Το άρθρο αυτό δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στην ηλεκτρονική έκδοση του αμερικανικού περιοδικού Foreign Policy στις 19 Ιουλίου
Η προσφυγική κρίση οδηγούσε ήδη στη σταδιακή αποδόμηση της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Και τότε, στις 23 Ιουνίου, συνέβαλε και σε μια ακόμα μεγαλύτερη καταστροφή – το Brexit. Οι δύο αυτές κρίσεις ενίσχυσαν τα ξενοφοβικά, εθνικιστικά κινήματα ανά την ήπειρο. Στους επόμενους μήνες, θα επιχειρήσουν να κερδίσουν ορισμένες κρίσιμων εκλογών – όπως οι εθνικές εκλογές στη Γαλλία, στην Ολλανδία και στη Γερμανία το 2017, το δημοψήφισμα στην Ουγγαρία αναφορικά με την προσφυγική πολιτική της ΕΕ στις 2 Οκτωβρίου, η επαναληπτική προεδρική εκλογή στην Αυστρία την ίδια ημέρα και ένα δημοψήφισμα συνταγματικού περιεχομένου στην Ιταλία, τον Οκτώβριο ή τον Νοέμβριο αυτού του έτους.
Αντί τα κράτη-μέλη της ΕΕ να ενώσουν τις δυνάμεις τους για να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά την απειλή αυτή, καθίστανται ολοένα και πιο απρόθυμα να συνεργαστούν μεταξύ τους. Ακολουθούν ιδιοτελείς, διιστάμενες μεταναστευτικές πολιτικές, συχνά σε βάρος των γειτόνων τους. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν είναι εφικτή, μια ολοκληρωμένη και συνεκτική ευρωπαϊκή πολιτική σε σχέση με το άσυλο – τουλάχιστον όχι σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα – παρά τις προσπάθειες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Απουσιάζει ένα από τα βασικότερα συστατικά που χρειάζονται για τη συνεργασία: η εμπιστοσύνη. Και η αποκατάσταση της θα χρειαστεί μια διαδικασία μακρά και επίπονη.
Η κατάσταση αυτή είναι λυπηρή, διότι η θέσπιση μιας ολοκληρωμένης πολιτικής θα έπρεπε να παραμένει η υψηλότερη προτεραιότητα για τους ευρωπαίους ηγέτες – δίχως αυτήν, η Ενωση δεν θα μπορέσει να επιβιώσει. Η προσφυγική κρίση δεν είναι ένα μεμονωμένο περιστατικό. Προμηνύει μια περίοδο υψηλότερων μεταναστευτικών πιέσεων για το εγγύς μέλλον, λόγω ποικίλων αιτιών, στις οποίες περιλαμβάνονται οι δημογραφικές και οικονομικές ανισορροπίες μεταξύ Ευρώπης και Ασίας, ένοπλες συγκρούσεις χωρίς τέλος στην ευρύτερη περιοχή και η κλιματική αλλαγή. Μεταναστευτικές πολιτικές που αποσκοπούν σε οφέλη εις βάρος των γειτονικών χωρών, όπως η ανέγερση συνοριακών φραχτών, όχι μόνο θα κατακερματίσουν ακόμα περισσότερο την Ένωση, αλλά αναμένεται να πλήξουν σοβαρά τις οικονομίες των ευρωπαϊκών χωρών και να απαξιώσουν τα παγκόσμια πρότυπα περί ανθρώπινων δικαιωμάτων.
Ποια μορφή θα είχε λοιπόν μια σφαιρική προσέγγιση; Μια σφαιρική προσέγγιση θα έθετε έναν εγγυημένο στόχο τουλάχιστον 300.000 προσφύγων ανά έτος, οι οποίοι θα μετεγκαθίσταντο με ασφάλεια από τη Μέση Ανατολή απευθείας στην Ευρώπη – έναν συνολικό αριθμό τον οποίο, κατ’ ευχήν, θα μπορούσαν να καλύψουν αντιστοίχως και άλλες χώρες του κόσμου. Ο στόχος θα αποδεικνυόταν αρκετά μεγάλος ώστε να πείθει τους πραγματικούς αιτούντες άσυλο να μην διακινδυνεύουν τη ζωή τους διαπλέοντας τη Μεσόγειο, ειδικά αν η άφιξη στην Ευρώπη με λαθραία μέσα θα συνιστούσε αιτία να απολέσουν το δικαίωμα τους να χαρακτηριστούν ως πραγματικοί αιτούντες άσυλο.
Αυτό θα μπορούσε να λειτουργήσει ως η βάση επί της οποίας η Ευρώπη θα παρείχε επαρκή χρηματοδοτικά κεφάλαια στις κυριότερες χώρες υποδοχής εκτός Ευρώπης, όπου θα εγκαθίδρυε κέντρα ελέγχου και επεξεργασίας για τις αιτήσεις ασύλου, να δημιουργούσε ισχυρή συνοριοφυλακή και ακτοφυλακή, θα θέσπιζε κοινά πρότυπα για την εξέταση των αιτήσεων, την ενσωμάτωση των αιτούντων άσυλο και την επαναπροώθηση εκείνων οι οποίοι κρίνονται μη επιλέξιμοι, ενώ, τέλος, θα επαναδιαπραγματευόταν τον Κανονισμό Δουβλίνο ΙΙΙ (με στόχο τη δικαιότερη κατανομή του βάρους της χορήγησης ασύλου σε ολόκληρη την επικράτεια της ΕΕ).
