλοι είναι ευπρόσδεκτοι σε ένα ξέφρενο πάρτι με πολλή μουσική, χορό, τοπικά εδέσματα και βουτιές στον Ινδικό ωκεανό.
Κι αν η Ζανζιβάρη είναι μακριά και τα οικονομικά στριμωγμένα για να την συναντήσεις καθόλου δεν πειράζει. Φτάνει που μέσα σε αυτό τον ατελείωτο κόσμο ξέρουμε κι οι δυο πως το διαφορετικό ακόμα τα καταφέρνει. Και τα δεδομένα καμιά φορά αλλάζουν. Και τα πάντα μπορούν να συμβούν. Κι ένας ράθυμος, κατακίτρινος, πυρακτωμένος Αύγουστος εγκαινιάζει το έτος. Μόνο και μόνο για να παίρνουν τα όνειρα εκδίκηση και να χαράσσουν χαμόγελα οι αλαφροΐσκιωτοι που συνομιλούν με τα πνεύματα στο Κιλιμάντζαρο.
Η Μαρία Μπακογιάννη είναι απόφοιτος της αγγλικής φιλολογίας