Πολλές εταιρείες και επιστήμονες σε όλο τον κόσμο συνεργάζονται με ταχύτατους ρυθμούς για τη δημιουργία φαρμάκων που αντιμετωπίζουν τον κορονοϊό. Δυστυχώς, όμως, υπάρχουν και αρκετοί που θα μπορούσαν να προσφέρουν πολλά, όμως κρατούν κλειστά τα «χαρτιά» τους.
Οπως αναφέρει σε άρθρο του στον Guardian o καθηγητής Αρα Ντάρζι, χειρουργός και διευθυντής του Ινστιτούτου Καινοτομίας Παγκόσμιας Υγείας στο Imperial College του Λονδίνου, μεγάλες φαρμακευτικές εταιρείες βάζουν τροχοπέδη στην ανάπτυξη νέων φαρμάκων, καθώς δεν παραχωρούν στην παγκόσμια επιστημονική κοινότητα σημαντικά δεδομένα.
Μία φαρμακευτική εταιρεία, για να καταλήξει σε ένα φάρμακο-στόχο για μία νόσο, μπορεί να έχει μελετήσει χιλιάδες δραστικές ουσίες και μόρια. Η «συμπεριφορά» των υπό δοκιμή φαρμάκων τόσο στο εργαστήριο, όσο και σε δοκιμές σε ζώα και σε ανθρώπους, μπορεί να αποκαλύψει πολλά χρήσιμα δεδομένα σε αυτή τη φάση.
Υποψήφια φάρμακα, νέες ιδέες και τρόποι προσέγγισης για την αντιμετώπιση ιών θα μπορούσαν να βγουν από τα εργαστήρια και να κατατεθούν στην επιστημονική κοινότητα, ώστε να χρησιμοποιηθούν ως καταλύτες για την επιτάχυνση νέων φαρμάκων για την αντιμετώπιση και θεραπεία του κορονοϊού.
«Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας έχει αναγνωρίσει πέντε πολλά υποσχόμενες θεραπείες μέχρι στιγμής. Ωστόσο δεν μπορούμε να περιμένουμε με σταυρωμένα τα χέριατα αποτελέσματα από αυτά τα φάρμακα», γράφει ο καθηγητής Ντάρζι.
Ο καλύτερος τρόπος, υπογραμμίζει, να αναγνωρίσει ένας επιστήμονας κάποιο υποψήφιο φάρμακο είναι να χρησιμοποιήσει την Τεχνητή Νοημοσύνη (ΤΝ). Και οι εταιρείες πληροφορικής είναι διατεθειμένες να διαθέσουν τους υπερυπολογιστές τους στο κυνήγι της θεραπείας του κορονοϊού.
Ωστόσο, κάποιες φαρμακευτικές εταιρείες θέτουν εμπόδια. «Συμπεριφέρονται σαν τους πολίτες που έχουν προμηθευτεί μεγάλες ποσότητες από χαρτί υγείας και το κρατούν καλά κρυμμένο στα σπίτια τους. Το ίδιο κάνουν και οι εταιρείες αυτές, κρατώντας σε ψηφιακές αποθήκες τα μυστικά τους, καθώς μπορούν να χρησιμοποιηθούν για εμπορικούς σκοπούς στο μέλλον».
Η συνεργασία των επιστημόνων σε κάθε γωνιά του πλανήτη, χωρίς θεσμικά και εμπορικά σύνορα, ήταν αυτή που επέτρεψε τη αποκωδικοποίηση του γονιδιώματος του νέου κορονοϊού Sars-CoV-2. «Και τώρα χρειαζόμαστε επειγόντως όλες τις φαρμακευτικές εταιρείες, οι οποίες θα πρέπει να βάλουν στην άκρη τις εμπορικές τους φιλοδοξίες και να συμμετάσχουν σε μία παρόμοια συλλογική προσπάθεια για τον εντοπισμό, τη δοκιμή και την ανάπτυξη και παρασκευή δραστικών ουσιών που θα καταπολεμούν τη νόσο Covid-19», γράφει ο επιφανής επιστήμονας.
Και δεν είναι η πρώτη φορά που θα γίνει κάτι τέτοιο, ούτε πρόκειται να χάσουν τα δεδομένα τους οι φαρμακευτικές εταιρείες με τη χρήση της Τεχνητής Νοημοσύνης.
Σε μία ιστορική συμφωνία τον προηγούμενο Ιούνιο, μεγάλες εταιρείες όπως Johnson & Johnson, AstraZeneca και GlaxoSmithKline, «μοίρασαν» τα δεδομένα τους για τη δημιουργία αντιβιοτικών που αντιμετωπίζουν βακτήρια που προκαλούν θανατηφόρες παθήσεις.
Αυτό έγινε μέσω ενός συστήματος Τεχνητής Νοημοσύνης που βασίζεται σε αλυσίδα συστοιχίας και επιτρέπει σε έναν αλγόριθμο να αναζητεί πληροφορίες μέσα στα δεδομένα, χωρίς όμως να αποκαλύπτει τις πληροφορίες της μιας εταιρείας στην άλλη. Ως αποτέλεσμα, τον Φεβρουάριο ανακοινώθηκε ένα νέο μόριο, η αλλισίνη, που μπορεί να αντιμετωπίσει 35 διαφορετικούς τύπους βακτηρίων.
Είναι σημαντικό, γράφει ο καθηγητής, όλες οι φαρμακευτικές εταιρείες να ξεκλειδώσουν τις χημικές βιβλιοθήκες τους, ώστε να μπορούν να τακτοποιηθούν τα υποψήφια φάρμακα και να ξεκινήσουν όσο το δυνατόν πιο γρήγορα οι κλινικές δοκιμές για τις πιο ελπιδοφόρες θεραπείες. «Δεν μπορούμε να περιμένουμε, οι ζωές μας εξαρτώνται από αυτό», καταλήγει ο ίδιος στο άρθρο του.