Η σημερινή αποσπασματική απάντηση στην κρίση που κορυφώνεται με τη συμφωνία ΕΕ – Τουρκίας για την αναχαίτιση των προσφυγικών ροών στην Ανατολική Μεσόγειο, πάσχει από τέσσερα θεμελιώδη προβλήματα.
Πρώτον, δεν είναι αμιγώς ευρωπαϊκή. Η διαπραγμάτευση της συμφωνίας με την Τουρκία και η επιβολή της στην Ευρώπη πραγματοποιήθηκε από τη γερμανίδα Καγκελάριο Ανγκελα Μέρκελ.
Δεύτερον, η συνολική απάντηση στο πρόβλημα χαρακτηρίζεται από σοβαρή ανεπάρκεια χρηματοδότησης.
Τρίτον, μεταμόρφωσε την Ελλάδα σε μια de facto μάντρα φύλαξης με ανεπαρκείς υποδομές.
Τέταρτον, δεν είναι εθελούσια, καθώς επιχειρεί να επιβάλει ποσοστώσεις στις οποίες πολλά κράτη μέλη ανθίστανται σθεναρά και αναγκάζει τους πρόσφυγες να εγκαθίστανται σε χώρες όπου ούτε θέλουν να πάνε, ούτε και είναι ευπρόσδεκτοι, ενώ επαναπροωθεί στην Τουρκία άλλους, οι οποίοι έφθασαν στην Ευρώπη με λαθραίο τρόπο.
Η συμφωνία με την Τουρκία ήταν προβληματική, ακόμη και πριν από την απόπειρα πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου, που κατέστησε ακόμη πιο αμφίβολο το μέλλον της Ευρώπης. Σε ένα επίπεδο, η συμφωνία φαίνεται να είναι επιτυχής, καθώς η βαλκανική διαδρομή έχει αποκλειστεί σε μεγάλο βαθμό και η στρόφιγγα των προσφυγικών ροών στην Ελλάδα έχει σφίξει ιδιαίτερα (δείτε ειδικότερα τι λέει για την Ελλάδα). Παρατηρείται, όμως, ένα σημαντικό αυξητικό κύμα σε πιο επικίνδυνες διαδρομές της Μεσογείου. Παράλληλα, η ίδια η αρχή της συμφωνίας, ότι δηλαδή οι πρόσφυγες μπορούν να επαναπροωθούνται νομίμως στην Τουρκία, είναι ριζικά προβληματική. Τα ελληνικά δικαστήρια και οι επιτροπές εξέτασης αιτήσεων ασύλου έχουν κατ’ εξακολούθηση αποφανθεί ότι η Τουρκία «δεν είναι μια ασφαλής τρίτη χώρα» για τους περισσότερους Σύριους αιτούντες άσυλο, μια άποψη που πιθανότατα θα ενισχυθεί μετά την απόπειρα πραξικοπήματος. Η πρόσφατη αναδιοργάνωση των επιτροπών υποθέσεων ασύλου στην Ελλάδα με στόχο να καταστούν περισσότερο φιλοκυβερνητικές πιθανότατα θα αποτελέσει αντικείμενο αμφισβήτησης στα δικαστήρια, όπως και η από 13ης Ιουλίου πρόταση της Επιτροπής για παράκαμψη των αποφάσεων των εθνικών δικαστηρίων.
Εν τω μεταξύ, η συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας, η οποία στηρίχθηκε στη βάση ότι τα δικαιώματα των προσφύγων μπορούν να αποτελούν αντικείμενο συναλλαγής με οικονομικές και πολιτικές διευκολύνσεις, χρησιμοποιείται τώρα ως πρότυπο σε ακόμη ευρύτερο επίπεδο. Τον περασμένο μήνα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζήτησε την έγκριση αναπτυξιακών κονδυλίων υπό τον όρο της υλοποίησης μεταναστευτικών ελέγχων από τους αφρικανούς εταίρους. Κάτι τέτοιο, όμως, παραβιάζει τις αρχές και τις αξίες που οφείλουν να διέπουν την Ευρωπαϊκή Ένωση, έχει τεράστια απόσταση από την πρακτική δεκαετιών στον τομέα της αναπτυξιακής χρηματοδότησης και υποβαθμίζει τη μεταχείριση τόσο των μεταναστών όσο και των προσφύγων. Η διαπραγμάτευση με τις χώρες της Αφρικής και άλλες χώρες του κόσμου δεν μπορεί να στηρίζεται σε μια συμφωνία του τύπου: εμποδίστε την έλευση μεταναστών στην Ευρώπη, και μπορείτε να κάνετε ό,τι θέλετε. Η προσέγγιση αυτή βλάπτει όλες τις πλευρές, από ηθικής, πολιτικής και οικονομικής άποψης. Μια πραγματικά γόνιμη διαπραγμάτευση θα εστίαζε στην ανάπτυξη στην Αφρική – την πραγματική ανάπτυξη, η οποία, μέσα σε μια γενιά, θα αντιμετώπιζε ουσιαστικά τις ριζικές αιτίες της μετανάστευσης, που τόσο συχνά επικαλούνται στη ρητορική τους πολλοί πολιτικοί, και άλλο τόσο συχνά τις αγνοούν στην πράξη.
