Διαβάσαμε αρκετά, τις τελευτές μέρες, για Σερβία, Αλβανία, Κόσοβο. Σχέσεις, επισκέψεις, διενέξεις, προκλήσεις, παρεξηγήσεις. Απ’ όλα. Εξάλλου, αποτελεί (αγαπημένο και σίγουρο) θέμα, περίπου, όλων όσων κατοικούν, ή ασχολούνται με την ιστορία των Βαλκανίων. Ειδικά μετά την ανεξαρτησία του τελευταίου, έχουν ξοδευτεί τόνοι μελανιού. Προέκυψαν και νέα θέματα, ωστόσο. Μια το περιβόητο παιχνίδι και η «σημαία», μια το ιστορικό ραντεβού των πρωθυπουργών Σερβίας-Αλβανίας, το πρώτο μετά από 68 χρόνια. Και να φανταστείς, είμαστε γείτονες.
Ένα, όμως, από τα πολλά που διάβασα, το ξεχώρισα. Γράφτηκε περίπου ότι «άλλαξαν οι συσχετισμοί του πληθυσμού της περιοχής, κυρίως μετά το άνοιγμα των συνόρων της Γιουγκοσλαβίας από τον Τίτο, από το 1945 έως το 1948, αφού μετακόμισαν στο Κόσοβο χιλιάδες Αλβανοί». Αν πίστευα σε θεό, θα αναφωνούσα: Για όνομα του θεού! Επειδή, όμως, είμαι άθεος, και επειδή δεν θέλω να ασχοληθώ με (τέτοια) ιστορία, αρκέστηκα να χαμογελάσω. Πικρά. Και να φέρνω στον νου μου, με απέραντη θλίψη, τους χιλιάδες νεκρούς συμπατριώτες μου, στα σύνορα της Αλβανίας με Γιουγκοσλαβία και Ελλάδα, αμέσως μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και μέχρι στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Από τα πυρά των στρατιωτών του καθεστώτος του Enver Hoxha. Ενίοτε, και από τους απέναντι. Που «είχαν ανοίξει τα σύνορα».
Προσπαθούσαν να σωθούν από αυτό που ερχόταν ή αυτό που ζούσαν. Έφερα στον νου μου, τους χιλιάδες φυλακισμένους και εκτοπισμένους, για τον ίδιο λόγο. Άνδρες, γυναίκες, παιδιά, ηλικιωμένους. Χωρίς διάκριση. Την ίδια μου την οικογένεια, έφερα στο νου. Φυλακές, εξορίες, κοινωνική απομόνωση. Εμάς όλους, που γίναμε «μαύρα πρόβατα» του Κόμματος. Τα στρατόπεδα εξαναγκαστικής εργασίας, για τους «εχθρούς του λαού», που είχαν τολμήσει να αποπειραθούν να φύγουν από τον «σοσιαλιστικό παράδεισο» και που ποτέ δεν επέστρεψαν. Ή, και αν τα κατάφεραν, ποτέ δεν κατάφεραν να ζήσουν ως άνθρωποι. Είχαν καταστραφεί ή τους κατέστρεφαν κάθε μέρα. Τα δημόσια «αυθόρμητα» λιντσαρίσματα των «εχθρών». Τις δημόσιες εκτελέσεις. Τους απαγχονισμένους σε κεντρικές πλατείες, που μένανε μερικές ώρες εκεί, για να δούμε όλοι, «τι παθαίνει όποιος φεύγει από το κοπάδι». Κυριολεκτικά. Τη διαπόμπευση ολόκληρων οικογενειών, όταν ένα μέλος κατάφερνε να αποδράσει. Μερικούς συγγενείς μας, που συναντήσαμε 25 χρόνια, αφότου έφυγε κάποιο μέλος της οικογένειάς τους, 19 ετών παιδί, προς την Ελλάδα και κατάφερε να φτάσει στη Αμερική. Τους απαγορεύτηκε να βγουν από το χωριό. Για οποιαδήποτε αιτία. Να αγοράσουν αγαθά, πέρα από ελάχιστα συγκεκριμένα πράγματα. Να πάνε σχολείο. «Πολλές φορές, κατάφερα να πάω τις νύχτες στην αδελφή μου. Μόνο για να τη δω, και επέστρεφα χαράματα πάλι πίσω.
Έξι και εφτά ώρες με τα πόδια δρόμο. Δεν μ' ένοιαζε. Την έβλεπα. Κλαίγαμε μαζί. Κρυφά από τα παιδιά της, για να μη ξεχαστούν και πουν την επομένη ότι ήρθε ο θείος. Θα την πλήρωνε μαζί μας, εκείνη και τα παιδιά της. Ήταν και αυτοί φυλακισμένοι». Όταν μας το διηγήθηκε, ήμουν 18 ετών. Το καθεστώς, έπνεε τα λοίσθια αλλά ακόμα είχε σφυγμό. Και φοβόμουν για αυτό που άκουγα. Θυμάμαι, ακόμα, τα φάρμακα της γριάς μητέρας στο παράθυρο, που τα έστειλε ο φυγάς γιος από την Αμερική, αλλά δεν πρόλαβε να τα χρησιμοποιήσει. Είχε λίγες μέρες που είχε πεθάνει, όταν έφτασαν. Πέθανε με το μαράζι του. Τον άλλο γιο, τον είδε να φυλακίζεται για 25 χρόνια στο σπίτι του. Χωρίς λόγο, χωρίς αιτία, χωρίς φταίξιμο. Ποια «ανοιχτά σύνορα»; Ακόμα, στάζουν αίμα τα σκουριασμένα αγκαθωτά σύρματα. Αν είχαν χέρι, θα έγραφαν τα πιο ανατριχιαστικά μυθιστορήματα. Αν είχαν φωνή, θα κραύγαζαν με τις κραυγές εκείνων που είδαν να χάνονται πάνω τους. Γράψτε, λοιπόν, τα πάντα αλλά λίγος σεβασμός στις κατεστραμμένες ζωές. Εκείνες που σταμάτησαν βίαια, ψάχνοντας μια σταγόνα ελευθερίας.