Protagon A περίοδος

Η μαρμίτα του χρόνου

Μέσα σε ένα σαββατοκύριακο συνάντησα την Ελλάδα που ζει στο παρελθόν, την Ελλάδα που απεχθάνομαι, την Ελλάδα που ξεφτίζει, την Ελλάδα που ονειρεύεται και προσπαθεί.

Γιάννης Παπαδημητρίου

Οι περισσότεροι άνθρωποι συνηθίζουν να σχεδιάζουν τα πλάνα τους για την καινούρια σεζόν κάθε Σεπτέμβρη, περίπου μετά τις διακοπές, από το φροντιστήριο των Αγγλικών μέχρι την αύξηση των κερδών της επιχείρησης τους, και κάνουν το γενικότερο απολογισμό στο κατώφλι της νέας χρόνιας. Τι έχασαν, τι κέρδισαν, που πρέπει να βελτιωθούν, ποια λάθη θέλουν να διορθώσουν, τι εύχονται να τους φέρει ο χρόνος που έρχεται. Απώλειες μετράνε, αλλά τις ξεχνάνε. Κάπου εκεί, σε αυτούς τους ιδιαίτερους, προσωπικούς συλλογισμούς, συνειδητοποιούν ότι ο χρόνος είναι το μόνο που δεν αντικαθίστανται. Είναι πληγή που επουλώνει πληγές. Και μετανιώνουν για τις στιγμές που έχασαν. Από έναν εγωισμό, από μια παρεξήγηση, από χαζά νεύρα. Και τότε προσεύχονται οι στιγμές να γύριζαν πίσω. Αμ δε.

Βρέθηκα στο Ντίσελντορφ, μία από τις ελληνικές αποικίες στη Γερμανία. Ευθύς μου ήρθαν στο μυαλό οι στίχοι του Διονύση Σαββόπουλου, «ο λαός, ο λαός στα πεζοδρόμια, κουλούρια ζητάει και λαχεία, κοπάδια, κοπάδια, κοπάδια στα υπουργεία, αιτήσεις για τη Γερμανία». Οι Έλληνες του ’50 και του ’60 που έψαχναν καλύτερη μοίρα έξω από την πατρίδα τους.  Άπιαστη αίσθηση ο χρόνος, είτε εξαφανίζεται είτε στο πέρασμά του αφήνει συμπυκνωμένα χρονικά διαστήματα, σαν κομμουνιστικούς κτιριακούς ογκόλιθους. Που δε ξέρεις τι να τους κάνεις. Μέσα σε ένα σαββατοκύριακο συνάντησα την Ελλάδα που ζει στο παρελθόν, την Ελλάδα που απεχθάνομαι, την Ελλάδα που ξεφτίζει, την Ελλάδα που ονειρεύεται και προσπαθεί. Στο σακούλι του χρόνου όλα μαζί δε τσουβαλιάζονται. Ένα- ένα.

Μια βόλτα στην παλιά πόλη του Ντίσελντορφ, παντού αφίσες με έλληνες τραγουδιστές. Σταμάτης Γονίδης στο Rex για παραμονή Χριστουγέννων. Σε τίποτα δεν έμοιαζε με το Rex της Πανεπιστημίου. Ξέρετε πότε. Γύρω στο ’98-99’, όταν ο Notis επέβαλε τους δικούς του κανόνες στην αθηναϊκή νύχτα και η ουρά στην Πανεπιστημίου έφτανε μέχρι την Ομόνοια. Λίγο πιο κάτω, διαφήμιζαν τον Κώστα Καραφώτη. Για τα φώτα! Κι όμως, υπάρχουν κάποιοι που την πρώτη οχταετία του 2000, της ελληνικής χλιδής, τη ζουν τώρα. Με σαμπάνιες και γλάστρες αντί για πανέρια. Σταμάτησα για φαγητό, σε ιταλικό εστιατόριο. Κορδώθηκα, κρητικό ελαιόλαδο, εκλεκτό προϊόν. Κρήτη, κοιτίδα της μεσογειακής διατροφής- στην Ελλάδα δεν είναι; Έφτασα μέχρι το Καρστ, κοντινό προάστιο. Πίνοντας μπύρα, απέναντί μου είδα σε φρουτάκια τον Παρθενώνα και τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Μετά το 2004, γίναμε ανέκδοτο.

