Για σχεδόν έναν αιώνα, το τουρκικό κράτος καθόριζε με τον πλέον αυστηρό τρόπο την ταυτότητα των πολιτών του, αποκλείοντας την έννοια της εθνότητας και υπερτονίζοντας την «καθαρή» τουρκική ταυτότητα. Φέτος, ωστόσο, η ιδέα της φυλετικής καθαρότητας που κατασκευάστηκε και επιβλήθηκε από το κράτος στη συλλογική συνείδηση των πολιτών της Τουρκίας, άρχισε ξαφνικά να αποσυντίθεται. Γιατί πριν από μερικές εβδομάδες, η τουρκική κυβέρνηση αποφάσισε να ανοίξει το μητρώο πολιτών της, ένα μνημειώδες αρχείο της καταγωγής του τουρκικού πληθυσμού που ανάγεται στα τέλη της οθωμανικής περιόδου. Μέσω ενός ιστοτόπου που παρέχει πρόσβαση σε όλες τις δημόσιες υπηρεσίες της Τουρκίας, όσοι το επιθυμούν μπορούν να αναζητήσουν την καταγωγή τους, εξετάζοντας αρχεία από το 1882 και έπειτα.
Από τότε, όμως, που έκανε την εμφάνισή της αυτή η νέα υπηρεσία, εκατοντάδες χιλιάδες Τούρκοι ξεκίνησαν να αναθεωρούν τις όποιες απόψεις είχαν έως σήμερα για έννοιες όπως η καταγωγή, η φυλετική καθαρότητα και η πολυπολιτισμικότητα. Μέσα σε δύο, μόλις, ημέρες, περισσότεροι από 5 εκατομμύρια πολίτες – αναφέρει σε κείμενό του στους New York Times ο τούρκος συγγραφέας και δοκιμιογράφος Καγιά Γκεντς – αποπειράθηκαν να βρουν τις ρίζες τους μέσω αυτής της νέας υπηρεσίας. Το αποτέλεσμα ήταν να καταρρεύσει η εφαρμογή, με την κυβέρνηση να αναγκάζεται να αναστείλει τη λειτουργία της εν λόγω υπηρεσίας για αρκετές ημέρες.
Πολλοί, ειδικά εκείνοι οι πρόγονοι των οποίων έζησαν επί γενιές στις ίδιες πόλεις, επιβεβαίωσαν την «τουρκικότητά» τους. Κάποιοι άλλοι, ωστόσο, έμειναν έκπληκτοι από όσα ανακάλυψαν. Γιατί ένας άνδρας που αυτοχαρακτηρίζεται τούρκος εθνικιστής ανακάλυψε ότι η προγιαγιά του ήταν κουρδικής καταγωγής ενώ μια γυναίκα, συγγραφέας στο επάγγελμα, έμαθε πως ο προπάππος της ονομαζόταν Ισαάκ.
Επί σειρά δεκαετιών, η εθνική ταυτότητα στην Τουρκία θεωρούνταν και αντιμετωπιζόταν ως ζήτημα εθνικής ασφάλειας. Το 1915, οι περισσότεροι από τους Αρμένιους είτε σφαγιάστηκαν είτε ασπάστηκαν το Ισλάμ για να επιβιώσουν. Οι αλλαξοπιστίες παρέμειναν επί χρόνια κρυφές εντός των ίδιων των οικογενειών με αποτέλεσμα πολλοί Τούρκοι να ανακαλύψουν πρόσφατα ότι οι παππούδες τους ήταν χριστιανοί, ότι αρκετοί έχουν προγόνους με αρμενική καταγωγή. «Φαίνεται πως η καταγωγή της μητέρας μου είναι από το Γερεβάν ενώ η πατρική καταγωγή μου είναι από τη Γεωργία. Είμαι συγκλονισμένος», σημείωσε χαρακτηριστικά ένας τούρκος πολίτης στον ιστότοπο Eksi Sozluk, όπου το όλο ζήτημα της καταγωγής των τούρκων πολιτών έλαβε μεγάλες διαστάσεις.
Το ξαφνικό ενδιαφέρον εκατομμυρίων Τούρκων για την καταγωγή τους θορύβησε τους αριστεριστές στη χώρα καθώς θα μπορούσε, κατά τη γνώμη τους, να επιφέρει μια αναβίωση του φυλετισμού με απώτερη κατάληξη ακόμα και έναν εμφύλιο πόλεμο. Σύμφωνα, ωστόσο, με τον εκδότη της αρμένικης εβδομαδιαίας εφημερίδας Agos που εκδίδεται στην Κωνσταντινούπολη, αποτελεί ένα θετικό βήμα, μια «επαναστατική» κίνηση και μια «σημαντική ένδειξη ομαλοποίησης», όπως υποστήριξε ένας καθηγητής Ανθρωπολογίας, όσον αφορά την υποτιθέμενη εθνοτική καθαρότητα που επικαλούνται οι τούρκοι εθνικιστές. Παλαιότερη έρευνα που δημοσιεύτηκε στην επιστημονική επιθεώρηση Annals of Human Genetics το 2012, αποκάλυψε πως η πατρική καταγωγή των Τούρκων ήταν κατά 38% ευρωπαϊκή, κατά 35% μεσανατολική, κατά 18% νοτιοασιατική και κατά 9% κεντρασιατική.
