«Ο αθλητισμός είναι το μόνο πράγμα που με κρατάει στη ζωή», έλεγε η βελγίδα παραολυμπιονίκης Μαρίκε Βερβόορτ λίγο πριν τους Αγώνες του Ρίο. Λίγες ημέρες αργότερα γιόρταζε μία ακόμη νίκη σε βάρος της ανίατης εκφυλιστικής ασθένειας που την είχε καθηλώσει στο αναπηρικό καροτσάκι, κατακτώντας το αργυρό μετάλλιο στα 400 μέτρα (στο βίντεο κάτω ο αγώνας των 400) και το χάλκινο στα 100.
Η τελευταία μάχη είχε δοθεί, αλλά αντί για τις δάφνες του νικητή, η σκέψη της Μαρίκε ήταν στη διαφυγή από τα δεσμά της ανίατης ασθένειας που μέρα με τη μέρα κατέτρωγε το σώμα και την ψυχή της.
H ανίατη εκφυλιστική ασθένεια την καθηλώσε σε ένα κρεβάτι νοσοκομείου στις Βρυξέλλες. Σταδιακά η όρασή της μειώθηκε στο ελάχιστο, ήταν πια παράλυτη από το στήθος και κάτω και πλέον το μόνο που σκεφτόταν ήταν «πότε θα φύγει».
«Δεν θέλω να υποφέρω άλλο» έλεγε σε συνέντευξη της στην Telegraph. «Είναι υπερβολικά δύσκολο για εμένα πλέον. Γίνομαι όλο και πιο δυστυχισμένη. Ποτέ δεν είχα αυτά τα αισθήματα πριν. Κλαίω πολύ. Τελευταία, ακόμα και η όρασή μου εξαφανίζεται. Ενας γιατρός με εξέτασε και μου είπε ότι στο ένα μάτι έχω όραση της τάξης του 2 στα 10 ενώ στο άλλο 1 στα 10. Μου είπε ότι δεν μπορεί να κάνει τίποτα αφού το πρόβλημα προκύπτει από τον εγκέφαλό μου. Επειτα, ένας νευρολόγος έμεινε μαζί μου όλο το βράδυ ενώ είχα τον έναν σπασμό μετά τον άλλον. Είπε ότι δεν ήταν επιληπτική κρίση αλλά το ίδιο μου το σώμα μου που ούρλιαζε. Πονάω τόσο πολύ. Είμαι τελειωμένη», περιέγραφε και η λέξη «ευθανασία» ηχούσε και πάλι ως λύτρωση, ως η μόνη έξοδος διαφυγής.
Το σκεφτόταν άλλωστε καιρό πριν τους Παραολυμπιακούς του Ρίο, ενώ είχε ετοιμάσει το σχετικό φάκελο (η ευθανασία είναι νόμιμη στο Βέλγιο) ήδη από το 2008.
«Προσφέρει ένα καθησυχαστικό συναίσθημα στους ανθρώπους. Αν δεν είχα λάβει τα χαρτιά (της έγκρισης της ευθανασίας), θα είχα ήδη αυτοκτονήσει επειδή είναι πολύ δύσκολο να ζεις με τόσο πόνο και τόση αβεβαιότητα… Τώρα ξέρω ότι όταν φτάσω να μην αντέχω άλλο, αυτά τα χαρτιά θα βρίσκονται εκεί», είχε πει η Βερβόορτ.
Και την Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2019, έδωσε τέλος στη ζωή της με ευθανασία, σε ηλικία 40 ετών.
«Στην κηδεία μου δεν επιθυμώ καμία εκκλησία. Ούτε καφέ, ούτε γλυκό. Θέλω όλοι να κρατούν από ένα ποτήρι σαμπάνιας στο χέρι και να έχουν στο μυαλό τους μία σκέψη για μένα», ήταν το μήνυμα – παράκληση στην οικογένεια και τους φίλους της για την επομένη της «τελευταίας της νίκης» και σύμφωνα με την τελευταία της επιθυμία οι στάχτες της θα σκορπιστούν στον ωκεανό, στη νήσο Λανθαρότε, το αγαπημένο της μέρος στον κόσμο.