Φόβοι για πιθανή πολιτική αστάθεια μιας Γαλλίας, το μέλλον της οποίας θα κριθεί εκλογικά μεταξύ της ακροδεξιάς και του νέου μπλοκ της ακροαριστεράς, αυξάνονται καθημερινά. Η πάλαι ποτέ σταθερότερα φιλοευρωπαϊκή χώρα της ΕΕ, αναφέρεται πλέον στην ίδια φράση με την Ιταλία, ως η αχίλλειος πτέρνα της ενωμένης Ευρώπης.
Από τη στιγμή που ο Εμανουέλ Μακρόν κήρυξε πρόωρες βουλευτικές εκλογές πριν από λίγες εβδομάδες, η Γαλλία βρίσκεται αντιμέτωπη με τη μία καταιγίδα μετά την άλλη. Μετά τη νίκη της ακροδεξιάς στις ευρωεκλογές, τρεις εβδομάδες διαδηλώσεων συγκλονίζουν τις φτωχότερες, γεμάτες μετανάστες περιοχές της χώρας –από τη Μασσαλία ως τη Λιλ– τεστάροντας τις αντοχές μιας αστυνομίας που έχει αναλάβει την ασφάλεια των Ολυμπιακών Αγώνων.
Παράλληλα, όπως επισημαίνει το Politico, αγρότες και άλλοι δυσαρεστημένοι πολίτες από την ύπαιθρο διαδηλώνουν στην πρωτεύουσα, σπάζοντας τζάμια κατά μήκος των Ηλυσίων Πεδίων και αλείφοντας τις εξωτερικές προσόψεις των υπουργείων με κοπριά.
Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι καμία μεμονωμένη πολιτική ομάδα δεν θα εξασφαλίσει την πλειοψηφία στους δύο γύρους των εκλογών στις 30 Ιουνίου και 7 Ιουλίου – αυξάνοντας παράλληλα τους φόβους ότι η γαλλική οικονομία θα υποχωρήσει εάν οι φιλελεύθεροι κεντρώοι του προέδρου Μακρόν διαλυθούν, έχοντας ουσιαστικά συνθλιβεί ανάμεσα στην αριστερά και την ακροδεξιά.
Αναλυτές κατασκευάζουν ήδη σενάρια για την επόμενη μέρα των βουλευτικών εκλογών, καθώς η ακυβερνησία φαντάζει πιθανότερη από ποτέ. Ο πολιτικά ευνουχισμένος από τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών, Μακρόν, στην καλύτερη περίπτωση θα κληθεί να αναθέσει το σχηματισμό κυβέρνησης σε ακραίες και εύθραυστες κοινοβουλευτικές συμμαχίες. Η ιδέα μιας κυβέρνησης τεχνοκρατών, αντίστοιχη με εκείνη που είχε σχηματισθεί στην Ιταλία, κερδίζει διαρκώς έδαφος.
Ενα πρόσωπο που κυριαρχεί στα ομφαλοσκοπικά πολιτικά σενάρια των αναλυτών στη Γαλλία, είναι η σημερινή πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Κριστίν Λαγκάρντ – αν και κανένας δεν μπορεί να βρει ένα σημαντικό κίνητρο ώστε η επιφανής κυρία της ευρωπαϊκής και διεθνούς οικονομίας να παρατήσει την ΕΚΤ και να ασχοληθεί με το πολιτικό κολαστήριο του Παρισιού.
Ο Μακρόν και οι σύμμαχοί του έχουν κι αυτοί διατυπώσει την ιδέα της οικοδόμησης ενός ευρέος συνασπισμού που θα περιλαμβάνει μετριοπαθείς νομοθέτες από την αριστερά και τη δεξιά – αλλά κάτι τέτοιο είναι απίθανο σε ένα τόσο πικρά πολωμένο πολιτικό τοπίο, και το νομοθετικό σώμα θα μπορούσε να καταλήξει σε παράλυση.
Σύμφωνα με τη γαλλική πολιτική παράδοση, κυβερνήσεις συνεργασίας σχηματίζονται σπάνια, και μόνο από κόμματα στην ίδια πλευρά της πολιτικής ιδεολογίας. Το έθιμο υπαγορεύει ότι ο πρόεδρος επιλέγει πρωθυπουργό από το κόμμα, ή τον συνασπισμό, με τις περισσότερες έδρες στο κοινοβούλιο.