Μια ορθότερη προσέγγιση
Μια αποτελεσματική εναλλακτική στην παρούσα προσέγγιση της ΕΕ θα στηριζόταν σε επτά πυλώνες.
Πρώτον, η ΕΕ και ο υπόλοιπος κόσμος πρέπει να δεχθούν έναν σημαντικό αριθμό προσφύγων από χώρες της πρώτης γραμμής, κατά τρόπο ασφαλή και μεθοδικό, ο οποίος θα ήταν πολύ πιο αποδεκτός στο κοινό σε σχέση με το χάος που επικρατεί επί του παρόντος. Αν η ΕΕ αναλάμβανε τη δέσμευση να υποδεχθεί ακόμα και μόλις 300.000 πρόσφυγες ετησίως – και αν την ίδια δέσμευση αναλάμβαναν και άλλες χώρες του κόσμου – οι περισσότεροι από τους πραγματικά αιτούντες άσυλο θα υπολόγιζαν ότι οι πιθανότητες να φθάσουν στον προορισμό τους είναι αρκετά υψηλές, ώστε να μην επιδιώξουν να περάσουν παράνομα στην Ευρώπη, καθώς αυτό θα τους αφαιρούσε το δικαίωμα νόμιμης εισόδου. Αν, επιπροσθέτως, βελτιώνονταν και οι συνθήκες στις χώρες της πρώτης γραμμής με την παροχή μεγαλύτερης βοήθειας, δεν θα υπήρχε προσφυγική κρίση (θα παρέμενε βέβαια το πρόβλημα των οικονομικών μεταναστών).
Αυτό μας φέρνει στο δεύτερο σημείο: η ΕΕ οφείλει να καταλαγιάσει την αναταραχή και να αντιμετωπίσει το χάος στα σύνορά της. Τίποτα δεν αποξενώνει και δεν φοβίζει τον κόσμο περισσότερο από τις σκηνές χάους. Δεκαπέντε μήνες μετά την έναρξη της οξείας φάσης της κρίσης, η σύγχυση καλά κρατεί σε Ελλάδα και Μεσόγειο. Πάνω από 50.000 πρόσφυγες ζουν σε συνθήκες εξαθλίωσης, σε μια σειρά από ανεπαρκώς οργανωμένους, αυτοσχέδιους καταυλισμούς σε διάφορα σημεία της χώρας. Το κοινό παρακολουθεί τα γεγονότα στις οθόνες του και αναρωτιέται γιατί η κραταιά Ευρωπαϊκή Ενωση είναι ανίκανη να παράσχει ακόμα και τα βασικά σε παιδιά και γυναίκες που δραπετεύουν από τον πόλεμο. Εν τω μεταξύ, οι πλέον αναπτυγμένες πολεμικές ναυτικές δυνάμεις του κόσμου εμφανίζονται ανίκανες να διασώσουν όσους διαπλέουν τη Μεσόγειο, με τον αριθμό των πνιγμών να σημειώνει αύξηση κατά πενήντα τοις εκατό. Η κυνική εξήγηση για όλα αυτά, ότι δηλαδή η ΕΕ σκοπίμως επιτρέπει τη διαιώνιση αυτών των συνθηκών έτσι ώστε να λειτουργούν ως αποτρεπτικοί παράγοντες για τις μελλοντικές ροές, είναι εξίσου ανησυχητική.
Η άμεση λύση είναι απλή: παροχή επαρκών κονδυλίων σε Ελλάδα και Ιταλία, ώστε να φροντίζουν καταλλήλως τους αιτούντες άσυλο, εντολή στις ναυτικές δυνάμεις να αναγάγουν σε βασική τους προτεραιότητα την αναζήτηση και διάσωση (και όχι την «προστασία» των συνόρων) και εφαρμογή της υπόσχεσης για μετεγκατάσταση 60.000 αιτούντων άσυλο από την Ελλάδα σε άλλα κράτη μέλη της ΕΕ.
Τρίτον, η ΕΕ θα πρέπει να δημιουργήσει οικονομικά εργαλεία, ικανά να παρέχουν επαρκή κονδύλια για τις μακροπρόθεσμες προκλήσεις που αντιμετωπίζει, κι όχι να αντιμετωπίζει κάθε περιστατικό σαν μεμονωμένο και μη αναμενόμενο. Τα τελευταία χρόνια, η ΕΕ καλείται να χρηματοδοτήσει έναν διαρκώς αυξανόμενο αριθμό εγχειρημάτων μέσα από μια διαρκώς συρρικνωμένη δεξαμενή πόρων. Το 2014, τα κράτη μέλη και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο συμφώνησαν να μειώσουν και να περιορίσουν το συνολικό προϋπολογισμό της ΕΕ σε ένα ταπεινό 1,23% του ΑΕΠ των μελών της έως το 2020. Κι αυτό ήταν ένα τραγικό λάθος. Διότι η ΕΕ δεν δύναται να επιβιώσει με τέτοιου μεγέθους προϋπολογισμό.
