Επικαιρότητα

Μπορεί ο Μπάιντεν να σώσει τη Δύση;

Στην «Ευρώπη δεν αρέσουν αυτά που η Κίνα κάνει ενώ στις ΗΠΑ δεν αρέσει αυτό που η Κίνα είναι». Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι ο αμερικανός πρόεδρος δεν έρχεται στην Ευρώπη για να αποτίσει φόρο τιμής στη συμμαχία που κέρδισε τον πρώτο Ψυχρό Πόλεμο, έρχεται αναζητώντας συμμάχους για τον δεύτερο - με την Κίνα
Protagon Team

Λαμβάνοντας υπόψη την αβεβαιότητα που επικρατεί ανά τον κόσμο και καθώς η ανθρωπότητα εξακολουθεί να βρίσκεται αντιμέτωπη με μία ανείπωτη πανδημία, πριν εγκαταλείψει τις ΗΠΑ για να έλθει στην Ευρώπη, ο Τζο Μπάιντεν θέλησε να επισημάνει, με άρθρο του, μάλιστα, στην Washington Post, πως κατά την επταήμερη περιοδεία του στη Γηραιά Ηπειρο θα επιδιώξει να καταστεί σαφές ότι οι ΗΠΑ έχουν επιστρέψει δυναμικά στη διεθνή σκηνή και είναι έτοιμες να ηγηθούν εκ νέου της Δύσης. Ενας δεύτερος εξίσου σημαντικός στόχος του είναι να αντιληφθεί ο κόσμος όλος πως «οι δημοκρατίες έχουν την ικανότητα και να αντιμετωπίζουν τις προκλήσεις και να αποτρέπουν τις απειλές αυτής της νέας εποχής», σύμφωνα με τα δικά του λόγια.

Την Πέμπτη ο αμερικανός πρόεδρος συναντάται με τον Μπόρις Τζόνσον, την Παρασκευή και το Σάββατο θα συμμετάσχει στην 47η σύνοδο κορυφής της Ομάδας των Επτά (G7) στην Κορνουάλη, την Κυριακή θα γίνει δεκτός από τη βασίλισσα Ελισάβετ, πριν μεταβεί στις Βρυξέλλες για τη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στο πλαίσιο της οποίας θα έχει κατ’ ιδίαν συνάντηση με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Την Τρίτη θα ανταλλάξει απόψεις με την Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν και τον Σαρλ Μισέλ ενώ την επομένη θα βρίσκεται στη Γενεύη για την πολυαναμενόμενη συνάντησή του με τον Βλαντίμιρ Πούτιν.

«Η Αμερική επέστρεψε. Αυτό σημαίνει ότι έχουμε και πάλι έναν πολύ ισχυρό εταίρο για να προωθήσουμε την πολυμερή προσέγγιση», επισήμανε την Δευτέρα ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, κάνοντας λόγο για μία μεγάλη και πολύ σημαντική αλλαγή σε σχέση με την περίοδο που τα ηνία των ΗΠΑ κρατούσε ο Ντόναλντ Τραμπ.

Επειτα από την τετραετία Τραμπ, κατά την οποία κλονίστηκαν με πρωτόγνωρο τρόπο τα θεμέλια της Ατλαντικής Συμμαχίας, «οι Ευρωπαίοι ηγέτες εμφανίζονται ευγνώμονες για το απλό γεγονός ότι οι ΗΠΑ έχουν έναν πρόεδρο που πιστεύει στη δημοκρατία και στη διπλωματία»σημειώνει ο Ράφαελ Μπερ του Guardian σε ανάλυσή τουΕστιάζοντας στη συνάντηση του αμερικανού προέδρου με τον ρώσο ομόλογο του, ο βρετανός δημοσιογράφος εξηγεί πως, δεδομένων των συνθηκών και των σημαντικών διαφορών που χωρίζουν τις δύο πλευρές, ένα «διαρκές πάγωμα των σχέσεων» θα εκληφθεί ως πρόοδος. 

