Η Σάρα είναι γαλλίδα – στα 15 χρόνια της έπαψε να μακιγιάρεται, να πηγαίνει στο σινεμά και να φορά τζιν. Άρχισε να φορά κάποια φαρδιά φορέματα, να καλύπτει τα μαλλιά της με μαντήλες, ενώ μια φορά δοκίμασε να βάλει ένα βέλο που κάλυπτε το πρόσωπό της. Μετά, άρχισε να διαβάζει το Κοράνι, να προσεύχεται -πέντε φορές τη μέρα- και να χάνεται για ώρες απομονωμένη στο κομπιούτερ της. Στα 17 της, ένα πρωινό τη χαιρέτισε ο πατέρας της στον σταθμό (όπως κάθε πρωί που έπαιρνε το τρένο για το σχολείο της) και χάθηκε. Δυο μέρες αργότερα, ένας άγνωστος αριθμός εμφανίστηκε στο κινητό της μάνας της. Ήταν η Σάρα – «είμαι στη Συρία, είμαι καλά, παντρεύτηκα έναν συναγωνιστή και σας νοιάζομαι, αν και είστε άπιστοι» είπε κι έκλεισε το τηλέφωνο. Η μάνα της αυτοπροσδιορίζεται (στο δημοσίευμα του «Spiegel») ως άθεη, ο πατέρας της ήταν μουσουλμάνος, που γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Γαλλία. «Δεν πήγαινε στο τζαμί, ούτε ακολουθούσε το Ραμαζάνι. Μεγαλώσαμε τα παιδιά μας μακριά απ' τις θρησκείες, η σύμπνοια και όχι η πίστη ήταν η δική μας αξία» λέει η μάνα της Σάρα.
Χίλιοι πολίτες της Γαλλίας βρίσκονται σήμερα στο Ιράκ και τη Συρία – κάπου 100 γαλλίδες παντρεύτηκαν «μαχητές». Η ανθρωπολόγος Ντ. Μπουζάρ είναι ειδική στα θέματα της ριζοσπαστικοποίησης και της θρησκείας, σύμβουλος σήμερα του υπουργείου Εσωτερικών, και το 2006 είχε εκδώσει έναν «οδηγό» για τους γονείς. Οι «κυνηγοί» βγαίνουν στα κοινωνικά δίκτυα και αναζητούν νέους και νέες που έχουν μια τάση στην κοινωνική προσφορά. Στην αρχή επιχειρούν να «απομονώσουν» το θύμα τους από το περιβάλλον του – αρχίζουν να του στέλνουν βίντεο για τις μεταλλαγμένες τροφές και τις παγκόσμιες συνωμοσίες. Όταν το «θύμα» αρχίσει να διαπνέεται απ' την κουλτούρα της «σαπίλας» του κόσμου, σταδιακά αρχίζει να αποκόβεται από τις συνήθειες της καθημερινότητάς του και την ταυτότητά του, διαμορφώνοντας μια νέα ταυτότητα – αυτή «του αγωνιστή για έναν καλύτερο κόσμο». Τα κορίτσια συνήθως προσεγγίζονται στην αρχή από κοπέλες (που σταδιακά αυτοπροσδιορίζονται ως «πνευματικές αδελφές»), οι οποίες αποφεύγουν αρχικά την αναφορά σε θρησκείες – δημιουργούν μια συγκινησιακή φόρτιση (δείχνουν μωρά που έχουν πνιγεί από αέρια σε μια επιχείρηση των συριακών δυνάμεων ασφαλείας) και τότε αρχίζει η κατήχηση για «υψηλότερες θείες αξίες» και οδηγίες υλοποίησής τους.
Τα 3/4 όσων έχουν ριζοσπαστικοποιηθεί προέρχονται πια από γονείς άθεους, ενώ η μεγάλη τους πλειοψηφία ανήκει στη μεσαία τάξη, ενίοτε και στην ανώτερη. Για κάποιους γονείς (που τα παιδιά τους παρουσίαζαν προβλήματα εθισμού σε αλκοόλ ή ναρκωτικά), η ενασχόληση με το Κοράνι ήταν «θείο δώρο». «Αφού η θρησκεία του έδωσε μια εσωτερική ισορροπία, θα πεί πως είναι καλό πράγμα» δήλωσαν πως σκέφτονταν. Όταν όμως τα αγόρια τους άρχισαν να έχουν γενειάδες, να φοράν ράσα κι ένα σκούφο στο κεφάλι, να προσεύχονται υψηλόφωνα και να κάνουν παρατηρήσεις στις γυναίκες της οικογένειάς τους ότι ντύνονται «πρόστυχα», ξεκίνησαν οι καυγάδες και οι συγκρούσεις. Κι έπειτα έγινε η φυγή και η ανώμαλη προσγείωση της οικογένειας στη σκληρή πραγματικότητα. Οι γιοι τους φαντασιώνονται ότι είναι «ιππότες», ότι έχουν μια «αποστολή», «ζουν μέσα στη φαντασίωση της παντοδυναμίας, καθώς αποκτούν έλεγχο στη ζωή και τον θάνατο».
Η Μπουζάρ λέει, τέλος, ότι στη «γραμμή βοήθειας» που έχει ανοίξει, κάπου 5 νέες οικογένειες τη βδομάδα επικοινωνούν μαζί της καθώς και νέα κορίτσια, που βλέπουν φίλες τους ή αδελφές τους να αποκτούν μιαν αλλόκοτη συμπεριφορά.
(Μεγάλη κουβέντα να μην πούμε, αλλά όχι – αυτό μοιάζει να μην το έχουμε. Τουλάχιστον σε κλίμακα απτή. Ίσως οι μπαχαλάκηδες να αποφόρτισαν την αδρεναλίνη ενός μέρους της ριζοσπαστικής ελληνικής νεολαίας, ίσως στη χώρα μας η «εφηβική απομόνωση» να μην ενδημεί στον βαθμό που απλώνεται και ριζώνει σε άλλες χώρες, ίσως η Χρυσή Αυγή να απορρόφησε μιαν άλλη μερίδα της ριζοσπαστικής ελληνικής νεολαίας – το σύμπτωμα πάντως, δείχνει να το έχουμε περάσει ξώφαλτσα.)