Θα χρειαστούν τουλάχιστον 30 δισ. ευρώ ανά έτος για την εφαρμογή ενός ολοκληρωμένου σχεδίου ασύλου από την ΕΕ. Τα κονδύλια αυτά είναι απαραίτητα τόσο εντός της Ενωσης – ώστε να δημιουργηθούν αποτελεσματικές συνοριακές υπηρεσίες ελέγχου και κέντρα επεξεργασίας αιτήσεων ασύλου, να διασφαλισθούν αξιοπρεπείς συνθήκες υποδοχής, δίκαιες διαδικασίες ασύλου και ευκαιρίες για ενσωμάτωση – αλλά και εκτός των συνόρων της – ώστε να στηρίζει χώρες υποδοχής προσφύγων και να τονώνει τη δημιουργία θέσεων εργασίας σε ολόκληρη την Αφρική και τη Μέση Ανατολή. Μόνο και μόνο για τις αποτελεσματικές συνοριακές υπηρεσίες ελέγχου και τα κέντρα επεξεργασίας αιτήσεων ασύλου το κόστος θα μπορούσε να ανέρχεται στα 15 δισ. Ευρώ.
Μολονότι το ποσό των 30 δισ. ευρώ μπορεί να φαντάζει τεράστιο, ωχριά μπροστά στο πολιτικό, ανθρωπιστικό και οικονομικό κόστος μιας παρατεταμένης κρίσης. Υπάρχει, για παράδειγμα, η πραγματική απειλή ότι το σύστημα Σένγκεν της Ευρώπης για ανοικτά εσωτερικά σύνορα θα καταρρεύσει. Το Ιδρυμα Μπέρτελσμαν εκτιμά ότι μια υπαναχώρηση από τη Συνθήκη Σένγκεν θα κόστιζε στην ΕΕ από 47 έως 140 δισ. ευρώ σε απώλειες του ΑΕΠ ετησίως.
Η τρέχουσα προσέγγιση βασίζεται στην ανακατανομή ελάχιστων ποσών από τον προϋπολογισμό της ΕΕ και, στη συνέχεια, στην κλήση των κρατών μελών να συνεισφέρουν σε διάφορα ειδικά χρηματοοικονομικά εργαλεία, όπως η διευκόλυνση για τους πρόσφυγες στην Τουρκία και το ταμείο Αρωγής για τους πρόσφυγες της Συρίας, που χρησιμοποιήθηκαν αντιστοίχως για την παροχή χρηματοοικονομικής αποζημίωσης για την Τουρκία και επιπλέον ευρωπαϊκής χρηματοδότησης σε διεθνείς οργανισμούς και γειτονικές χώρες, ως απάντηση στην κρίση της Συρίας. Οι λύσεις αυτές, ωστόσο, μπορούν να είναι μόνο προσωρινές, καθώς ούτε είναι βιώσιμες ούτε παρέχουν αρκούντως μεγάλη χρηματοδότηση, για τη στήριξη προσπαθειών που πρέπει να διευρυνθούν τόσο σε μέγεθος όσο και σε πεδίο εφαρμογής. Μολονότι τα εν λόγω ταμεία διευκόλυνσης μπορούν βραχυπρόθεσμα να αποτελέσουν ισχυρά όργανα για την αναδιάθεση των πόρων και να επιτρέψουν στα κράτη μέλη να δεσμεύσουν περισσότερα κονδύλια σε ένα συγκεκριμένο εγχείρημα, καταδεικνύουν, εντούτοις, τη θεμελιώδη ανεπάρκεια του τρέχοντος συστήματος, ότι δηλαδή συνεχίζει να εξαρτάται από την καλή πίστη των κρατών μελών σε κάθε βήμα.