Οσον αφορά την πλευρά της Ρωσίας, η αναβίωση ενός ψυχροπολεμικού κλίματος ενδεχομένως να κολάκευε τον Βλάντιμιρ Πούτιν, καθώς θα επιβεβαίωνε την πεποίθησή ότι η Ρωσία εξακολουθεί να είναι μία υπερδύναμη. «Στην πραγματικότητα, ωστόσο, η Ουάσιγκτον βλέπει τη Μόσχα ως μία παρακμάζουσα δύναμη που αντισταθμίζει την περιορισμένη της επιρροή, ξεσπώντας οπουδήποτε μπορεί, προκαλώντας αταξία και σπέρνοντας τη διχόνοια. Ο Πούτιν χαρακτηρίζεται εριστικός, δεν εκλαμβάνεται ως αντίπαλος»γράφει ο Μπερ. 

Ο Τζο Μπάιντεν πρόκειται να περιοδεύσει ανά την Ευρώπη, επισημαίνοντας την ανάγκη «αναβίωσης μιας συμμαχίας δυτικών δημοκρατιών», όντας πεπεισμένος πως ο αντίπαλος των ΗΠΑ και του αποκαλούμενου δυτικού κόσμου στο σύνολό του δεν είναι η Ρωσία αλλά η Κίνα, «μια πραγματική υπερδύναμη»Στόχος του δεν είναι να καθησυχάσει τους ευρωπαίους εταίρους του αλλά να τους προετοιμάσει και να τους ενώσει ενόψει της επικείμενης μάχης μεταξύ της Δύσης και του Πεκίνου για την παγκόσμια κυριαρχία.

Ο Μπερ θεωρεί πως εάν η Κίνα ήταν φτωχότερη, η αποστολή του Τζο Μπάιντεν θα ήταν ευκολότερη. Αλλά το οικονομικό χάσμα που χωρίζει τις δύο πλευρές ολοένα περιορίζεται με αρκετούς αναλυτές να επισημαίνουν ότι, έως το τέλος της τρέχουσας δεκαετίας, η κινεζική οικονομία θα μπορούσε να ξεπεράσει την οικονομία των ΗΠΑ. Συνυπολογίζοντας ότι η Κίνα, πέρα από οικονομική, είναι επίσης μία τεχνολογική και στρατιωτική υπερδύναμη, γίνεται απόλυτα κατανοητό γιατί ο αμερικανός πρόεδρος αδημονεί να πείσει τα ευρωπαϊκά κράτη να συσπειρωθούν εκ νέου γύρω από τις ΗΠΑ κατά του νέου αντιπάλου της Δύσης.

Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου η ΕΣΣΔ κατάφερε να διατηρήσει τη στρατιωτική της ισχύ αλλά απώλεσε σχετικά γρήγορα την οικονομική της ισχύ ενώ η κατάρρευση της ΕΣΣΔ εκλήφθηκε ως απόδειξη της υπεροχής του δυτικού μοντέλου, ως επιβεβαίωση της άποψης πως δεν μπορεί να υπάρξει επιχειρηματικότητα δίχως αγορές, ούτε αγορές δίχως κανόνες, ούτε κανόνες δίχως δημοκρατία. Τη Δύση, ωστόσο, και όλους όσοι μιλούσαν για το τέλος της ιστορίας, διαψεύδει πλέον με τον πλέον ξεκάθαρο και προκλητικό τρόπο το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας  με τον «υβριδικό αυταρχικό καπιταλισμό του», υπενθυμίζει ο Μπερ.

Τα ευρωπαϊκά κράτη εξακολουθούν να προασπίζονται τις δημοκρατικές αξίες (τουλάχιστον σε επίπεδο δηλώσεων) στη διεθνή σκηνή, κατηγορώντας, για παράδειγμα, το Πεκίνο ότι παραβιάζει συστηματικά τα ανθρώπινα δικαιώματα. 

Συγχρόνως, όμως, συνεχίζουν να συναλλάσσονται μαζί του, γνωρίζοντας πως τα οικονομικά τους, κυρίως, συμφέροντα εξαρτώνται σημαντικά από τους Κινέζους. Το μεγαλύτερο μέρος των γερμανικών εξαγωγών καταλήγει στην Κίνα ενώ μικρότερα ευρωπαϊκά κράτη βασίζονται στις κινεζικές επενδύσεις σε επιχειρήσεις και υποδομές. 

