Αυτή η ιστορία είναι 100% ασιατική, και στα μεγάλα ευρωπαϊκά κέντρα του τουρισμού, στο Παρίσι, στη Ρώμη, στο Λονδίνο και οπωσδήποτε στην Αθήνα, μάλλον σκορπίζει χάχανα παρά ανησυχία: στην εστίαση της Νότιας Κορέας εισέβαλαν κινεζικά ρομπότ ως γκαρσόνια και ξεδιάντροπα τρώνε το ψωμί των σερβιτόρων. Δεν τα έστειλε το κομμουνιστικό Πεκίνο με πολεμική διάθεση, αντεργατική κατά βάθος και προδοτική όσον αφορά τον προλεταριακό διεθνισμό, αλλά βρέθηκαν νοτιοκορεάτες επιχειρηματίες που τα παρήγγειλαν και μαγαζάτορες που τα αγόρασαν ή τα ενοικίασαν. Νοστιμιές.
Με το ζήτημα ασχολήθηκαν οι Financial Times, αφού συνομίλησαν με ταβερνιάρηδες που τα χρησιμοποιούν. Οι συγκεκριμένοι επαγγελματίες δήλωσαν ευχαριστημένοι διότι έψαχναν προσωπικό και δεν έβρισκαν, ενώ τώρα τους λύθηκαν τα χέρια. Μείωσαν το κόστος και απαλλάχτηκαν από τις εισφορές στα Ταμεία, από τα μεροκάματα και τη μισθοδοσία, από τα ρεπό και τις γκρίνιες. Είπαν ότι και οι πελάτες τους προτιμούν το σερβίρισμα του ρομπότ, καθώς ο κορονοϊός τους δίδαξε ότι η «μη επαφή» –με το πιάτο εν προκειμένω– είναι πιο ασφαλής σε σχέση με το ανθρώπινο χέρι.
Ενδιαφέρουσα η σκέψη των «προχώ» πελατών, αλλά μισή μερίδα: δεν λαμβάνουν υπ’ όψιν ότι για να επιτευχθεί το ύψιστο υγειονομικό αποτέλεσμα πρέπει και οι μπουφετζήδες να είναι ρομπότ, ενώ στα ζέοντα βάθη της κουζίνας δεν πρέπει να ιδρώνουν μάγειρες και παραμάγειρες, αλλά να υπερθερμαίνονται καλώδια και να τρίζουν βίδες και αρμοί. Μπορεί κιόλας και να μη γνωρίζουν ότι τα υλικά παρασκευής των φαγητών δεν είναι απαραιτήτως βιομηχανικά, συσκευασμένα σε αεροστεγείς σακούλες, αλλά ωμά, με χώματα, αλάτια, λέπια, κόκαλα και αίματα, και ότι στην αλυσίδα μεταφοράς και μαγειρικής επεξεργασίας τους ανακατώνονται πολλά χέρια – ανθρώπων, δυστυχώς.
«Οι σερβιτόροι-ρομπότ που έχουμε δεν παραπονιούνται για τις δύσκολες βάρδιες, δεν ασθενούν ούτε ζητούν αυξήσεις» είπε ο μαγαζάτορας Κουόν Χιάνγκ-τζιν, ιδιοκτήτης ιταλικού εστιατορίου στη Σεούλ. «Δεν χρειάζεται πλέον να ανησυχώ για την εύρεση του προσωπικού». Ο Κουόν έχει νοικιάσει το κινεζικό ρομπότ-σερβιτόρο για 225 δολάρια τον μήνα, ενώ ο κανονικός σερβιτόρος θα του στοίχιζε περίπου 1.500 δολάρια (αυτός είναι ο κατώτατος μισθός εκεί). Το ταμειακό όφελος του Κουόν είναι προφανές.
Ωστόσο, οι FT εστίασαν και σε άλλο πεδίο. Μετέφεραν τις διαμαρτυρίες των νοτιοκορεατών βιομηχάνων για τα κυβερνητικά προγράμματα που ενθαρρύνουν την «πρόσληψη» ρομπότ-σερβιτόρων ανεξαρτήτως χώρας κατασκευής τους. Διότι, είπαν, έτσι ευνοείται η Κίνα εις βάρος της ντόπιας ρομποτικής βιομηχανίας. Η Κίνα κατασκευάζει φθηνά ρομπότ, τα οποία προτιμούν οι νοτιοκορεάτες μαγαζάτορες, ενώ τα εγχώρια ρ«είναι μεν ακριβότερα, αλλά καλύτερης ποιότητας».
Περίπου 5.000 ρομπότ-σερβιτόροι «εργάστηκαν» σε νοτιοκορεατικά εστιατόρια πέρυσι, σημειώνοντας αύξηση 67% σε σχέση με το 2021. Ο αριθμός τους εφέτος αναμένεται να διπλασιαστεί ή και να υπερβεί τα 10.000 τεμάχια. Το 70% από αυτά είναι κινεζικά. Σύμφωνα με τη Διεθνή Ομοσπονδία Ρομποτικής, η Νότια Κορέα έχει την υψηλότερη «πυκνότητα ρομπότ» παγκοσμίως.
Η Βουλή της Νότιας Κορέας προσφάτως υπερψήφισε σχέδιο νόμου που επιτρέπει στα ρομπότ-σερβιτόρους να διεκπεραιώνουν και παραγγελίες εκτός καταστήματος, άρα να κυκλοφορούν σε δημόσιους χώρους, σε δρόμους, πεζοδρόμια κ.λπ. Επίσης, σε ένα πιλοτικό πρόγραμμα τα ρομπότ μαγειρεύουν για σχολικά γεύματα με τις ευλογίες του κράτους.
Κλείνοντας το σημείωμά τους, οι FT ρώτησαν μία πελάτισσα του Κουόν πώς της φάνηκε το σερβίρισμα από ρομπότ. «Είναι διασκεδαστικό να σε σερβίρει το ρομπότ» είπε απλώς η Λι Σο-γεόν, 26 ετών, ο πατέρας της οποίας σίγουρα δεν είναι σερβιτόρος.