Σε μια νέα παρέμβαση για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα στην Ελλάδα, το Βloomberg καλεί το Λονδίνο να ακολουθήσει το παράδειγμα του πάπα Φραγκίσκου που τον περασμένο μήνα επέστρεψε στη χώρα μας τρία θραύσματα του Παρθενώνα, τα οποία κρατούνταν στα μουσεία του Βατικανού για περίπου 100 χρόνια.
«Είναι καιρός η Βρετανία να ακολουθήσει το παράδειγμα του αργεντινού ποντίφικα. Η επόμενη χρονιά, όταν η Ελλάδα γιορτάσει την 50ή επέτειο από την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, φαντάζει ιδανική ευκαιρία», εκτιμα η Ρέιτσελ Σάντερσον, αυστραλή πολιτικός, σε άρθρο γνώμης υπό τον τίτλο Greece’s Elgin Marbles Are Not Britain’s to Keep, συνηγορώντας έτσι στην εκστρατεία για την επιστροφή των Γλυπτών. Και μεταξύ άλλων, σημειώνει ότι ο ίδιος ο βασιλιάς Κάρολος Γ΄θα πρέπει να παρέμβει καθοριστικά, προκειμένου «να τιμήσει την μνήμη του πατέρα του».
Σύμφωνα με το Βατικανό, επισημαίνεται, η αποκατάσταση των Γλυπτών του Παρθενώνα υποκινήθηκε από μια «ειλικρινή επιθυμία να ακολουθήσουν τον οικουμενικό δρόμο της αλήθειας». Με άλλα λόγια, ο πάπας Φραγκίσκος πρόσθεσε το βάρος του στην άποψη της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδος, την οποία υποστηρίζει ευρέως και ο ελληνικός λαός, ότι τα Γλυπτά πρέπει να επιστρέψουν στην Ελλάδα.
Οπωσδήποτε, σημειώνει ο Αντρεα Ρουράλε, διευθυντής μεταπτυχιακών σπουδών στη διαχείριση έργων τέχνης στο Πανεπιστήμιο Bocconi του Μιλάνο, στην κίνηση αυτή του Βατικανού με την επιστροφή των τριών θραυσμάτων συνέβαλε τα μέγιστα το γεγονός ότι ο πάπας είχε την εξουσία να λάβει μια μονομερή απόφαση. «Αυτό -εξηγεί- του έδωσε τη δύναμη να παρακάμψει τη διαφωνία που εκφράστηκε από ορισμένους εντός των Μουσείων του Βατικανού».
Συγκριτικά, συνεχίζει το άρθρο, η ιδιοκτησία των Γλυπτών του Παρθενώνα από τη Βρετανία, γνωστά ως Ελγίνεια Μάρμαρα από τον λόρδο Έλγιν που επέβλεψε την απομάκρυνσή τους από το 1801, είναι επενδυμένη με ατελείωτο άγχος και αποκλίνουσες απόψεις από αναρίθμητους ενδιαφερόμενους.
Ο πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου Ρίσι Σούνακ απέκλεισε το ενδεχόμενο τροποποίησης του βρετανικού νόμου του 1963, που απαγορεύει σε μεγάλο βαθμό στο Βρετανικό Μουσείο να διαθέτει τα αποκτήματά του. Ετσι, εκτιμάται, ο δανεισμός των Γλυπτών ως μέρος μιας εκ περιτροπής συμφωνίας, βασισμένης σε πολιτιστικές ανταλλαγές, θα ήταν ο μόνος τρόπος να ξεπεραστεί αυτό το νομικό εμπόδιο.
Το Parthenon Project, ένα όργανο υπό την προεδρία του πρώην υπουργού Πολιτισμού του Ηνωμένου Βασιλείου, Εντ Βέιζι, που συνεργάζεται με το Βρετανικό Μουσείο και το Μουσείο της Ακρόπολης για την εξεύρεση λύσης, παραδέχεται ότι και οι δύο πλευρές πρέπει να «συμφωνήσουν ότι διαφωνούν» σχετικά με την ιδιοκτησία. Αντίθετα, προτείνει μια πολιτιστική συνεργασία, που θα έφερνε τα κειμήλια στην Αθήνα, ενώ ελληνικά αριστουργήματα θα μπορούσαν σε αντάλλαγμα να στεγαστούν στο Βρετανικό Μουσείο για εκθέσεις.
