Protagon Main Image
Συνολικά 71 μεγάλου και μικρού μήκους ντοκιμαντέρ από την Ελλάδα προβάλλονται φέτος στα τρία διαγνωστικά τμήματα του 27ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ, στη Θεσσαλονίκη | CreativeProtagon
Επικαιρότητα

Κάτι καλό συμβαίνει με το ελληνικό ντοκιμαντέρ

Η μανία του σύγχρονου κοινού για ντοκιμαντέρ φαίνεται, ασφαλώς, από τις συνδρομητικές πλατφόρμες: δεν είναι τυχαίο ότι το Netflix έχει γεμίσει το μενού του με αυτά... Ενας καθηγητής Κινηματογράφου και δύο νέοι σκηνοθέτες μιλούν στο Protagon για την άνθηση του συγκεκριμένου κινηματογραφικού είδους, ιδιαίτερα στη χώρα μας
Λίλα Σταμπούλογλου
Λίλα Σταμπούλογλου

Από τις 6 Μαρτίου η καρδιά της Θεσσαλονίκης χτυπάει στους ρυθμούς του 27ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ, το οποίο θα διαρκέσει μέχρι τις 16 του μηνός. Και ενώ στη φαρέτρα του περιλαμβάνονται αρκετές ξένες παραγωγές, βλέπουμε και έναν διόλου ευκαταφρόνητο αριθμό ελληνικών. Συνολικά 71 μεγάλου και μικρού μήκους ντοκιμαντέρ από την Ελλάδα προβάλλονται φέτος στα τρία διαγνωστικά τμήματα του φεστιβάλ. Αν αυτό μας λέει κάτι, είναι ότι το ντοκιμαντέρ ανθεί και στη χώρα μας, όπως ανθεί διεθνώς, με τις στατιστικές να δείχνουν μια ανάπτυξη που το αναδεικνύει ως το πλέον αναπτυσσόμενο μεταξύ των κινηματογραφικών ειδών.

Ο Νικόλας Αλέτρας, διδάκτορας Κινηματογράφου στο αντίστοιχο τμήμα της Σχολής Καλών Τεχνών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, εξηγεί: «Ενας από τους βασικούς λόγους αυτής της ανάπτυξης είναι οι τεχνολογικές εξελίξεις, που έχουν μειώσει σημαντικά το κόστος παραγωγής, επιτρέποντας σε περισσότερους παραγωγούς-σκηνοθέτες να εκφραστούν με μεγαλύτερη ελευθερία. Στο παρελθόν η δημιουργία ενός ντοκιμαντέρ απαιτούσε υψηλό προϋπολογισμό για τον εξοπλισμό, το μοντάζ και τη διανομή.

»Σήμερα η πρόσβαση σε ψηφιακές κάμερες υψηλής ποιότητας (που μπορεί να έχει και ένα σχετικά καλό smartphone), τα προσιτά λογισμικά επεξεργασίας βίντεο και οι διαδικτυακές πλατφόρμες διανομής έχουν κάνει την παραγωγή πιο οικονομική. Αυτό προφανώς είναι λυτρωτικό, μιας και προσφέρει μεγαλύτερη ελευθερία στους παραγωγούς περιεχομένου να επιλέγουν τα θέματά τους και να υλοποιούν τα έργα τους με λιγότερους περιορισμούς».

Η μανία του σύγχρονου κοινού για ντοκιμαντέρ φαίνεται, ασφαλώς, από τις συνδρομητικές πλατφόρμες. Δεν είναι τυχαίο ότι το Netflix έχει γεμίσει το μενού του με αυτά, τα περισσότερα εκ των οποίων καταπιάνονται με πρόσωπα ή θέματα που έχουν μια δημοφιλία (όπως οι κατά συρροή δολοφόνοι και τα διάσημα εγκλήματα) και πολύ συχνά είναι παραγωγές αξιώσεων με κινηματογραφική αισθητική.

