«Ακόμα 29 χρονών;» Τον ρωτάω ξέροντας πόσο τον εκνεύριζε το γεγονός ότι η ηλικία του είχε γίνει στοιχείο αναφοράς κάθε φορά που κάποιος μιλούσε για τη δουλειά του, κυρίως την εποχή που σκηνοθέτησε την «Ελένη» για την Επίδαυρο. Γελάει. «Κοίτα, για την ακρίβεια στις 8 Οκτωβρίου θα τα κλείσω», απαντά. «Είστε 29 χρονών και ανεβάζετε Σαίξπηρ στο Εθνικό Θέατρο», συνεχίζω για να απαντήσει ακαριαία: «ναι και αυτό θα μου κοστίσει».
Ο Δημήτρης Καραντζάς είναι ένα σπάνιο πλάσμα. Νομίζω αυτές είναι οι πιο ακριβείς λέξεις για να τον περιγράψεις. Σκηνοθέτης που από πολύ νωρίς –ηλικιακά, ναι- πάλεψε με έργα τεράστια, εντυπωσίασε, εκτοξεύθηκε στην πρώτη γραμμή των σκηνοθετών, με την ηλικία του να αποτελεί πάντα ένα μεγάλο ζητούμενο (ένα μεγάλο wow). Δίπλα σε αυτό καθ’ αυτό το ταλέντο του. Και στην εργασιομανία του, αυτή τη δίνη και άλλων έργων, περισσότερων έργων, ακόμα πιο απαιτητικών έργων που ανεβάζει στην ελληνική σκηνή και βλέπουμε να μεταφέρονται και στο εξωτερικό.
«Το περίεργο είναι ότι τα τελευταία τέσσερα-πέντε χρόνια δεν κατάλαβα πώς έφτασα από τα 25 στα 29. Χάνω τη νιότη μου». Γελάμε και πάλι. Είναι ανέλπιστα χαλαρός μετά από πολλές ώρες πρόβας για τη «Δωδέκατη Νύχτα» του Σαίξπηρ που θα κάνει πρεμιέρα στην κεντρική σκηνή του Εθνικού Θεάτρου στις 20 Οκτωβρίου (οι φωτογραφίες που βλέπετε εδώ είναι από τις πρόβες).
Τον ρωτάω γιατί δουλεύει τόσο πολύ; Ανασφάλεια; Σύμπτωση; Ανάγκη έκφρασης; «Λίγο από όλα. Κυρίως σύμπτωση. Την χρονιά που έκανα τον “Κυκλισμό” στη Στέγη και μετά την “Ελένη” στην Επίδαυρο και μετά πήγαμε “Κυκλισμό” στην Αβινιόν (2013-2014) ερχόντουσαν το ένα μετά το άλλο. Όταν με πήρε ο Γιώργος Λούκος και μου είπε αν θέλω να κάνω την “Ελένη” στην Επίδαυρο τι θα μπορούσα να απαντήσω; Μετά με πήραν από την Αβινιόν, τι να πω δεν πάω; Πάντως δεν έχω απαντήσει ακριβώς στο ερώτημα γιατί δουλεύω τόσο πολύ… Ξέρω ότι μερικές φορές έχει γίνει επειδή αισθάνομαι ότι αντιμετωπίζω διάφορα πράγματα μέσα από αυτό».
Ως ψυχοθεραπεία;
«(Το σκέφτεται καθώς στρίβει ένα τσιγάρο που δεν πρόκειται να καπνίσει πριν περάσει πολύ ώρα) Δεν είμαι εύκολα κοινωνικά άνθρωπος και νομίζω ότι μέσα από τις συναντήσεις με ανθρώπους με τους οποίους συζητάμε για ένα έργο, κάπως βρίσκω και εγώ τη θέση μου. Πού ανήκω. Τι πιστεύω σε σχέση με ένα ζήτημα, για τη διαχείρισή του. Είναι από τους λίγους τρόπους που μπορώ να νιώσω ενταγμένος. Εχω ταυτίσει τη ζωή μου με τη δουλειά μου».