Αλλά το Βρετανικό Μουσείο – του οποίου η συλλογή των αμφισβητούμενων έργων τέχνης περιλαμβάνει την στήλη της Ροζέτας, διατηρημένα κεφάλια των Μαορί από τη Νέα Ζηλανδία και περίπου 200 Χάλκινα του Μπενίν – έχει υποδείξει ότι μια τέτοια «πολιτιστική ανταλλαγή» δεν θα λειτουργούσε για την Ελλάδα, αφού θα αναγνώριζε τη βρετανική ιδιοκτησία. Η Αθήνα υποστηρίζει ότι η αφαίρεση των Γλυπτών ήταν μια πράξη λεηλασίας από τον λόρδο Έλγιν πριν από τη δημιουργία του σύγχρονου ελληνικού κράτους.
Η βρετανική κυβέρνηση απέρριψε τη σύσταση της UNESCO το 2021 να ξανανοίξει τις συνομιλίες με την Ελλάδα. «Η θέση μας είναι σαφής: τα γλυπτά του Παρθενώνα αποκτήθηκαν νόμιμα σύμφωνα με τον τότε νόμο». Το Ηνωμένο Βασίλειο ισχυρίζεται ότι τα μάρμαρα αγοράστηκαν από το κοινοβούλιο του Ηνωμένου Βασιλείου από τον Λόρδο Έλγιν το 1816 έναντι περίπου 350.000 λιρών (437.000 $) σε σημερινά χρήματα, ενώ ο Έλγιν είχε λάβει έγκριση από την Οθωμανική Αυτοκρατορία για να αφαιρέσει τα μάρμαρα αρχικά.
Αλλά υπάρχει μια ευκαιρία εδώ, μια ευκαιρία όπου ο πάπας Φραγκίσκος δείχνει το δρόμο. Η Ελλάδα θα γιορτάσει την 50ή επέτειο από την αποκατάσταση της δημοκρατίας στις 24 Ιουλίου 2024. Για να σηματοδοτήσει αυτή την ημερομηνία, η Βρετανία θα πρέπει να εξετάσει το ενδεχόμενο για ένα τεράστιο δώρο με επιστροφή των γλυπτών στον ελληνικό λαό. Θα χρειαζόταν μια κοινοβουλευτική πράξη, αλλά ο βασιλιάς Κάρολος Γ’, ο οποίος έχει μιλήσει συχνά για την εγγύτητά του με την Ελλάδα ως γενέτειρα του πατέρα του, θα μπορούσε να είναι ο κατάλληλος απεσταλμένος, εκτιμά η αρθρογράφος.
Αυτές οι συζητήσεις υπογραμμίζουν μια ριζική αλλαγή, καθώς για μεγάλο χρονικό διάστημα της σύγχρονης εποχής, μια τέτοια αποκατάσταση ήταν αδιανόητη. Η πλειονότητα των επιμελητών και των κρατικών ιδιοκτητών υποστήριζε ότι η τέχνη ήταν παγκόσμια κληρονομιά και ότι παρουσιάζεται καλύτερα στα μεγάλα παγκόσμια μουσεία. Αλλά η επιστροφή των έργων που έκλεψαν οι Ναζί ξεκίνησε μια παγκόσμια επανεξέταση, σε συνδυασμό με μάχες υψηλού επιπέδου για την επιστροφή λεηλατημένων αρχαιοτήτων σε ορισμένα ιταλικά μουσεία.
Παρατίθεται μάλιστα η δήλωση της Λοράνς ντε Καρ, διευθύντριας του Λούβρου, ότι είναι από τις πρώτες γενιές επιμελητών που είναι ανοιχτές στο «να δώσουν πίσω κάτι, όταν είναι άδικα εκεί».