Ως προς τη θεματολογία, το ελληνικό ντοκιμαντέρ φαίνεται να κινείται ανάμεσα στο παρελθόν και το μέλλον, με μια σαφή τάση προς την εξερεύνηση της ιστορικής μνήμης: «Η ανάγκη κατανόησης της ελληνικής ταυτότητας και της πρόσφατης ιστορίας έχει οδηγήσει πολλούς παραγωγούς-σκηνοθέτες να εστιάσουν σε θέματα όπως η Κατοχή, η Δικτατορία, ο Εμφύλιος ή η Μικρασιατική Καταστροφή.

»Παράλληλα, η κοινωνική πραγματικότητα της χώρας αποτελεί κεντρικό άξονα αφήγησης, με ντοκιμαντέρ που ασχολούνται με το μεταναστευτικό, την κλιματική αλλαγή, τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις πολιτικές εξελίξεις. Ιδιαίτερη θέση κατέχουν επίσης οι προσωπικές αφηγήσεις, καθώς πολλοί σκηνοθέτες στρέφουν το βλέμμα τους σε μικρές καθημερινές ιστορίες, που όμως έχουν καθολικό αντίκτυπο» σημειώνει ο Νικόλαος Αλέτρας.

Ωστόσο η στροφή στο παρελθόν δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει και μια δυναμική ματιά προς το μέλλον. Για παράδειγμα, πληθώρα ντοκιμαντέρ ασχολούνται με τις ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 27ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης περιστράφηκε γύρω από την Τεχνητή Νοημοσύνη, ξεκινώντας με το φιλμ «Σχετικά με έναν Ηρωα» του Πιοτρ Βίνιεβιτς, του οποίου το σενάριο είναι γραμμένο από πρόγραμμα ΤΝ εκπαιδευμένο στο έργο του Βέρνερ Χέρτσογκ: «Μιλώντας και ο ίδιος ως παραγωγός, πρέπει να πω ότι το σενάριο είναι τρομακτικά καλό. Η ταινία κάλλιστα θα μπορούσε να ανήκει στον ίδιο τον Χέρτσογκ» σχολιάζει ο Νικόλας Αλέτρας.

Ως προς το ύφος του ελληνικού ντοκιμαντέρ, ο σκηνοθέτης Μιχάλης Φελάνης, του οποίου το ντοκιμαντέρ «Ελπίδα για το Αύριο», με θέμα την υπογεννητικότητα στη χώρα, εντάχθηκε στο μενού του φετινού φεστιβάλ, θεωρεί ότι υπάρχει μια σαφής στροφή προς πιο προσωπικές αφηγήσεις : «Ο φακός δεν καταγράφει απλώς, αλλά παρατηρεί με ευαισθησία και βάθος. Παράλληλα, πολλοί σκηνοθέτες πειραματίζονται, προσφέροντας εικόνες και ήχους με πιο ποιητικό και δημιουργικό τρόπο». Το σημαντικότερο όμως για τον ίδιο είναι ότι το ντοκιμαντέρ έχει γίνει πλέον πιο προσιτό σε περισσότερους ανθρώπους, και αυτό μόνο καλό μπορεί να είναι για την εξέλιξη του είδους, αλλά και για τον πλουραλισμό των ιδεών.

Η διαρκής αγωνία των ελλήνων δημιουργών, ωστόσο, παραμένει και είναι μία: κατά πόσο θα έχουν τα μέσα να προσεγγίσουν τις προσδοκίες τους. «Η κρατική βοήθεια προς τους έλληνες ντοκιμαντερίστες υπάρχει, αλλά συχνά αποδεικνύεται περιορισμένη, ειδικά σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες» παραδέχεται και ο Μιχάλης Φελάνης. «Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες των τελευταίων χρόνων, κυρίως μέσα από το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου και την ΕΡΤ, τα κίνητρα που δίνονται δεν είναι αρκετά για να στηρίξουν μια σταθερή και βιώσιμη ανάπτυξη στον χώρο μας.