Είστε σε θέση να αντέξετε οικονομικά να μείνετε εκτός για μια σεζόν μετά από τόσες παραστάσεις που έχετε κάνει;
«Οχι. Δεν είμαι. Προφανώς φταίει και η κρίση. Πλέον το κάνεις ακόμα και σε μεγάλους οργανισμούς σχεδόν με ίδια, λίγα μέσα. Υπάρχουν στιγμές που είσαι πάμπτωχος και δανείζεσαι και ξαφνικά μια μέρα έρχονται όλα τα χρήματα μαζεμένα».
Σας βοηθάει η δουλειά σας να νιώσετε ενταγμένος, λέτε. Σαν να είναι η σκηνοθεσία μια άσκηση για την πραγματική ζωή.
«Είναι τρόπος ύπαρξης. Σε οποιονδήποτε άλλο τομέα της ζωής μου δεν μπορώ να είμαι δομημένος, να είμαι στον άξονά μου. Καλά με τον εαυτό μου νιώθω μόνο την περίοδο που είμαι σε πρόβα, ακόμα και στο χάος της. Εκείνη τη στιγμή παρότι με ταράζει, το στομάχι μου νιώθει πως είμαι εκεί που πρέπει να βρίσκομαι. Και αυτό το νιώθω σπάνια στη ζωή μου».
Οταν ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου Στάθης Λιβαθινός τον ρώτησε ποιο έργο θα ήθελε να σκηνοθετήσει, του πρότεινε μεταξύ άλλων ο ίδιος τη «Δωδέκατη Νύχτα». Εργο συμβολικό για τον ίδιο τον Λιβαθινό –ήταν το πρώτο που παρουσίασε στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου το 2001 ως διευθυντής της Σκηνής. Τον ρωτάω γιατί αποφάσισε να σκηνοθετήσει τελικά αυτό το έργο. «Η δωδέκατη ημερολογιακή νύχτα από τα Χριστούγεννα που λέγεται και Επιφάνεια ή Night of Kings στα αγγλικά, είναι η νύχτα όπου έρχονται στην επιφάνεια όλα τα σκοτεινά στοιχεία. Αντιστρέφεται η φυσιολογική ροή των πραγμάτων. Στο έργο σχεδόν όλοι λαχταράνε να είναι κάτι άλλο. Ολες οι αντιστροφές λαχταράνε κάτι άλλο (γι’ αυτό ο τίτλος συμπληρώνεται από το “ή ό,τι προαιρείσθε”). Είναι σαν να έχουν τα πάντα απενοχοποιηθεί έτσι ώστε για μια νύχτα, για στιγμή να μπορείς να διαχειριστείς οτιδήποτε υπάρχει σε έναν άνθρωπο. Αυτό με κέντρισε στο έργο», εξηγεί ο Δημήτρης Καραντζάς. «Είναι σαν να κάνεις μια κατάδυση και ότι βλέπεις να είναι φαντασίωση», λέει για να καταλήξει: «Εχει τεράστιο καημό το έργο».
Περιγράψτε αυτό τον καημό.
Είναι ο καημός για αυτό που θέλω να είμαι και δεν είμαι. Για αυτό που θέλω και δεν μπορώ να το αποκτήσω. Ο καημός της αδυναμίας τού να επιμένω να ζητάω κάτι που ξέρω ότι δεν μπορώ να αποκτήσω. Τον καημό της διαπίστωσης ότι είχα την ευκαιρία να κάνω αυτό που ποθούσα, αλλά κατέληξα να κάνω το κοινωνικά αποδεκτό. Το έργο τελειώνει με δυο τυπικούς γάμους αλλά για εμένα αυτό δεν είναι ευτυχισμένο τέλος από τη στιγμή που οι ήρωες ήρθαν σε επαφή με τόσο βαθιές περιοχές τους και δεν κατάφεραν να μείνουν εκεί.