Οι ευρωπαίοι ηγέτες σίγουρα λαμβάνουν υπόψη τις ανησυχίες που εκφράζονται (κυρίως από τις ΗΠΑ) περί κινεζικής διείσδυσης στην Ευρώπη η οποία θα μπορούσε στο μέλλον να υπονομεύσει, όχι μόνον την ασφάλεια, αλλά και την πολιτική σταθερότητα στην επικράτειά της, αλλά δείχνουν να μην συμμερίζονται την άποψη ότι η κινεζική ισχύς πρέπει άμεσα να περιοριστεί, όπως υποστηρίζουν οι Αμερικανοί και ο πρόεδρός τους. 

 Αυτό οφείλεται εν μέρει στο ότι στην «Ευρώπη δεν αρέσουν αυτά που η Κίνα κάνει ενώ στις ΗΠΑ δεν αρέσει αυτό που η Κίνα είναι»ανάφερε χαρακτηριστικά ένας διπλωμάτης στο Guardian, εξηγώντας πως το ενδεχόμενο να καταστεί η Κίνα η κύρια υπερδύναμη στον κόσμο είναι «υπαρξιακά τρομακτικό» για την Ουάσιγκτον.  

Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι ο Τζο Μπάιντεν δεν έρχεται στην Ευρώπη για να αποτίσει φόρο τιμής στη συμμαχία που κέρδισε τον πρώτο Ψυχρό Πόλεμο, έρχεται αναζητώντας συμμάχους για τον δεύτερο – επισημαίνει, ολοκληρώνοντας την ανάλυσή του, ο Ράφαελ Μπερ. 

Με την άποψη του συμφωνεί και ο Ισάν Θαρούρ της Washington Post, αναφέροντας σε κείμενό του ότι ο αμερικανός ηγέτης, θεωρώντας πως κατά την επόμενη δεκαετία οι φιλελεύθερες δημοκρατίες θα κληθούν να αναμετρηθούν με την Κίνα και άλλες αυταρχικές δυνάμεις, βλέπει τις συναντήσεις με τους ευρωπαίους ηγέτες με φόντο «την απαρχή μιας νέας περιόδου ανταγωνισμού». Ωστόσο ο αμερικανός δημοσιογράφος εμφανίζεται κάθε άλλο παρά σίγουρος πως ο Τζο Μπάιντεν θα καταφέρει τελικά να τους πείσει για την ανάγκη ανασύστασης και θωράκισης του δυτικού μετώπου ενόψει της συνεχιζόμενης ανόδου της Κίνας στη διεθνή σκηνή.

Ο Θαρούρ σημειώνει πως η έννοια της Δύσης παραμένει ασαφής. Καταρχάς γεωγραφικά, δεδομένου ότι στο Δυτικό Μέτωπο δεν περιλαμβάνεται η Λατινική Αμερική αλλά περιλαμβάνονται παραδοσιακά η Αυστραλία και η Νέα Ζηλανδία. Εννοιολογικά ο καθορισμός της Δύσης είναι ακόμη πιο δύσκολος καθώς συνώνυμά της είναι ο ιουδαιοχριστιανισμός και η ελληνορωμαϊκή παράδοση, η δημοκρατία αλλά και η αποικιοκρατία. Αρκετοί είναι και εκείνοι που θεωρούν πως η Δύση δεν αποτελεί τίποτα παραπάνω από ένα κατάλοιπο του Ψυχρού Πολέμου.    

Οσον αφορά τον Τζο Μπάιντεν, θεμέλια της «Δύσης» που επιδιώκει να αναζωογονήσει είναι «η στρατιωτική ισχύς του NATO και οι καθολικές αξίες των φιλελεύθερων δημοκρατικών κρατών»εξηγεί ο Θαρούρ. Ωστόσο αρκετοί, τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Ευρώπη, πλέον ορίζουν διαφορετικά τη Δύση, «πολύ πιο περιοριστικά και φυλετικά».  Εξαιτίας του Ντόναλντ Τραμπ κυρίως, ο οποίος «εγκατέλειψε την τζεφερσονική Δύση της ελευθερίας, της πολυμέρειας και του κράτους δικαίου, υπέρ μιας εθνοτικής, θρησκευτικής και εθνικιστικής Δύσης», όπως επισημαίνει στο βιβλίο του «Η εγκατάλειψη της Δύσης» ο επιφανής αμερικανικός ιστορικός Μάικλ Κίματζ. 