Η πραγματοποίηση μεγάλων αρχικών επενδύσεων στην προστασία των συνόρων, τις επιχειρήσεις έρευνας και διάσωσης, στην επεξεργασία των αιτήσεων ασύλου και σε αξιοπρεπή προσφυγικά καταλύματα θα συμβάλει να απομακρυνθούν οι οικονομικές, πολιτικές και κοινωνικές δυναμικές από την ξενοφοβία και τη δυσφορία
Για να συγκεντρωθούν τα απαραίτητα χρήματα στο προσεχές χρονικό διάστημα, η ΕΕ θα πρέπει να θέσει σε λειτουργία αυτό που προσωπικά αποκαλώ «κύμα χρηματοδότησης». Η διαδικασία αυτή θα αφορά στo άνοιγμα ενός σημαντικού ποσού χρέους που θα υποστηρίζεται από το σχετικά περιορισμένο προϋπολογισμό της ΕΕ, αντί της αποσπασματικής εξεύρεσης ανεπαρκών κεφαλαίων από πλήθος τομέων και χρόνο με το χρόνο. Σήμερα, η ΕΕ ξεχωρίζει, επειδή έχει ένα σημαντικά χαμηλό χρέος δεδομένου του προϋπολογισμού της. Για τον λόγο αυτόν, πρέπει να αξιοποιήσει αυτόν τον προϋπολογισμό ακριβώς όπως το πράττουν και άλλες κυρίαρχες κυβερνήσεις στον κόσμο. Η δαπάνη ενός μεγάλου ποσού εξαρχής, θα επιτρέψει στην ΕΕ να αντιδράσει πιο αποτελεσματικά σε ορισμένες από τις πιο επικίνδυνες συνέπειες της προσφυγικής κρίσης, αλλά και θα αποτρέψει ορισμένες από τις χειρότερες. Σε αυτές περιλαμβάνονται το αίσθημα αντιπάθειας απέναντι στους μετανάστες στα κράτη μέλη, το οποίο έχει υποδαυλίσει την υποστήριξη αυταρχικών πολιτικών κομμάτων και την απελπισία εκείνων που αναζητούν καταφύγιο στην Ευρώπη και οι οποίοι βρίσκονται τώρα περιθωριοποιημένοι σε χώρες υποδοχής της Μέσης Ανατολής ή έχουν εγκλωβιστεί σε μια κατάσταση τράνζιτ στην Ελλάδα. Η πραγματοποίηση μεγάλων αρχικών επενδύσεων στην προστασία των συνόρων, τις επιχειρήσεις έρευνας και διάσωσης, στην επεξεργασία των αιτήσεων ασύλου και σε αξιοπρεπή προσφυγικά καταλύματα θα συμβάλει να απομακρυνθούν οι οικονομικές, πολιτικές και κοινωνικές δυναμικές από την ξενοφοβία και τη δυσφορία προς εποικοδομητικά αποτελέσματα που θα ωφελήσουν εξίσου πρόσφυγες και χώρες υποδοχής. Μακροπρόθεσμα, αυτό θα μειώσει το συνολικό ποσό των χρημάτων που θα πρέπει να δαπανά η Ευρώπη για να περιορίζει τις συνέπειες από την προσφυγική κρίση και να συνέρχεται από αυτές.
Για τη χρηματοδότηση αυτού του εγχειρήματος, θα πρέπει να επιβληθούν, αργά ή γρήγορα, νέοι ευρωπαϊκοί φόροι. Εν τω μεταξύ, οι ανάγκες μπορούν να καλυφθούν εν μέρει από την κινητοποίηση της μη χρησιμοποιούμενης πίστωσης των ήδη υφιστάμενων χρηματοοικονομικών οργάνων της ΕΕ – ο μηχανισμός ισοζυγίου πληρωμών, ο μηχανισμός μακροοικονομικής συνδρομής και ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Χρηματοοικονομικής Σταθεροποίησης (ΕΜΧΣ). Τα εργαλεία αυτά μαζί διαθέτουν πιστωτικό υπόλοιπο άνω των 50 δισ. ευρώ που παραμένει αναξιοποίητο. Ο σκοπός αυτών των δυνατοτήτων θα πρέπει να αναδιαμορφωθεί και η πληρεξουσιότητά τους να επεκταθεί, γεγονός που θα συναντήσει σημαντική αντίσταση. Ομως, οι αριθμοί αυτοί επιδεικνύουν την αναξιοποίητη χρηματοδοτική ικανότητα της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Στο απόγειο της ευρωπαϊκής κρίσης, τα κράτη μέλη μπόρεσαν να βρουν την πολιτική βούληση ώστε να θεσπιστεί τάχιστα ένα νέο σύνολο εργαλείων που αύξησε σημαντικά την οικονομική ισχύ της ΕΕ. Ο ΜΣΧΣ, που ακολούθως μετατράπηκε στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ΕΜΣ), αύξησε την πιστοληπτική ικανότητα της ΕΕ κατά περίπου 500 δισ. ευρώ σε ένα μόνο έτος, επαληθεύοντας τη ρήση ότι «όταν υπάρχει θέληση, υπάρχει τρόπος». Ομως, όλα αυτά τα εργαλεία είναι αντιμέτωπα με τρεις περιορισμούς: η βάση τους είναι κυρίως διακυβερνητική και βασίζονται σε εγγυήσεις των κρατών μελών αντί στον προϋπολογισμό της ΕΕ, ο οποίος εξακολουθεί να είναι πολύ μικρός για να αναλάβει ένα δανεισμό τέτοιας κλίμακας, απαιτείται ομόφωνη έγκριση από τα κράτη μέλη και έχουν, κατ’ ουσία, σχεδιαστεί για να δανείζουν χρήματα σε άλλα κράτη μέλη, αντί να προβαίνουν σε πραγματικές δαπάνες στο όνομα της ΕΕ.