Βέβαια, το Βρετανικό Μουσείο δεν θα έμενε απαραίτητα με άδεια χέρια. Έχει περισσότερο από έναν χρόνο για να κατασκευάσει τέλεια αντίγραφα προς έκθεση – όπως το Dippy, ένα από τα κορυφαία αξιοθέατα στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας. Το diplodocus που βλέπουμε εκεί είναι ένα γύψινο αντίγραφο των απολιθωμένων οστών ενός σκελετού Diplodocus carnegii, το πρωτότυπο του οποίου εκτίθεται στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Carnegie του Πίτσμπουργκ, σημειώνει η αρθρογράφος.
Επιπλέον, οι μοναδικές συνθήκες του «δώρου» θα μείωναν τον κίνδυνο να δημιουργηθεί προηγούμενο για το άδειασμα των βρετανικών μουσείων, ένας μεγάλος φόβος στο Ηνωμένο Βασίλειο. Στα Μουσεία του Βατικανού, η επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα θεωρείται μια μεμονωμένη (εφάπαξ) περίπτωση, που δεν έχει καμία σχέση με το θησαυρό των έργων τέχνης του.
Για τη Βρετανία θα παρείχε μια ευκαιρία να καλλιεργήσει τη φιλία με την Ελλάδα, και κατ’ επέκταση να αρχίσει να επιδιορθώνει τη ρήξη με την Ευρώπη. Εάν η Ελλάδα αποφασίσει με βάση τα πλεονεκτήματά της να στείλει έργα Τέχνης για ανταλλαγή στο Βρετανικό Μουσείο, τότε όλα οδεύουν προς το καλύτερο, καταλήγει η αρθρογράφος.
Σε κάθε περίπτωση η πίεση για το Βρετανικό Μουσείο αυξάνεται μετά και την ευόδωση -όπως όλα δείχνουν- των συνομιλιων για τον δανεισμό δύο θραυσμάτων από το Μουσείο Kunsthistorisches στη Βιέννη (κάτι στο οποίο αναφέρθηκαν μάλιστα εσχάτως εδώ και οι υπουργοί Εξωτερικών της Αυστρίας και της Ελλάδας).
Εκτενή αναφορά στις συζητήσεις μεταξύ του Μουσείου Kunsthistorisches και του Μουσείου της Ακρόπολης για «αμοιβαία δάνεια» -όπως αναφέρεται της ζωφόρου του Παρθενώνα, κάνει σε άρθρο του στην Art Newspaper (εδώ) ο Γκάρεθ Χάρις.
«Κοινός μας στόχος είναι να συμβάλουμε στην κατανόηση της οικουμενικής σημασίας της για την ευρωπαϊκή πολιτιστική κληρονομιά. Είναι σημαντικό πέρα από τα σύνορα της Ελλάδας γιατί όλοι το ξέρουμε…. Η Αθήνα είναι το λίκνο της ευρωπαϊκής δημοκρατίας. Είμαι πολύ αισιόδοξος ότι οι συνομιλίες θα προχωρήσουν πολύ γρήγορα και τα μάρμαρα θα εκτεθούν στην Αθήνα», δήλωσε ο αυστριακός υπουργός Εξωτερικών Αλεξάντερ Σάλενμπεργκ.
Το μουσείο δεν απάντησε σε αίτημα για σχολιασμό.
Σύμφωνα με την ιστοσελίδα του Μουσείου Kunsthistorisches, ένα από τα θραύσματα απεικονίζει δύο «θαλλοφόρους», δηλαδή ηλικιωμένους άνδρες, που συμμετείχαν στην πομπή των Μεγάλων Παναθηναίων κρατώντας κλαδί ελιάς, ενώ το δεύτερο θραύσμα -επίσης, από τη βόρεια ζωφόρο του Παρθενώνα- δύο νεαρούς ιππείς και την κεφαλή ενός αλόγου.
Κατά την ίδια πάντα πηγή, τελευταίος κάτοχός τους ήταν ο αρχιδούκας Φραγκίσκος Φερδινάνδος «Πιθανότατα αποκτήθηκε στη Βενετία από τον Marchese Tommaso Obizzi, ιδρυτή της συλλογής Esten στο Κάστρο Catajo κοντά στο Este (Πάδοβα, Ιταλία)», προστίθεται στην περιγραφή.