Η ανανέωση της θητείας του Κλάους Ρέγκλινγκ στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM) είναι κάτι που μπορεί να θεωρείται σχεδόν δεδομένο – οι χώρες- μέλη δεν πρότειναν ποτέ εναλλακτικούς υποψηφίους. Ετσι, ο γερμανός οικονομολόγος που βρίσκεται στο τιμόνι του ESM από το 2012 αναμένεται να παραμείνει στη θέση του για άλλα πέντε χρόνια.
Η Deutsche Welle δημοσίευσε συνέντευξή του την Παρασκευή στην οποία εμφανίστηκε σχεδόν βέβαιος ότι το ελληνικό ζήτημα δεν θα κυριαρχήσει στην ατζέντα της δεύτερης θητείας του. «Δεν νομίζω ότι η Ελλάδα θα χρειαστεί τη βοήθειά μας για άλλα πέντε χρόνια. (…) Εκτιμώ ότι εάν η Ελλάδα υλοποιήσει τις μεταρρυθμίσεις που συμφωνήθηκαν στην αρχή του προγράμματος, τότε αυτό θα είναι το τελευταίο πρόγραμμα. Η Ελλάδα έχει κάνει πρόοδο σε σημαντικούς τομείς, αλλά τους επόμενους 18 μήνες πρέπει να γίνουν και άλλα βήματα προόδου, κυρίως στο πεδίο των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Εάν γίνει αυτό, τότε είμαι βέβαιος ότι η Ελλάδα θα μπορεί να αντλήσει και πάλι χρήματα από τις αγορές, να αναχρηματοδοτηθεί και δεν θα χρειάζεται πλέον τη δανειακή βοήθεια των Ευρωπαίων εταίρων».
Θυμίζουμε ότι, σε πρόσφατη συνέντευξή του, ο γερμανός υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε έχει δηλώσει ότι η Ελλάδα πρέπει να υλοποιήσει τις συμπεφωνημένες μεταρρυθμίσεις, ειδάλλως δεν μπορεί να παραμείνει μέλος της Ευρωζώνης.
Αντίστοιχα, ο Ρέγκλινγκ δεν θα το έθετε διαζευκτικά: «Δεν το έχω αντιμετωπίσει έτσι. Το θέμα Grexit δεν συζητείται στην παρούσα φάση. Δεν παίζει κανένα ρόλο. Το ζητούμενο τώρα είναι η ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης και η Ελλάδα πρέπει να κάνει ακόμη ορισμένα πράγματα. Και στο παρελθόν υπήρξαν κάθε τόσο καθυστερήσεις στις εκταμιεύσεις, διότι δεν είχε επιτευχθεί η πρόοδος στις μεταρρυθμίσεις όπως είχε αρχικώς συμφωνηθεί. Τα καταφέραμε στο παρελθόν και έτσι εκτιμώ ότι θα τα καταφέρουμε και αυτή τη φορά».
Τι χρειάζεται – πέραν των μεταρρυθμίσεων;
Πάντως, ο επικεφαλής του ESM συμφωνεί με την πρόσφατη διαπίστωση του προέδρου της Κομισιόν Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ ότι καμία χώρα δεν έχει πετύχει μεγαλύτερη πρόοδο στο πεδίο των μεταρρυθμίσεων απ΄ ό,τι η Ελλάδα. Το πιστοποιούν άλλωστε ο ΟΟΣΑ αλλά και η Παγκόσμια Τράπεζα, επισημαίνει ο κ. Ρέγκλινγκ. Προσθέτει όμως ότι παρότι έχει κάνει τα τελευταία χρόνια τεράστια άλματα, η Ελλάδα παραμένει στο πεδίο των μεταρρυθμίσεων η πιο αδύναμη χώρα στην Ευρώπη. Σε ποιους τομείς συγκεκριμένα θα πρέπει να γίνουν ακόμη μεταρρυθμίσεις;
«Είναι οι τομείς για τους οποίους συζητούμε στην παρούσα φάση, οι οποίοι και αναφέρονται στο τρίτο πρόγραμμα που συμφωνήσαμε τον Αύγουστο/Σεπτέμβριο του 2015. Αφορούν σε ιδιωτικοποιήσεις, την αγορά ενέργειας, την αγορά εργασίας και ορισμένα ελάχιστα θέματα στον προϋπολογισμό. Οι μεγαλύτερες προσαρμογές στον προϋπολογισμό έχουν γίνει ήδη τα τελευταία χρόνια. Η Ελλάδα έχει στο μεταξύ πρωτογενές πλεόνασμα, πιθανότατα μάλιστα το 2016 ήταν μεγαλύτερο από εκείνο που είχε προβλεφθεί. Στο πεδίο αυτό λοιπόν δεν πρέπει να γίνουν πλέον πολλά. Το κυρίαρχο είναι οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που θα ενισχύσουν εντέλει την ανταγωνιστικότητα και συνεπώς την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας στο μέλλον».