Βραχυπροθέσμως, ο μοναδικός δρόμος μπροστά είναι να σχηματιστούν «συμμαχίες των προθύμων» που δεν απαιτούν ομόφωνη συγκατάθεση. Οι πρωτοβουλίες αυτές θα μπορούσαν να εμπνεύσουν βαθύτερες μεταρρυθμίσεις στον προϋπολογισμό της ΕΕ. Για το λόγο αυτόν, βρήκα πολύ ενθαρρυντική, πέρυσι, την πρόταση του γερμανού υπουργού Οικονομικών, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε για έναν πανευρωπαϊκό φόρο στη βενζίνη. Ωστόσο, σύντομα απογοητεύτηκα όταν προειδοποίησε, ρητά, εναντίον της αξιοποίησης αυτής της ακίνητης πιστοληπτικής ικανότητας της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Η ίδια η ύπαρξη της Ευρωπαϊκής Ενωσης βρίσκεται σε κίνδυνο. Το ύψος της ανευθυνότητας και η παράλειψη καθήκοντος είναι αυτά που θα αφήσουν την ΕΕ να διαλυθεί, χωρίς να αξιοποιήσει όλους τους οικονομικούς της πόρους. Σε όλη την ιστορία, οι κυβερνήσεις εκδίδουν ομόλογα ως απάντηση σε μια εθνική έκτακτη ανάγκη. Πότε θα πρέπει να χρησιμοποιήσει η Ευρωπαϊκή Ενωση την, σε μεγάλο βαθμό, αναξιοποίητη πιστοληπτική της ικανότητα, αν όχι σε μια στιγμή που βρίσκεται σε θανάσιμο κίνδυνο; Κάτι τέτοιο θα είχε και το πρόσθετο πλεονέκτημα να προσφέρει μια πολύ αναγκαία οικονομική ώθηση. Με τα επιτόκια σε ιστορικό χαμηλό, τώρα είναι μια ιδιαιτέρως ευνοϊκή στιγμή για να αναλάβει ένα τέτοιο χρέος.
Τέταρτον, η κρίση θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί για τη δημιουργία κοινών ευρωπαϊκών μηχανισμών, για την προστασία των συνόρων, την αξιολόγηση των αιτημάτων ασύλου, καθώς και τη μετεγκατάσταση των προσφύγων. Κάποια μικρή πρόοδος σημειώνεται ήδη: η νομοθεσία για την καθιέρωση των ευρωπαϊκών συνόρων και της ακτοφυλακής εγκρίθηκε αυτόν το μήνα από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Ομως, ο Κανονισμός Δουβλίνο ΙΙΙ -η βάση του προσδιορισμού για το ποια χώρα φέρει ευθύνη για την επεξεργασία και τη φιλοξενία των αιτούντων άσυλο- αποτρέπει την αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ, αποθέτοντας το μεγαλύτερο βάρος στη χώρα πρώτης εισόδου. Για το ζήτημα αυτό πρέπει να γίνει επαναδιαπραγμάτευση.
Μια ευρωπαϊκή λύση αρχίζει να διαφαίνεται στο δεδομένο χρόνο στην Ελλάδα, όπου η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Ασυλο (EASO) εξετάζει de facto τις αιτήσεις ασύλου, προκειμένου να συνδράμει τις «πνιγμένες» ελληνικές αρχές. Μια ενιαία ευρωπαϊκή διαδικασία χορήγησης ασύλου θα άρει τα κίνητρα για «άγρα ασύλου» και θα αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη μεταξύ των κρατών μελών.
Πέμπτον, μόλις πρόσφυγες έχουν αναγνωριστεί, πρέπει να υπάρχει ένας μηχανισμός για τη μετεγκατάσταση τους εντός της Ευρώπης με τρόπο που θα έχει συμφωνηθεί. Θα είναι ζωτικής σημασίας για την ΕΕ να επανεξετάσει εκ βαθέων την εφαρμογή των θνησιγενών της προγραμμάτων επανεγκατάστασης και μετεγκατάστασης. Ενα διστακτικό βήμα προς την κατεύθυνση αυτή πραγματοποιήθηκε την περασμένη εβδομάδα στις νέες προτάσεις που τέθηκαν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Η Ενωση δεν μπορεί να εξαναγκάσει ούτε τα κράτη μέλη ούτε τους πρόσφυγες να συμμετέχουν σε αυτά τα προγράμματα. Αυτά θα πρέπει να είναι εθελοντικά: ένα σύστημα αντιστοίχισης θα μπορούσε να σταχυολογήσει τις προτιμήσεις και από τους πρόσφυγες και από τις κοινότητες υποδοχής έτσι ώστε οι άνθρωποι να καταλήγουν εκεί όπου θέλουν να είναι και εκεί όπου είναι ευπρόσδεκτοι. Ο EASO έχει αρχίσει να αναπτύσει ένα σύστημα αντιστοίχισης.
Τα προγράμματα αυτά πρέπει να έχουν βαθιές ρίζες στις κοινότητες. Οι δήμαρχοι σε όλη την Ευρώπη έχουν επιδείξει αξιοσημείωτη προθυμία να δεχθούν πρόσφυγες, αλλά έχουν αποτραπεί από τις εθνικές κυβερνήσεις. Τα δημόσια ή ιδιωτικά χρηματοδοτούμενα προγράμματα – κατά τα οποία μικρές ομάδες ατόμων, κοινοτικές οργανώσεις και επιχειρήσεις στηρίζουν με οικονομικά και άλλα μέσα τους νεοαφιχθέντες, καθώς διαπραγματεύονται με σχολεία, αγορές εργασίας, και κοινότητες – θα μπορούσαν να επωφεληθούν από την αναξιοποίητη καλή θέληση των πολιτών σε όλη την Ευρώπη.
