Όχι, για τους Financial Times η Όπρα Γουίνφρι, που ξαφνικά συζητιέται ως η πιθανή αντίπαλος του Ντόναλντ Τραμπ στις εκλογές του 2020, φαίνεται ότι δεν θεωρείται κατάλληλη για την προεδρία των ΗΠΑ και τη διάσωσή τους από τις όποιες ορέξεις του νυν προέδρου τους.
Την προηγούμενη εβδομάδα ο Έντουαρντ Λους, αρχισυντάκτης της διεθνούς οικονομικής εφημερίδας στην Ουάσινγκτον, υποστήριξε πως, παρότι η Όπρα Γουίνφρι είναι και εκφράζει όλα όσα δεν είναι (και για αυτό συκοφαντεί) ο Ντόναλντ Τραμπ, έχουν ένα κοινό στοιχείο: είναι αμφότεροι διασημότητες με καμία εμπειρία στην πολιτική.
«Το πρόβλημα είναι ότι η κουλτούρα των διασημοτήτων παίρνει στα χέρια της την πολιτική, και αυτό αποτελεί απώλεια για τη διακυβέρνηση. Εάν η πολιτική ήταν ένας διαγωνισμός δημοτικότητας, η κυρία Γουίνφρι θα άξιζε να κερδίσει», ανέφερε χαρακτηριστικά ο Λους, τονίζοντας πως η ενδεχόμενη άνοδος της Όπρα «θα στιγμάτιζε τις ΗΠΑ ως μια χώρα που πλέον δεν παίρνει στα σοβαρά την πολιτική». Σύμφωνα με τον βρετανό πολιτικό αναλυτή, εάν οι Δημοκρατικοί επέλεγαν την Όπρα για υποψήφια πρόεδρο τους, θα ήταν σαν να παραδέχονται και αυτοί, μετά τους Ρεπουμπλικανούς φυσικά, ότι «η δημοκρατία είναι ένα ριάλιτι τηλεοπτικό σόου».
Την Δευτέρα ήρθε η σειρά μιας άλλης από τις πιο έγκυρες υπογραφές των FT να εξηγήσει γιατί η βασίλισσα της συμπόνιας και των talk show δεν αποτελεί την σωστή επιλογή για να μπορέσει η Αμερική να ξορκίσει τα κακά που την ταλαιπωρούν. «Ζούμε σε μια οικονομία των σούπερ σταρ (superstar economy) στην οποία τα άτομα, οι εταιρείες και ακόμα και οι γεωγραφικές περιοχές που βρίσκονται στην κορυφή, χαίρουν δυσανάλογης ισχύος και προσοχής όπως και δυσανάλογου πλούτου», επισημαίνει η Ράνα Φόροουχαρ στο κείμενό της.
Αλλά στο πλαίσιο αυτής της ιδιότυπης οικονομίας των πάσης φύσεως αστέρων, η Όπρα Γουίνφρι και η μιντιακή, κινηματογραφική και εκδοτική αυτοκρατορία της αποτελούν ένα από τα συμπτώματα της ασθένειας και όχι τη θεραπεία. Η Φόροουχαρ εξηγεί πως η αμερικανική οικονομία ελέγχεται στην ουσία από ελάχιστους. Αναφέρει, για παράδειγμα, μεταξύ άλλων πως μόνον την τελευταία δεκαετία η Mosanto εξαγόρασε περισσότερες από 30 εταιρείες, η Oracle περισσότερες από 80 και η Google περισσότερες από 120, γεγονός που καθιστά ξεπερασμένο το αντιμονοπωλιακό όραμα του ομοσπονδιακού δικαστή Ρόμπερτ Μπορκ ο οποίος τη δεκαετία του ’80 υποστήριζε ότι οι εταιρείες μπορούν να αναπτύσσονται όσο θέλουν, αρκεί να μειώνεται το κόστος για τους καταναλωτές.
Οι σημερινοί κυρίαρχοι της παγκόσμιας οικονομίας, από την Amazon του Μπέζος έως το Facebook του Ζάκερμπεργκ, μειώνουν σημαντικά ή απαλείφουν εντελώς το κόστος για τους καταναλωτές, καταστρέφοντας, ωστόσο, τον ανταγωνισμό και τις όποιες θετικές επιπτώσεις του. Και σύμφωνα με την Φόροουχαρ, μέρος της ευθύνης φέρουν οι Δημοκρατικοί.
Οι οποίοι «ξοδεύουν το χρόνο τους ανησυχώντας για τη συγκέντρωση εξουσίας από τη σκοπιά του φύλου και της φυλής. Αλλά, διακινδυνεύοντας να ακουστώ ως μαρξίστρια, (θεωρώ πως) η πραγματική δράση είναι ταξική. Θα μου άρεσε ο επόμενος πρόεδρός μας να είναι ένας άνθρωπος που ενδιαφέρεται με ουσιαστικό τρόπο να κατανοήσει, ώστε να αποδομήσει, την οικονομία των superstar που καταπνίγει μια ευρύτερη και βιώσιμη ανάκαμψη της οικονομίας», εξήγησε Φόροουχαρ. Για να καταλήξει: «Απλώς δεν πείθομαι πως μια δισεκατομμυριούχος των μίντια είναι το κατάλληλο άτομο για να το κάνει».