»Είναι δύσκολα θέματα και δεν θέλω να μιλήσω για πράγματα που συζητούνται στην παρούσα φάση. Για το συνταξιοδοτικό γνωρίζουμε ότι υπήρξε ήδη μια μεγάλη μεταρρύθμιση στο παρελθόν, ωστόσο και σήμερα ένα μεγάλο μέρος του προϋπολογισμού εξακολουθεί να απαιτείται για το συνταξιοδοτικό σύστημα. Αυτό θα περιοριστεί όταν αρχίσουν να αποδίδουν οι μεταρρυθμίσεις που έχουν ήδη αποφασιστεί στο παρελθόν. Θα πρέπει να δούμε εάν θα απαιτηθούν κάποιες διορθώσεις. Το μεγαλύτερο μέρος των μεταρρυθμίσεων έχει γίνει, ίσως να χρειαζόμαστε λίγο χρόνο ακόμη. Οσον αφορά στη φορολογία, είναι γεγονός ότι ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού δεν χρειάζεται να καταβάλλει φόρο εισοδήματος επειδή είναι πολύ υψηλό το αφορολόγητο. Και εδώ θα πρέπει πιθανότατα να γίνουν κάποιες διορθώσεις. Αλλά πρόκειται για ζητήματα που είναι στην παρούσα φάση υπό συζήτηση».
Ο κ. Ρέγκλινγκ εκτιμά ότι στην παρούσα φάση δεν υπάρχει ανάγκη περαιτέρω ελάφρυνσης του χρέους, καθώς μετά το PSI του 2012 αλλά και λόγω των ιδιαίτερα ευνοϊκών δανειακών όρων, «ο ελληνικός προϋπολογισμός επιβαρύνεται σήμερα ελάχιστα με τις τρέχουσες ανάγκες εξυπηρέτησης του χρέους. Εάν υπολογίσει κανείς τις πληρωμές για την εξυπηρέτηση του χρέους -όπως αυτές διαμορφώθηκαν μετά το κούρεμα- σε ποσοστό του ΑΕΠ, τότε θα διαπιστώσει ότι το ποσοστό αυτό είναι χαμηλότερο απ΄ ό,τι για παράδειγμα στη Γαλλία, το Βέλγιο ή την Ισπανία. Γι΄ αυτό και λέω ότι στην παρούσα φάση δεν υπάρχει debt overhang, δεν υπάρχει στην παρούσα φάση πρόβλημα χρέους, παρότι το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι υψηλό».
Η Ελλάδα, σύμφωνα με τον ίδιο, εξοικονομεί σήμερα και λόγω των ευνοϊκών όρων των υφιστάμενων δανείων περί τα 8 δισ. ευρώ ετησίως. «Είναι το ποσό που εξοικονομεί πραγματικά η Ελλάδα, ο ελληνικός προϋπολογισμός σε σύγκριση με μια κανονική χρηματοδότηση από τις αγορές, σε μια φυσιολογική περίοδο όμως και όχι εν καιρώ κρίσης».
Και ο ίδιος διευκρινίζει βέβαια ότι υπάρχει «η σχετική δέσμευση των υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης να συμφωνηθούν μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα περαιτέρω μέτρα ελάφρυνσης του χρέους εφόσον αυτό κριθεί όντως αναγκαίο και εφόσον υλοποιηθούν οι μεταρρυθμίσεις».
Θα μπορούσαμε να αποφύγουμε το τρίτο μνημόνιο;
Σταθμίζοντας τις προοπτικές επίτευξης συμφωνίας στο Eurogroup της ερχόμενης Δευτέρας πάντως, ο κ. Ρέγκλινγκ εκτιμά ότι η αξιολόγηση δεν μπορεί να ολοκληρωθεί διότι «τα προβλήματα παραμένουν αρκετά πολύπλοκα. (…) Για να ολοκληρωθεί, θα πρέπει προηγουμένως να μεταβούν και πάλι οι τέσσερις θεσμοί στην Αθήνα. Προηγουμένως δεν μπορεί να υπάρξει τελική ολοκλήρωση της αξιολόγησης. Σε αυτό ίσως να σημειώσουμε τη Δευτέρα κάποια πρόοδο».
Ερωτηθείς σχετικά με τη συμμετοχή του ΔΝΤ, ο επικεφαλής του ESM περιορίστηκε να σχολιάσει ότι παρά τις γνωστές διαφορές που υπάρχουν, όπως για παράδειγμα στο θέμα του χρέους, καταβάλλονται συστηματικές προσπάθειες ώστε να επέλθει συμφωνία και να συμμετάσχει, τελικά, το Ταμείο στο ελληνικό πρόγραμμα.
Κατά τον επικεφαλής του ευρωπαϊκού ταμείου, όλα αυτά θα μπορούσαν –ενδεχομένως- να έχουν αποφευχθεί, εάν δεν είχε μεσολαβήσει το «πισωγύρισμα» της πρώτης κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία ήθελε να ακολουθήσει μια διαφορετική οικονομική πολιτική. Ο οικονομολόγος αναφέρει, μάλιστα, ότι όταν στα τέλη του 2014 συζητούνταν το ενδεχόμενο ενός τρίτου μνημονίου, όλοι συμφωνούσαν ότι το ύψος του προγράμματος δεν θα ξεπερνούσε τα 10 με 20 δισ. ευρώ. «Εξαιτίας αυτού του πισωγυρίσματος κατά το πρώτο εξάμηνο του 2015 συμφωνήθηκε εντέλει ένα πρόγραμμα ύψους έως και 86 δισ. ευρώ. Αυτό δείχνει ότι το πρώτο εξάμηνο του 2015 ήταν σχετικά ακριβό».