Στις ΗΠΑ, τόσο το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα όσο και οι δεξιόστροφοι πολιτικοί αναλυτές εξακολουθούν να ενστερνίζονται την τραμπική ερμηνεία της Δύσης ενώ στην Ευρώπη οι ακροδεξιές δυνάμεις έχουν ταχθεί εδώ και πολλά χρόνια υπέρ αυτής της «εθνοτικής, θρησκευτικής και εθνικιστικής Δύσης» 

«Θα συνεχίσει η Δύση να αποτελεί ένα περιεκτικό, καθολικό εγχείρημα – “ανοιχτό σε κάθε άνθρωπο ή έθνος που τιμά και υποστηρίζει τις αξίες της”, όπως το έθεσε ο εκλιπών αμερικανός γερουσιαστής Τζον Μακέιν, – ή θα επανακαθοριστεί με πιο περιοριστικούς, πολιτισμικούς όρους; Θα διαρκέσει περισσότερο η δυτική συμμαχία από τη δυτική υπεροχή ή θα αποδειχτεί μία βραχύβια ιστορική ανωμαλία; Πόσο ανθεκτικές είναι η δυτική αυτοπεποίθηση και συνοχή;»διερωτήθηκε ενόψει της ευρωπαϊκής περιοδείας Μπάιντεν και ο Τζέρεμι Κλιφ του New Statesman.

Λαμβάνοντας υπόψη τις τάσεις που επικρατούν στην Ευρώπη, δυστυχώς συμπεραίνεται πως οι αντοχές της Δύσης δοκιμάζονται σε ανησυχητικό, αν όχι επικίνδυνο, βαθμό. Σύμφωνα με πρόσφατη δημοσκόπηση του European Council on Foreign Relations, η πλειονότητα των πολιτών σε σημαντικό αριθμό ευρωπαϊκών κρατών πιστεύουν πως το ευρωπαϊκό εγχείρημα είναι «προβληματικό». Η πλειονότητα των πολιτών σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες πιστεύει επίσης ότι και το πολιτικό σύστημα των ΗΠΑ είναι είτε «απόλυτα προβληματικό» είτε «εν μέρει προβληματικό», παρότι τα ηνία των ΗΠΑ τα κρατά εδώ και τέσσερις μήνες ο Τζο Μπάιντεν. «Εξακολουθεί να υπάρχει διάχυτη αμφιβολία όσον αφορά την ικανότητα των ΗΠΑ να επιστρέψουν ως “ηγέτης” της Δύσης»επισημαίνεται στη σχετική έκθεση της ευρωπαϊκής δεξαμενής σκέψης.

«Οι φιλελεύθερες δημοκρατίες του κόσμου έχασαν το δικαίωμα να ορίζουν τι είναι η δημοκρατία, όχι μόνον επειδή οι νέοι αυταρχικοί ηγέτες επιδεικνύουν πιστοποιητικά δημοκρατικών φρονημάτων (επικράτησαν μέσω ελεύθερων, αν όχι δίκαιων εκλογών) αλλά και γιατί μια σημαντική πλειοψηφία στις κοινωνίες τους είναι βαθιά απογοητευμένη από τα δικά τους πολιτικά συστήματα. Κάποιοι δεν πιστεύουν πια ούτε καν ότι εξακολουθούν να ζουν σε μία δημοκρατία»υποστήριξε τον προηγούμενο μήνα σε άρθρο του στους New York Times ο βούλγαρος πολιτικός επιστήμονας και στοχαστής Ιβάν Κράστεφ.

Για αυτόν τον λόγο κατά τις συναντήσεις τους με τους ευρωπαίους εταίρους του τις επόμενες ημέρες o Τζο Μπάιντεν θα πρέπει να μετριάσει τις προσδοκίες του, υποστηρίζουν πολλοί αναλυτές, ειδικά στην Ευρώπη. Αντί να αποπειραθεί να πείσει ότι οι ΗΠΑ επέστρεψαν στη διεθνή και είναι έτοιμες να ηγηθούν του μετώπου της Δύσης στο πλαίσιο ενός νέου Ψυχρού Πολέμου με κύριο αντίπαλο την Κίνα, ίσως να είναι προτιμότερο να τους αποδείξει ότι είναι έτοιμος να τους συνδράμει στην αντιμετώπιση των προκλήσεων που αντιμετωπίζουν όσον αφορά καταρχάς την ασφάλειά τους. Και πολλές από αυτές τις προκλήσεις επί του παρόντος δεν τις θέτει η Κίνα αλλά η Ρωσία.