Εκεί που δεν πετάνε πια

Έκλεισε με την εισβολή, το 1974. Τώρα το νησί διαθέτει το καινούριο, υπερσύγχρονο αερδρόμιο της Λάρνακας. Κάποια στιγμή, αν λυθεί και το Κυπριακό, θα βρεθεί λύση και για το αεροδρόμιο.

Γιώτα Παναγιώτου

Το πούλμαν στρίβει αριστερά σε ασφαλτοστρωμένο δρόμο. Από μακριά αστράφτει στον ήλιο το λευκό φυλάκιο της Ειρηνευτικής Δύναμης των Ηνωμένων Εθνών στην Κύπρο. Λίγα μέτρα με χωρίζουν από τη χρονοκάψουλα που θα με μεταφέρει πίσω στο 1970. Όταν το αεροδρόμιο που ετοιμάζομαι να επισκεφτώ δεν ήταν η έρημη, αχανής έκταση που απλώνεται μπροστά μου, αλλά ο υπερσύγχρονος «Διεθνής Αερολιμένας Λευκωσίας».

Ποτέ δεν χώνεψα το χαρακτηρισμό «κτίριο φάντασμα». Στο μυαλό μου παραμένει ένα σχήμα οξύμωρο: το φάντασμα, ως πνεύμα, έχει τη δυνατότητα να μετακινείται στον χώρο και στον χρόνο, ενώ οι τοίχοι των εγκαταλελειμμένων κτισμάτων στέκουν εκεί, σαν άδειο κέλυφος. Δεν πάνε πουθενά. Κι ίσως για αυτό να σου ρημάζουν την ψυχή χειρότερα. Καθώς το λεωφορείο προχωρά, ολοένα και περισσότερα από αυτά τα «αδειανά πουκάμισα» προβάλουν, χαράζοντας το μυαλό με τις σκουριασμένες πινακίδες με τις γραμματοσειρές μιας άλλης εποχής, με τις ξεχαρβαλωμένες πόρτες και με τα ανοιχτά παράθυρα. Πόσο σπαραχτικά είναι τα ανοικτά παράθυρα καμιά φορά. Κοιτούν σαν άδεια μάτια.

Πλησιάζουμε στον παλιό Πύργο Ελέγχου. Αυτόν που λειτουργούσε μόνο με ασυρμάτους και χωρίς ραντάρ, όπως εξηγεί στο γκρουπ ο ξεναγός μας, ο Σλοβάκος ταγματάρχης Σάξον. Πώς στην ευχή τα κατάφερναν και δεν συγκρούονταν τα αεροσκάφη, όπως τα αυτοκινητάκια στο λούνα παρκ, είναι απορίας άξιο. «Είστε ελεύθεροι να βγάλετε φωτογραφίες» μας λέει. Κι εκεί αρχίζει η  ανάβαση στο βουνό της θλίψης. Αποφασίζω να μπω μέσα στον Πύργο Ελέγχου και να δω τον χώρο που κάποτε ήταν γεμάτος. Τώρα πια εκκωφαντικά άδειος. Τόσο που δεν ακούω πια τα λόγια του ταγματάρχη. Σπασμένα αγγλικά επιχειρούν να αποτυπώσουν την ιστορία του αεροδρομίου. Δεν δίνω μεγάλη σημασία. Τα γεγονότα, άλλωστε, είναι λίγο-πολύ γνωστά. Και πολύ πιο οδυνηρά από την αφήγηση του αξιωματούχου. Ο οποίος, ακολουθώντας κατά γράμμα τη στάση της πολιτικής ορθότητας των Ηνωμένων Εθνών, επιμένει να αποκαλεί την εισβολή (invasion), επέμβαση (intervention), προκαλώντας θυμηδία, αλλά και εκνευρισμό. Ειδικά, σε όσους ανάμεσά μας κατάγονται από την Κύπρο. Κι έχουν βιώσει στο πετσί τους (και κάτω από αυτό) την απώλεια. Τι να πει κανείς για το καλοκαίρι του 1974. Με πόση επιείκεια  και ψυχραιμία να περιγράψει τη μέρα που σταμάτησε ο χρόνος.

Κατά τη διάρκεια της εισβολής, το αεροδρόμιο υπήρξε ένας από τους κύριους στόχους της τουρκικής πολεμικής αεροπορίας. Τα εχθρικά αεροπλάνα προκάλεσαν με βομβαρδισμούς εκτεταμένες ζημιές στους αεροδιαδρόμους, στα αεροσκάφη και στις εγκαταστάσεις του. Μου το επιβεβαιώνουν όλοι οι Κύπριοι που βρίσκονται μαζί μου: Στον Διεθνή Αερολιμένα Λευκωσίας έλαβαν χώρα οι πιο δραματικές μάχες του πολέμου του '74. Στις 22 Ιουλίου εκείνου του μαύρου έτους, δεκαπέντε ελληνικά μεταγωγικά Νοράτλας και ακόμη δέκα C-47 Ντακότα (ανήκαν στην 354η Μοίρα Μεταφορών «Πήγασος»), μετέφεραν στην Κύπρο Έλληνες καταδρομείς, οι οποίοι πήραν θέσεις άμυνας γύρω από το αεροδρόμιο Λευκωσίας. Η επιχείρηση είχε την κωδική ονομασία «Νίκη». Εκείνοι οι άντρες, μαζί με δυνάμεις της ΕΛΔΥΚ κι ελληνοκύπριους στρατιώτες, υπερασπίστηκαν το αεροδρόμιο με γενναιότητα και αυταπάρνηση, αποτρέποντας την κατάληψή του από τον τουρκικό στρατό. Όχι όμως και τη διχοτόμηση του νησιού.