»Το βασικότερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε ως δημιουργοί είναι η ανεπαρκής χρηματοδότηση, η οποία συνήθως δεν καλύπτει τις πραγματικές ανάγκες μιας ποιοτικής παραγωγής. Αυτό μας αναγκάζει να αφιερώνουμε χρόνο και ενέργεια στην αναζήτηση χορηγιών και εναλλακτικών πηγών χρηματοδότησης, με αποτέλεσμα να αποσπάται η προσοχή μας από το καθαρά δημιουργικό κομμάτι. Ετσι, πολλά έργα καθυστερούν, ενώ δυστυχώς κάποια δεν ολοκληρώνονται ποτέ, αφού οι οικονομικές δυσκολίες είναι συχνά ανυπέρβλητες» καταλήγει.

Το δικό του δημιούργημα ξεπήδησε μέσα από την τηλεοπτική εκπομπή «Ο Κόσμος Μέσα μας» (Attica Tv). Και κάπως έτσι η τηλεόραση τρύπωσε σε ένα φεστιβάλ ντοκιμαντέρ, κάτι διόλου σύνηθες. Ο σκηνοθέτης αναφέρει γι’ αυτό: «Η τηλεόραση είναι ένας χώρος που, παρότι αρχικά με πίεζε με τα αυστηρά χρονικά της όρια, έχει αρχίσει να μου αρέσει, γιατί με έμαθε να λειτουργώ δημιουργικά μέσα σε συγκεκριμένα πλαίσια. Είναι μια πρόκληση που απολαμβάνω πλέον. Προσωπικά αγαπώ τους ανθρώπους, τις διαφορετικές κουλτούρες και, φυσικά, τα ταξίδια.

»Πιστεύω ότι κάθε ταξίδι και κάθε συνάντηση με έναν νέο τόπο και τους ανθρώπους του με αλλάζει και με κάνει καλύτερο ως άνθρωπο και δημιουργό. Αυτό που θα ήθελα πολύ να κάνω στο μέλλον είναι να εξερευνήσω βαθύτερα το ντοκιμαντέρ δρόμου. Μια σειρά που δεν θα περιορίζεται μόνο στην εικόνα ενός προορισμού, αλλά θα συνδυάζει τη φιλοσοφική αναζήτηση με την αυθεντική επαφή με τους ανθρώπους, την κουλτούρα και την καθημερινότητά τους. Μια αφήγηση που θα συνδυάζει ταξίδι, ανθρώπινες ιστορίες και αναζητήσεις ζωής, γιατί πιστεύω ότι εκεί βρίσκεται η πραγματική μαγεία του ντοκιμαντέρ».

Η Ξένια Τσιλοχρήστου είναι μια νέα κινηματογραφίστρια που ασχολήθηκε με το ντοκιμαντέρ γιατί τη γοήτευε η δύναμη που έχουν οι πραγματικές ιστορίες να εμπνέουν, να αφυπνίζουν και να προκαλούν συναισθήματα. Το «Ακουσε» (Lend an Ear) είναι το πρώτο ντοκιμαντέρ για την κοινότητα των κωφών που γυρίστηκε στην Ελλάδα, ενώ το «Arise», το πιο πρόσφατο έργο της, καταπιάνεται με τη σύγχρονη γυναίκα και την πάλη ανάμεσα στην καταπίεση και την αυτογνωσία, τη μνήμη και την απελευθέρωση.

Στην ίδια κατεύθυνση θέλει να κινηθεί και στο μέλλον, εστιάζοντας σε αληθινές γυναικείες ιστορίες και σε στιγμές αντίστασης, καθημερινές μάχες και διεκδικήσεις: «Θέλω η εικόνα, ο ήχος και η αφήγηση να δημιουργούν μια εμπειρία που δεν ενημερώνει απλώς, αλλά κινητοποιεί, γεννά ερωτήματα και δίνει φωνή σε όσες συχνά μένουν στο περιθώριο» τονίζει.