Ο Καναδάς παρέχει ένα υγιές πρότυπο (αν και το γεωγραφικό πλαίσιο της Ευρώπης είναι διαφορετικό). Σε τέσσερις μόλις μήνες, δέχθηκε 25.000 πρόσφυγες από τη Συρία τους οποίους ενσωματώνει μέσω συμπράξεων δημόσιου-ιδιωτικού τομέα και τοπικών ΜΚΟ. Η κυβέρνηση υποσχέθηκε να δεχθεί άλλους 10.000 Σύριους έως το τέλος του έτους και συνολικά 44.000 πρόσφυγες, το 2016. (Ταυτόχρονα, δέχεται 300.000 μετανάστες, συνολικά, κάθε χρόνο. Αυτό θα ισοδυναμούσε με το να δέχεται η ΕΕ 4,5 εκατομμύρια μετανάστες, ετησίως)
Η διαδικασία με την οποία ο Καναδάς επανεγκαθιστά πρόσφυγες έχει τελειοποιηθεί μέσα από την επαναλαμβανόμενη εφαρμογή της για μεγάλο χρονικό διάστημα και ανταποκρίνεται επιτυχώς ακόμα και στα άκρως αυστηρά πρότυπα ασφαλείας του νότιου γείτονά της. Η εξακρίβωση των στοιχείων των αιτούντων άσυλο από τη Συρία διενεργήθηκε σχολαστικά από περίπου 500 προξενικούς και στρατιωτικούς αξιωματούχους που κινητοποιήθηκαν αμέσως, αφ’ ότου ο πρωθυπουργός Τζάστιν Τρουντό ανέλαβε τα καθήκοντά του, τον περασμένο Νοέμβριο, και έδωσε στο έργο ύψιστη προτεραιότητα. Τόσο το κοινό όσο και τα ΜΜΕ ανταποκρίθηκαν θετικά, παρά το σοκ από τις τρομοκρατικές επιθέσεις σε Παρίσι και Βρυξέλλες, που εκδηλώθηκαν κατά τη στιγμή που κορυφωνόταν το πρόγραμμα του Καναδά για τους Σύριους πρόσφυγες. Αποφασισμένη ηγεσία στην κορυφή, στενός συντονισμός με τις τοπικές κοινότητες υποδοχής, αξιόπιστες διαδικασίες ελέγχου και επανεγκατάστασης, καθώς και ειλικρίνεια στην αντιμετώπιση αναπόφευκτων προβλημάτων, υπήρξαν τα κύρια συστατικά της επιτυχίας. Συγκρίνετε αυτά με τις συνθήκες που επικρατούν στην Ευρώπη και θα έχετε μια ένδειξη της απόστασης που πρέπει να καλύψει η ΕΕ.
Εκτον, η Ευρωπαϊκή Ενωση, μαζί με τη διεθνή κοινότητα, πρέπει να στηρίξουν τις τρίτες χώρες υποδοχής των προσφύγων πολύ πιο γενναιόδωρα από ό, τι πράττουν σήμερα. Η απαιτούμενη υποστήριξη είναι εν μέρει οικονομική, έτσι ώστε χώρες όπως η Ιορδανία να είναι σε θέση να παρέχει επαρκή εκπαίδευση, στέγαση, εξειδίκευση και υγειονομική περίθαλψη για τους πρόσφυγες, και εν μέρει με τη μορφή εμπορικών προτιμήσεων, έτσι ώστε οι χώρες αυτές να δημιουργούν ευκαιρίες απασχόλησης τόσο για τους πρόσφυγες αλλά και για τους δικούς τους πληθυσμούς. Δεν έχει απολύτως κανένα νόημα για την Ευρώπη να δεσμεύσει πάνω από 200 δισ. ευρώ μεταξύ 2015 και 2020 για να αντιμετωπίσει την κρίση στις δικές της ακτές. Το ποσό αυτό τα κράτη μέλη καλούνται να δαπανήσουν για την υποδοχή και την ένταξη των προσφύγων, τη στιγμή που αν ένα μικρό τμήμα του ποσού αυτού δαπανηθεί στο εξωτερικό, η εισροή των μεταναστών θα μπορούσε να διατηρηθεί σε ελεγχόμενα επίπεδα.
Επίσης, η ΕΕ πρέπει να είναι πιο γενναιόδωρη στην προσέγγισή της απέναντι στην Αφρική, και όχι απλώς να προσφέρει οικονομική βοήθεια σε αντάλλαγμα για μεταναστευτικούς ελέγχους, όπως πρότεινε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, τον περασμένο μήνα. Η προσέγγιση αυτή δίνει απλώς στους αφρικανούς ηγέτες τη δύναμη να κραδαίνουν τη μετανάστευση ως απειλή κατά της Ευρώπης, όπως έχει κάνει και ο Ερντογάν. Αντί για αυτό, πρέπει να εστιάσουμε στην πραγματική ανάπτυξη της Αφρικής. Αυτό σημαίνει ελεύθερο εμπόριο, μαζικές επενδύσεις και μια δέσμευση για την εξάλειψη της διαφθοράς.