Το έργο ανήκει στην κατηγορία της «κωμωδίας παρεξηγήσεων». Πόσο εύκολο είναι να γελάσει ο θεατής και πόσο επικίνδυνο να το παρακάνει;
Δεν ξέρω τι μπορεί να περιμένει κάποιος. Για μένα παραμένει κωμωδία και έτσι το αντιμετωπίζω. Όμως δεν ξέρω ποιοι είναι οι όροι της κωμωδίας. Εννοώ, δεν γελάω εγώ με το γεγονός ότι ένα κορίτσι ντύνεται αγόρι. Εχει σαφώς πιο κωμικά στοιχεία. Αυτό που λέγαμε πριν: η μεταμφίεση είναι εσωτερική απόφαση. Δεν πιστεύω ότι στην πρόθεση του Σαίξπηρ ήταν το χαχάνισμα. Ο τρόπος που βαθαίνει στις σκηνές, το ερώτημα που θέτει σε σχέση με το φύλο, το «εγώ σε βαφτίζω με τον τρόπο που αντέχω να σε δω», είναι πολύ βαθιά ερωτήματα.
Πώς προσεγγίζετε την παράσταση;
Εχει πολλές τροχιές. Είναι μια παρτιτούρα μουσικοσκηνοθετικουποκριτικοκινησιολογική.
Μια λέξη να το γράψω;
Ναι μία (γελάμε)… Όλα συντείνουν στο να αναδειχθεί η ανάγκη του ανθρώπου να καταβυθιστεί στην ψευδαίσθηση, στο ένστικτό του, με την επίφαση της ψευδαίσθησης. Να βάλω μπροστά την απαραίτητη πρόφαση για να μπορέσω να υπάρξω ελεύθερα. Η ψευδαίσθηση είναι ένα εργαλείο για να μετριάσω της αποστάσεις. Παίζω με την ψευδαίσθηση για να μπορέσω να σε πλησιάσω.
Του ζητάω να μου πει αποσπάσματα του κειμένου που αγαπά, ή που απλά του έχουν κολλήσει στο μυαλό. Αρχίζει με τη στιχομυθία του Ορσίνο με τον τρελό:
«-Πάρε για τον κόπο σου.
-Κανένας κόπος κύριε με ευχαριστεί να τραγουδώ.
-Πληρώνω την ευχαρίστησή σου τότε.
-Σωστά κύριε και η ευχαρίστηση πληρώνεται αργά ή γρήγορα».
Τον ρωτάω τι φοβάται και μου απαντά ακαριαία «το να μην αντλώ ευχαρίστηση από τη δουλειά μου». «Πληρώνουμε την ευχαρίστησή σας λοιπόν», διαπιστώνω. Γελάει ξανά καθώς στρίβει ένα ακόμα τσιγάρο (που θα καπνίσει μόνο μετά το τέλος της συνέντευξης).
«Κάθε φορά που ξεκινάω να κάνω πρόβα νομίζω ότι δεν ξέρω τι θα κάνω. Οι συνεργάτες μου λένε ότι είναι ψυχωσικός, αφού τους έχω δώσει όλη την κατεύθυνση, όλα τα δεδομένα. Βέβαια από την άλλη, θα μου πεις αλίμονο σε αυτόν που ξέρει. Που νομίζει ότι ξέρει. Αυτό με απασχολεί και εκτός θεάτρου. Το θέμα του γνώστη».
Εσείς ψευδαισθήσεις έχετε;
«Ναι. Νομίζω ότι όλοι οι άνθρωποι ξεκινάνε με καλή πρόθεση. Μπορεί να το φιλτράρω αλλά ναι αυτή είναι ψευδαίσθησή μου».
Εσείς έχετε γίνει κάτι άλλο από αυτό που είστε, όπως συμβαίνει με τους ήρωες του έργου;
«Εχω γίνει πολλά πράγματα, συνειδητά ποτέ όμως. Δεν μπορώ να το κάνω επίτηδες γιατί θα το κάνω άσχημα και θα με καταλάβουν. Για να καταλάβετε σε αυτά τα επιτραπέζια παιχνίδια τύπου Παλέρμο είμαι πολύ κακός. Με παίρνουν χαμπάρι με την πρώτη».
Σας επηρεάζουν οι κριτικές;
«Εξαρτάται. Αν είναι από ανθρώπους που εκτιμώ, ναι. Αν είναι από ανθρώπους που δεν εκτιμώ, ακόμα και αν γράφουν στο έντυπο με το μεγαλύτερο τιράζ και την επιρροή δεν με νοιάζει πλέον καθόλου. Εχω περάσει και εγώ από ένα στάδιο που δουλειές μου που εγώ ένιωθα πως δεν ήταν κάτι σπουδαίο αποθεώθηκαν, σε μια περίοδο που υπήρχε μια δημοσιογραφική ανάγκη. Εχω νιώσει απορία για δουλειές μου που έχουν πουσαριστεί πολύ. Σε άλλες δουλειές μου που θεωρώ πιο δυναμικές ένιωσα πως υπήρξε η ανάγκη να χτυπηθούν επειδή είχε περάσει η εποχή του πουσαρίσματος».