Η ίδια πιστεύει ότι το ελληνικό ντοκιμαντέρ στρέφεται σε πιο προσωπικές και κοινωνικά ευαισθητοποιημένες αφηγήσεις, που καταγράφουν με ειλικρίνεια τις αλλαγές και τις κρίσεις που βιώνει η χώρα: «Από ζητήματα δικαιωμάτων και κοινωνικών ανισοτήτων μέχρι περιβαλλοντικά προβλήματα και ιστορικές αναδρομές, οι δημιουργοί πλέον δεν φοβούνται να καταπιαστούν με θέματα που προκαλούν συζήτηση και αμφισβήτηση» παρατηρεί.

Ανήκοντας στη νέα γενιά δημιουργών, αντιμετωπίζει και η ίδια τη δυσκολία της πραγμάτωσης του στόχου, που σχετίζεται με τα περιορισμένα μέσα. Σημειώνει σχετικά: «Η δημιουργία ντοκιμαντέρ στην Ελλάδα είναι μια πρόκληση, αλλά τα αληθινά κίνητρα για κάποιον που επιλέγει αυτόν τον δρόμο θεωρώ πως δεν είναι οικονομικά – είναι βαθιά συνδεδεμένα με την ανάγκη για έκφραση, καταγραφή και αντίδραση.

»Σε μια εποχή που το ελληνικό #MeToo, οι γυναικοκτονίες, η τραγωδία των Τεμπών και τόσα άλλα κοινωνικά ζητήματα αποκαλύπτουν αδικίες και συστημικές παθογένειες, το ντοκιμαντέρ λειτουργεί ως ένας τρόπος αντίστασης και αλλαγής. Είναι η φωνή όσων δεν ακούγονται, ένας καθρέφτης της πραγματικότητας που δεν πρέπει να αγνοηθεί».

Για την Ξένια Τσιλοχρήστου, η τέχνη, και ειδικά η τέχνη του ντοκιμαντέρ, δεν είναι απλώς καταγραφή, αλλά ένας τρόπος να επαναστατήσεις απέναντι στη λήθη και την αδικία, να κινητοποιήσεις τον θεατή και να διαμορφώσεις συνείδηση: «Αυτό το κίνητρο είναι πολύ πιο ισχυρό από οποιοδήποτε οικονομικό όφελος, και είναι αυτό που κρατάει ζωντανό το ντοκιμαντέρ στην Ελλάδα. Για να υπάρξει ουσιαστική εξέλιξη, χρειαζόμαστε όχι μόνο περισσότερη χρηματοδότηση, αλλά και μια ευρύτερη κινηματογραφική κουλτούρα, που να στηρίζει το ντοκιμαντέρ τόσο στη δημιουργία όσο και στη διανομή του, ώστε να μπορεί να φτάσει σε όσο το δυνατόν περισσότερους θεατές».

Το σίγουρο είναι ότι υπάρχει μια νέα γενιά δημιουργών που επαναπροσδιορίζουν το είδος του ντοκιμαντέρ στην Ελλάδα, οδηγώντας το σε μια τροχιά ανάπτυξης αλλά και εξωστρέφειας, προς μια παγκόσμια αγορά που διψάει να βλέπει αληθινές ιστορίες στην οθόνη. Από διάσημα εγκλήματα μέχρι σκάνδαλα, και από ξεπεσμένους σταρ που κάποτε έλαμψαν, μέχρι ιστορικά πρόσωπα που έκαναν τον κόσμο καλύτερο ή χειρότερο. Το σύγχρονο ντοκιμαντέρ εμπνέεται από τα πάντα και μπορεί να τα φέρει μπροστά σου με τρόπο που δεν έχεις ξαναδεί.