Δεν έχω σταματήσει λεπτό να φωτογραφίζω την καταθλιπτική ηρεμία και τα μελαγχολικά σκουπίδια του χρόνου. Ζουμ στα σπασμένα γυαλιά, στα σκισμένα καθίσματα και στα συρματοπλέγματα που ματώνουν. Στο πάτωμα το οποίο έγινε ειδική παραγγελία, για να μην ακούγεται ο θόρυβος από τα τακούνια των γυναικών. Στα σιντριβάνια – πισίνες του εξωτερικού χώρου που κάλμαραν τον καυτό αέρα του κυπριακού καλοκαιριού. Στις τεράστιες τεχνητές οπές του ταβανιού, φτιαγμένες για να λειτουργούν ως φυσικός κλιματισμός. Στον απίστευτο αριθμό (για τις διαστάσεις αυτού του αεροδρομίου) των πάλαι ποτέ πολύβουων check in points.

Η πιο αγαπημένη μου φωτογραφία, όμως, είναι αυτή που στο βάθος της φαίνεται ο τοίχος με τα μαύρα χελιδόνια να πετούν σε τιρκουάζ φόντο. Απομεινάρι μιας άλλης εποχής. Τότε που εγκαινιάστηκε το στολίδι της Λευκωσίας, ο συγκοινωνιακός κόμβος μεταξύ Μέσης Ανατολής και Ανατολικής Μεσογείου. Τότε που ο πατέρας της Έρρικας, η οποία στέκεται τώρα δίπλα μου δακρυσμένη, ξυπνούσε με κέφι το πρωί και ερχόταν στο αεροδρόμιο για δουλειά. Τότε που σε αυτές τις εγκαταστάσεις πραγματοποιούνταν ετησίως γύρω στις 15.000 προσγειώσεις και απογειώσεις αεροσκαφών (τακτικές, έκτακτες και ναυλωμένες πτήσεις), ενώ διακινούνταν περίπου 750.000 επιβάτες. Τότε που η χρυσή νεολαία της Κύπρου έκλεινε τα ερωτικά ραντεβού της, στα δημοφιλή καφέ του. Ακούω τον Αντώνη να γελά δίπλα μου λέγοντας «Ποιος ξέρει πόσοι από εμάς δεν θα είχαν γεννηθεί, αν δεν υπήρχε αυτό το μέρος».

Ελέγχω ξανά τις φωτογραφίες μου. Δεν έχω ποζάρει σε καμιά από αυτές. Δεν μπορώ να χαμογελάσω. Δεν έχω κέφι, ρε παιδί μου. Κοιτάζω το κουφάρι του τελευταίου πολιτικού αεροσκάφους στο αεροδρόμιο της Λευκωσίας, το οποίο βρίσκεται πλέον εξ ολοκλήρου μέσα στη νεκρή ζώνη των Ηνωμένων Εθνών. Είναι ένα Trident Sun Jet των Κυπριακών Αερογραμμών. Το αεροπλάνο δέχθηκε πυρά, κατά τη διάρκεια της εισβολής, με αποτέλεσμα να καθηλωθεί στο έδαφος. Τι εξυπηρετεί σήμερα; Ακίνητο, σαν ψόφιο έντομο, σκουριάζει μνημονεύοντας χαμένα μεγαλεία, χαζεύοντας τις σκιές από το χτες να περνούν. Το βλέπουν άραγε οι εκπρόσωποι κάθε νέου γύρου συνομιλιών όταν έρχονται εδώ; Πίσω του, στο βάθος, το σημάδι του Αττίλα. Η σημαία του ψευδοκράτους σκαμμένη στο βουνό. Και το σύνθημα «Ne mutlu turkum diyene».

Δίπλα μου μια ομάδα στρατιωτών τρέχει φωνάζοντας παραγγέλματα. Πιο πέρα κάποιοι παίζουν γκολφ. Κι ένα πράγμα παράξενο. Αντί να σκεφτώ τον Σεφέρη, τον τόσο δεμένο με τούτο τον τόπο, την Κύπρο «της λεμονιάς, της ελιάς», στο μυαλό μου γυρίζουν οι στίχοι ενός άλλου.
Ενός ρομαντικού αυτόχειρα.
Ενός μαρτυρικά καταραμένου.
«Τι νέοι που φτάσαμεν εδώ, στο έρμο νησί, στο
Χείλος του κόσμου, δώθε απ' τ' όνειρο και κείθε απ' τη γη».