Ορισμένοι ηγέτες της Ευρώπης έχουν ζητήσει ένα σχέδιο Μάρσαλ για την Αφρική. Πρόκειται για μια αξιοθαύμαστη φιλοδοξία. Οταν, όμως, το θέμα εξετάζεται στις λεπτομέρειες, η Ευρώπη απέχει κατά πολύ από ένα τέτοιο όραμα. Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι Ηνωμένες Πολιτείες επένδυσαν το 1,4% του ΑΕΠ τους για να βοηθήσουν στην ανοικοδόμηση της Ευρώπης, σε ετήσια βάση και για σειρά τεσσάρων ετών. Μια επένδυση στην κλίμακα του αρχικού σχεδίου Μάρσαλ θα απαιτούσε περίπου 270 δισ. ευρώ ετησίως για τα επόμενα τέσσερα χρόνια – αριθμός από τον οποίο απέχουμε κατά πολύ.
Ο έβδομος και τελευταίος πυλώνας είναι ότι, δεδομένης της γήρανσης του πληθυσμού της, η Ευρώπη πρέπει τελικώς να δημιουργήσει ένα περιβάλλον στο οποίο η πολυμορφία και η οικονομική μετανάστευση είναι ευπρόσδεκτες. Η Καγκελάριος Μέρκελ άνοιξε πλατιά τις πόρτες της Γερμανίας στους πρόσφυγες, αλλά η γενναιόδωρη πράξη της δεν ήταν ιδιαίτερα μελετημένη – παρέβλεπε τον παράγοντα του πόλου έλξης. Μια ξαφνική εισροή πάνω από ένα εκατομμύριο αιτούντες άσυλο ξεπέρασε την ικανότητα των αρχών, στρέφοντας την κοινή γνώμη εναντίον των μεταναστών. Τώρα, η ΕΕ χρειάζεται επειγόντως να περιορίσει τη συνολική εισροή των νεοεισερχομένων και μπορεί να το κάνει μόνο προβαίνοντας σε διακρίσεις εις βάρος των οικονομικών μεταναστών. Ας ελπίσουμε ότι αυτό είναι προσωρινό, αλλά όσο διαρκεί είναι τόσο αντικανονικό όσο και επιζήμιο.
Τα οφέλη που προκύπτουν από τη μετανάστευση υπερβαίνουν κατά πολύ το κόστος της ενσωμάτωσης των μεταναστών. Οι εξειδικευμένοι οικονομικοί μετανάστες βελτιώνουν την παραγωγικότητα, παράγουν πλούτο και αυξάνουν την ικανότητα απορρόφησης της χώρας υποδοχής. Διαφορετικοί πληθυσμοί κομίζουν και διαφορετικές δεξιότητες, αλλά η συνεισφορά τους προέρχεται τόσο από τις καινοτομίες που εισάγουν όσο και από συγκεκριμένες δεξιότητες τους – τόσο στις χώρες καταγωγής τους όσο και στις χώρες προορισμού. Υπάρχει πλήθος ανεπίσημων στοιχείων για αυτό, ξεκινώντας με τη συμβολή των Ουγενότων κατά την πρώτη βιομηχανική επανάσταση, που εισήγαγαν την υφαντουργία και τον τραπεζικό τομέα στην Αγγλία. Οι μετανάστες διαθέτουν ένα υψηλό δυναμικό που συμβάλλει στην καινοτομία και την ανάπτυξη, εφόσον έχουν την ευκαιρία να το πράξουν.
Είναι απαραίτητο να ακολουθήσουμε αυτές τις επτά αρχές προκειμένου να καθησυχασθεί ο φόβος του κοινού, να μειωθούν οι χαοτικές ροές των αιτούντων άσυλο, να διασφαλιστεί ότι οι νεοεισερχόμενοι ενσωματώνονται πλήρως, να καθοριστούν αμοιβαία επωφελείς σχέσεις με τις χώρες της Μέσης Ανατολής και της Αφρικής και να εκπληρωθούν οι διεθνείς ανθρωπιστικές υποχρεώσεις της Ευρώπης.
Συμπέρασμα
Η προσφυγική κρίση δεν είναι η μόνη κρίση που έχει να αντιμετωπίσει η Ευρώπη, αλλά είναι η πιο πιεστική. Και αν μπορούσε να συντελεστεί σημαντική πρόοδος στο προσφυγικό, η αντιμετώπιση των άλλων ζητημάτων θα καθίστατο ευκολότερη – από τη συνεχιζόμενη ελληνική κρίση χρέους και τη ρήξη από το Brexit, έως την πρόκληση που εγείρει η Ρωσία. Ολα τα κομμάτια πρέπει να ταιριάζουν μεταξύ τους, καθώς και οι πιθανότητες επιτυχίας παραμένουν μικρές. Αλλά εφόσον υπάρχει μια στρατηγική που θα μπορούσε να επιτύχει, όλοι όσοι επιθυμούν να επιβιώσει η Ευρωπαϊκή Ενωση, θα πρέπει να συσπειρωθούν πίσω από τον σκοπό.
* Ο Τζορτζ Σόρος είναι πρόεδρος του Soros Fund Management και του Open Society Foundation