Το σύστημα των Μιλέτ
Οι Οθωμανοί διαχειρίζονταν τα σύνθετα και δισεπίλυτα εθνοτικά ζητήματα μέσω του συστήματος των μιλέτ. Επί αιώνες, διαφορετικοί νόμοι και κανόνες ίσχυαν για τους Μουσουλμάνους, τους Καθολικούς, τους Ορθόδοξους και τους Εβραίους. Τα μέλη της κάθε θρησκευτικής κοινότητας μπορούσαν να έχουν τις δικές τους επιχειρήσεις, τα δικά τους σχολεία, νοσοκομεία και λοιπά ιδρύματα, αρκεί να πλήρωναν τους φόρους τους στον σουλτάνο. Ωστόσο, κατά τη δεκαετία του 1830, οι εκσυγχρονιστές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας υιοθέτησαν μια δυτικού τύπου έννοια της υπηκοότητας, εγκαταλείποντας το σύστημα των μιλέτ.
Στις αρχές του περασμένου αιώνα το ζήτημα της γενεαλογίας των πρώην Οθωμανών γιγαντώθηκε. Οι κοσμικοί και δυτικότροποι Νεότουρκοι, ιδρυτές της σύγχρονης Τουρκίας, αντικατέστησαν τον μουσουλμανικό εθνικισμό με μια έννοια της υπηκοότητας που βασιζόταν στην ιδέα του διαχωρισμού της θρησκείας από το κράτος, της πίστης από τη διακυβέρνηση. Και για να επιλύσουν τα εθνοτικά προβλήματα που υφίσταντο, αρκετές φορές κατέφυγαν στη βία. Στο τέλος, μετά από τις σφαγές, τους ξεριζωμούς και τις ανταλλαγές πληθυσμών, οι λιγοστοί Έλληνες και Αρμένιοι που παρέμειναν και συνέχισαν να ζουν στην Τουρκία, αναγκάστηκαν να κρύβουν τις ρίζες τους, αναφέρει χαρακτηριστικά ο τούρκος συγγραφέας.
Η ιδέα μιας «καθαρής» τουρκικής εθνικής ταυτότητας άρχισε να σφυρηλατείται τα χρόνια που ακολούθησαν το θάνατο του Κεμάλ Ατατούρκ, κατά τη δεκαετία του 1940, από εθνικιστικές και ρατσιστικές ομάδες. Οι Τούρκοι, κατά την άποψή τους, κατάγονταν από τις πεδιάδες της Κεντρικής Ασίας, οι Κούρδοι ήταν «ορεσίβιοι Τούρκοι» ενώ κάθε άλλο εθνοτικό στοιχείο κρινόταν ως αποκλίνον και επικίνδυνο.
Ο μουσουλμανικός εθνικισμός του Ερντογάν
Φτάνοντας στις αρχές του 21ου αιώνα, και την άνοδο στην εξουσία, το 2002, του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP), πολλοί εθνικιστές στην Τουρκία εξέλαβαν τον συντηρητικό νεοφιλελευθερισμό του Ερντογάν ως απειλή για την εθνική ταυτότητα της Τουρκίας. Στη διακυβέρνηση της χώρας από τον Ερντογάν η εθνική ταυτότητα που βασιζόταν στην «τουρκικότητα» αντικαταστάθηκε σταδιακά από τον μουσουλμανικό εθνικισμό των νεο-οθωμανών του 19ου αιώνα. Τα ηγετικά στελέχη του AKP θεωρούν πως η απαλοιφή της θρησκείας και της εθνότητας από την εθνική ταυτότητα της Τουρκία αποτελεί μια επανάληψη των λαθών στα οποία υπέπεσαν οι εκσυγχρονιστές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας τη δεκαετία του 1930.
Ανοίγοντας το Αρχείο Πληθυσμού, η τουρκική κυβέρνηση ενδεχομένως να οδηγήσει στην μετάλλαξη της ιδέας των Τούρκων όσον αφορά την καθαρότητα του έθνους τους. Αλλά η εν λόγω κίνηση – υποστηρίζει ο Καγιά Γκεντς – είναι πολύ πιθανό να αποτελεί μέρος ενός πολιτικού υπολογισμού. Στον απόηχο της τουρκικής εισβολής στη Βόρεια Συρία και ενόψει των προεδρικών εκλογών του 2019, η κυβέρνηση επιδιώκει να εδραιώσει τον μουσουλμανικό εθνικισμό ως τον πυρήνα της τουρκικής ταυτότητας. Η Τουρκία του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, καθώς ασπάζεται εκ νέου το Ισλάμ, επιτρέπει στους πολίτες της, όχι μόνον να ανακαλύψουν τις ρίζες και την καταγωγή τους, αλλά και να δικαιολογήσουν την εξωτερική πολιτική που ακολουθεί η κυβέρνησή τους. Πέρα από την πολυπολιτισμικότητα, όσον αφορά την καταγωγή των προγόνων τους, το άνοιγμα του αρχείου πολιτών της Τουρκίας επιδιώκει να υπενθυμίσει σε όλους, τόσο στο εξωτερικό όσο και στο εσωτερικό, ότι κάποτε η Οθωμανική Αυτοκρατορία εκτεινόταν σε τρεις ηπείρους.