Γέλασα με τη ψυχή μου. Όταν, φτάνοντας στο Φάλκενμπουργκ, μια μικρή κωμόπολη της Ολλανδίας, άντρο των καζινόβιων, μπέρδεψα ένα ελληνικό εστιατόριο με εκκλησία! Η κακογουστιά στο μεγαλείο της, η Ελλάδα που δεν κουβαλάει τίποτα ελληνικό. Προχώρησα βορειότερα, έφτασα στο Αμβούργο. Στην πόλη που η έννοια της επαναχρησιμοποίησης, ως διαδικασία αξιοποίησης του παλιού, έχει καθορίσει ολάκερη την αισθητική του αστικού τοπίου. Αποθήκες στο λιμάνι, αποθήκες χρόνου, ψυχικά αποθέματα για τις δύσκολες στιγμές.  Μπήκα στο μετρό, κάπου το Μάιο τραγουδάει η Νανά Μούσχουρη. Ξεθωριασμένα σύμβολα που συνεχίζουν να έχουν λόγο για το μέλλον της χώρας. Απλώνουν σαν αράχνες τον ιστό τους και κρύβουν τον αττικό ήλιο. Η προσφορά κάποια στιγμή τελειώνει, δεν έχεις άλλο να δώσεις. Χτυπάει το καμπανάκι του χρόνου. Και σωπαίνεις.

Κάπως έτσι είναι η Ελλάδα σήμερα, σε όλες τις διαστάσεις του χρόνου. Μια απέραντη άχρονη σιωπή. Σαν μια γκόμενα που στην αρχή την καψουρεύεσαι, μετά κάνεις τα πάντα για να την κατακτήσεις και στο τέλος αγανακτισμένος από τη συμπεριφορά της αποφασίζεις, δίχως να το θέλεις, πως για το καλό σου πρέπει να την αφήσεις. Αλλά πάντα αναζητάς κι άλλο χρόνο μαζί της. Χρόνο που σου γλιστράει από τα χέρια και ορκίζεσαι πως θα τον εφεύρεις. Χρόνο που σε αγχώνει και τελικά σε γλυκαίνει. Χρόνο με τον οποίο θέλεις να γεμίσεις την κλεψύδρα της ζωής σου. Μπήκα φουριόζος στο μουσείο μοντέρνας τέχνης του Αμβούργου, μια τεράστια αποθήκη που κατά καιρούς οργανώνει θεματικές εκθέσεις. Τούτη τη φορά η έκθεση ήταν αφιερωμένη στα θαύματα. Από αυτά που περιμένουν οι Έλληνες, κι ας μην προσεύχονται.

Μιλώντας για προσευχή, θυμήθηκα έναν τύπο -αγνώστων στοιχείων-, πριν δύο χρόνια περίπου, σε ένα μαγαζί της παραλιακής, που τραγουδούσε ο Ανέστης Μαντάς. Οι άνθρωποι όταν προσεύχονται, αλλάζουν όψη. Ήταν ξημερώματα, σίγουρα μετά τις έξι. Το μαγαζί ξεχείλιζε από κόσμο, η κρίση δεν ήταν ακόμη τόσο αισθητή. Ανέβηκε πάνω, έκανε παραγγελιά. Έβγαλε τα παπούτσια του, έκανε το σταυρό του, φίλησε το χέρι του τραγουδιστή, ψέλλισε κάτι ακαταλαβίστικα, ρούφηξε την τελευταία του γουλιά και ξεκίνησε να στριφογυρίζει σαν δερβίσης πάνω στην μικροσκοπική πίστα. «Ό,τι αφήνεις σ’ αφήνει, σαν τσιγάρο σε σβήνει, δεν σου το’ πε κανείς να το ξέρεις, ό,τι αφήνεις σ’ αφήνει μη μου ρίχνεις ευθύνη, φεύγω και υποφέρεις». Χειροκρότημα δυνατό. Και υπενθύμιση: Μόνο με την αγάπη μπορείς να κερδίσεις το χρόνο. Σε αυτή να προσευχηθείτε. Ο μοναδικός αναπνευστήρας για να μην πνιγείτε στη μαρμίτα του χρόνου. Καλή μας χρονιά.