Ενα πρώιμο αριστούργημα του Τιτσιάνο –τμήμα των βασιλικών συλλογών για αιώνες, που κάποτε λεηλατήθηκε από τα στρατεύματα του Ναπολέοντα– προκάλεσε σάλο όταν εκλάπη από το σπίτι ενός βρετανού μαρκήσιου το 1995. Επτά χρόνια αργότερα βρέθηκε σε μια πλαστική τσάντα σε στάση λεωφορείου στο νοτιοδυτικό Λονδίνο από έναν ντετέκτιβ τέχνης.
Αυτή την εβδομάδα, η ελαιογραφία «Ανάπαυση κατά την Φυγή στην Αίγυπτο» πωλήθηκε από τον οίκο Christie’s για περισσότερα από 20 εκατομμύρια ευρώ – ποσό ρεκόρ για τον αναγεννησιακό καλλιτέχνη, τον οποίο τα μουσεία περιγράφουν ως τον μεγαλύτερο ζωγράφο της Βενετίας του 16ου αιώνα.
Σύμφωνα με ρεπορτάζ της Washington Post, πριν την πώλησή του τον περασμένο Απρίλιο, ο οίκος δημοπρασιών χαρακτήρισε τον πίνακα ως «το πιο σημαντικό έργο του Τιτσιάνο που βγήκε σε αγορά δημοπρασιών εδώ και μια γενιά», μιλώντας για ένα αριστούργημα από τα πιο ποιητικά προϊόντα της νεανικής ηλικίας του καλλιτέχνη.
Ο μικρός καμβάς με διαστάσεις 46×63 εκατοστά, υπολογίζεται ότι δημιουργήθηκε γύρω στο 1510, όπως αναφέρει ο οίκος Christie’s. Είναι εμπνευσμένο από το γνωστό βιβλικό εδάφιο για τη φυγή της Μαρίας και του Ιωσήφ μαζί με τον νεαρό Ιησού, όταν ένα όνειρο τους φανέρωσε ότι ο βασιλιάς Ηρώδης σκόπευε να σκοτώσει όλα τα παιδιά της ηλικίας του Ιησού.
Ο πίνακας απεικονίζει τη Μαρία να αγκαλιάζει τον Ιησού, ενώ ο Ιωσήφ κοιτάζει σε ένα αγροτικό σκηνικό. Τα χρώματά του είναι φωτεινά και πλούσια και κυριαρχούν βασικές αποχρώσεις, όπως η βαθυκόκκινη ρόμπα της Μαρίας και ο γαλάζιος μανδύας της.
Ο Τιτσιάνο είναι γνωστός για τη χρήση της τεχνικής «colorito», όπου το χρώμα χρησιμοποιείται κυρίως για αισθησιακούς εκφραστικούς σκοπούς και ως στοιχείο της σύνθεσης. Ο ενετός καλλιτέχνης κέρδισε φήμη για τους θρησκευτικούς πίνακές του, τα ευδιάκριτα πορτρέτα και τις ποιητικές αποδόσεις μυθολογικών θεμάτων του, όπως αναφέρει το Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης της Νέας Υόρκης.
Ο Τιτσιάνο γεννήθηκε ως Τιτζιάνο Βεκέλιο σε μια μικρή πόλη στα βουνά των Δολομιτών, σύμφωνα με την Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου, και λέγεται ότι έφτασε στη Βενετία σε ηλικία 10 ετών. Γνώρισε επιτυχία νωρίς στην καριέρα του με το έργο του στην πρόσοψη του ιστορικού κτιρίου Fondaco dei Tedeschi στο Ενετικό Μεγάλο Κανάλι, ενώ αργότερα έγινε ο κύριος ζωγράφος στην αυλή του ρωμαίου αυτοκράτορα Καρόλου Ε’. Ο Τιτσιάνο πέθανε από πανώλη το 1576.
Η «Ανάπαυση κατά την Φυγή στην Αίγυπτο» τράβηξε τα φώτα της δημοσιότητας όχι μόνο για την τιμή-ρεκόρ στην οποία πουλήθηκε, αλλά και για την προέλευσή του. Αν και δεν είναι γνωστό ποιος παρήγγειλε τον πίνακα, καταγράφεται για πρώτη φορά ως μέρος της συλλογής ενός βενετσιάνου εμπόρου μπαχαρικών στις αρχές του 17ου αιώνα.
Στους επόμενους αιώνες, ο πίνακας πέρασε από πολλά χέρια –μεταξύ των οποίων και από αυτά ενός άγγλου δούκα και του αρχιδούκα Λέοπολντ Βίλχελμ της Αυστρίας– και λεηλατήθηκε στη Βιέννη από τα στρατεύματα του Ναπολέοντα, αλλά επέστρεψε στην πόλη μετά την πτώση του. Τελικά, αποκτήθηκε από τον Τζον Αλεξάντερ Θάιν, τον 4ο μαρκήσιο του Μπαθ, το 1878.
Ωστόσο, η δραματική ιστορία του πίνακα συνέχισε να ξετυλίγεται. Το 1995 κλάπηκε από το σπίτι του μαρκήσιου στο Γουίλτσιρ της νοτιοδυτικής Αγγλίας, και ανακτήθηκε ως εκ θαύματος το 2002 μετά την ανακοίνωση ανταμοιβής ύψους 117.300 ευρώ. Ο κορυφαίος ντετέκτιβ ειδών τέχνης, Τσαρλς Χιλ, τον ανακάλυψε σε μια στάση λεωφορείου του Λονδίνου μέσα σε μια τσάντα, χωρίς το πλαίσιό του, σύμφωνα με τον οίκο Christie’s.
«Ο πίνακας έχει αιχμαλωτίσει τη φαντασία του κοινού για πάνω από μισή χιλιετία, και αναμφίβολα θα συνεχίσει να το κάνει», καταλήγει η ανακοίνωση του οίκου δημοπρασιών, που εκδόθηκε μετά την πώλησή του.