Με την ακροδεξιά να αναμένεται να κερδίσει το μεγαλύτερο μερίδιο εδρών στην εθνοσυνέλευση, ο Μακρόν ίσως αναγκαστεί απρόθυμα να αναθέσει την ευθύνη σχηματισμού κυβέρνησης στον Ζορντάν Μπαρντελά. Ασαφές παραμένει, ωστόσο αν ο 28χρονος ηγέτης της γαλλικής ακροδεξιάς –που έχει δηλώσει ότι δεν θα γίνει «μαριονέτα του Μακρόν» και ότι θα κυβερνήσει μόνο έχοντας απόλυτη πλειοψηφία– θα αποδεχόταν μια τέτοια πρόταση εκ μέρους το προέδρου.
Πολιτικοί αναλυτές αμφιβάλλουν ότι ο Μπαρντελά θα αρνηθεί, με το κόμμα του να περιμένει δεκαετίες για μια ευκαιρία να κυβερνήσει, επειδή δεν έχει όλες τις έδρες που χρειάζεται για αυτοδυναμία. Απ’ την άλλη, ίσως τελικά επιλέξει να αρνηθεί, ώστε να μην ξοδέψει πολιτικό κεφάλαιο στην χαοτική περίοδο μέχρι τις προεδρικές εκλογές του 2027, όπου η Μαρίν Λεπέν θα παίξει τα ρέστα της για την προεδρία.
Εάν ο Μπαρντελά γίνει ο πρώτος ακροδεξιός πρωθυπουργός της Γαλλίας χωρίς κοινοβουλευτική πλειοψηφία, τα κόμματα της αντιπολίτευσης θα μπορούσαν εύκολα να ενωθούν σε μια πρόταση μομφής, και να ανατρέψουν την κυβέρνησή του. Ισως για αυτό η Λεπέν να μην φαίνεται βιαστική να κατοχυρώσει την πρωθυπουργία για λογαριασμό του συνεργάτη της. Πέρα από τις δυσκολίες μιας διακυβέρνησης με μειοψηφία, το κόμμα της θεωρείται ιδιαίτερα τοξικό για πιθανές συνεργασίες.
Απ’ την άλλη πλευρά, ακόμα κι αν ο συνασπισμός της αριστεράς κόψει πρώτος το εκλογικό νήμα, θα αντιμετωπίσει τα ίδια προβλήματα. Παρότι τα τέσσερα κόμματα της αριστεράς και της άκρας αριστεράς κατάφεραν να συμμαχήσουν μετά την προκήρυξη-σοκ των εκλογών από τον Μακρόν, η συμμαχία τους παραμένει εύθραυστη και επιρρεπής σε εσωτερικές διαμάχες, καθιστώντας τη σταθερή διακυβέρνηση μια απίθανη προοπτική.
Επιπλέον, με λίγες μέρες να απομένουν πριν από τον πρώτο γύρο, η αριστερά δεν μπορεί καν να συμφωνήσει για τον υποψήφιο πρωθυπουργό. Την Κυριακή, ο ηγέτης του κόμματος «Αλύγιστη Γαλλία» –που αναμένεται να πάρει τις περισσότερες έδρες της αριστεράς– Ζαν-Λικ Μελανσόν, δήλωσε ότι επιθυμεί να κυβερνήσει τη χώρα, αλλά χωρίς να «επιβάλει» την υποψηφιότητά του. Αλλά αριστερά κόμματα της συμμαχίας δεν τον θέλουν επικεφαλής.
Αν το σχέδιο μιας κυβέρνησης τεχνοκρατών προχωρήσει –ανεξαρτήτως προσώπου του/της πρωθυπουργού– θα ακολουθήσει στα βήματα της ιταλικής κυβέρνησης του πρώην επιτρόπου της ΕΕ, Μάριο Μόντι, που ανέλαβε επικεφαλής μιας κυβέρνησης εμπειρογνωμόνων το 2012. Θα χρειαστεί, επίσης, να επιβιώσει στη θυελλώδη γαλλική εθνοσυνέλευση για ένα χρόνο – καθώς ο Μακρόν δεν μπορεί να προκηρύξει νέες βουλευτικές εκλογές πριν περάσει το δωδεκάμηνο.
Υπάρχουν, βέβαια, και άλλες εναλλακτικές. Το γαλλικό σύνταγμα δίνει τη δυνατότητα στον πρόεδρο να χρησιμοποιήσει «διευρυμένες εξουσίες» σε περιπτώσεις θεσμικής κρίσης, όπως μαζικές αναταραχές μετά τις εκλογές. Αλλά αυτές οι εξουσίες έχουν χρησιμοποιηθεί μόνο μία φορά στην ιστορία της γαλλικής δημοκρατίας – μετά την απόπειρα δολοφονίας του προέδρου Ντε Γκολ από απόστρατους γάλλους στρατηγούς του πολέμου στην Αλγερία.