Ποιο είναι το χειρότερο που έχουν γράψει για σας;
«Οτι πρέπει να κάτσω στο σπίτι μου για να ανοίξω κανά βιβλίο και να πήξει το μυαλό μου και να σταματήσω να δουλεύω σε μεγάλες σκηνές που αφειδώς μου δίνονται και δεν ξέρω να τις χρησιμοποιώ. Και ότι θέλει ταλέντο για να κάνεις τέτοιους ηθοποιούς να παίζουν φρικτά».
Πώς βρίσκετε τη στάση μέρους της κριτικής απέναντι στον Γιάννη Χουβαρδά και στην παράσταση «Ορέστεια»;
«Μπορείς να είσαι πολύ οξύς και απολύτως απορριπτικός ακόμα και να έχεις θυμό και να φαίνεται. Όμως, για έναν άνθρωπο που έχει φάει τη ζωή του στο θέατρο δεν μπορώ να διανοηθώ ότι μπορεί κάποιος να του γράψει να σταματήσει να σκηνοθετεί. Μου φαίνεται σκληρό και άδικο. Τέτοιου είδους κριτικές θέλουν να πληγώσουν πολύ κάποιον ή έναν οργανισμό. Και τελικά το μόνο που καταφέρνουν είναι να σε κάνουν να μην ασχολείσαι. Πρέπει να μπεις στη διαδικασία της ανοσίας. Το θέμα είναι ότι ο εξευτελισμός ως ύφος, όταν γίνεται στιλ αφορά τον γράφοντα και μόνο. Πόσο εύκολα ακυρωνόμαστε; Ο Χουβαρδάς είναι ένας άνθρωπος που έχει προσφέρει πολλά στο θεατρικό τοπίο».
info:
Κτίριο Τσίλερ, Κεντρική Σκηνή, Εθνικό Θέατρο
20 Οκτωβρίου 2016 – 8 Ιανουαρίου 2017
Η ταυτότητα της παράστασης:
Μετάφραση Νίκος Χατζόπουλος
Σκηνοθεσία Δημήτρης Καραντζάς
Σκηνικά Κλειώ Μπομπότη
Κοστούμια Ιωάννα Τσάμη
Κίνηση Σταυρούλα Σιάμου
Μουσική Δημήτρης Καμαρωτός
Σύμβουλος στη δραματουργία Θεοδώρα Καπράλου
Βοηθός σκηνοθέτη Κέλλυ Παπαδοπούλου
Φωτισμοί Αλέκος Αναστασίου
Βοηθός σκηνογράφου Στεφανία Ηλέκτρα Πανταβού
Δραματολόγος παράστασης Έρι Κύργια
Διανομή:
Τόμπυ, Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης
Φαμπιάν, Κούριο, Βαλεντίν, Πλοίαρχος, Αστυνόμος Βαγγέλης Αμπατζής
Φαμπιάν, Κούριο, Βαλεντίν, Πλοίαρχος, Αστυνόμος Δημήτρης Κίτσος
Φέστε, Γιάννης Κλίνης
Βιόλα, Έμιλυ Κολιανδρή
Φαμπιάν, Κούριο, Βαλεντίν, Πλοίαρχος, Αστυνόμος Βασίλης Μαγουλιώτης
Σεμπαστιάν, Άρης Μπαλής
Μαρία, Ελίνα Ρίζου
Άντριου, Μιχάλης Σαράντης
Ολίβια, Εύη Σαουλίδου
Αντόνιο, Αινείας Τσαμάτης
Φαμπιάν, Κούριο, Βαλεντίν, Πλοίαρχος, Αστυνόμος Σπύρος Χατζηαγγελάκης
Μαλβόλιο, Νίκος Χατζόπουλος
Ορσίνο, Γιώργος Χρυσοστόμου