Σαμανισμός, ποιητικότητα, παραστατικότητα – αλλιώς και παλιομοδίτικα, «μαγεία», «ποίηση», «εικαστικά». Καλλιτέχνις ασφαλώς, η Ρετζίνα Χοσέ Γκαλίντο, εκ Γουατεμάλας, βρίσκεται στη Ρώμη για παραστάσεις και εκθέσεις, και με αυτήν την ευκαιρία η La Repubblica την παρουσίασε στο κοινό της.
Στη μικρή εισαγωγή της η ιταλική εφημερίδα απαρίθμησε τα έργα και τις ημέρες της Γκαλίντο η οποία δηλώνει ότι κάνει «πολιτική τέχνη» διότι έχει «πολιτική συνείδηση». Κάνει «πολιτική τέχνη» και με το σώμα της ακόμη. Επί μία εικοσαετία. Στην Αιώνια Πόλη παρουσιάζει μία σύνθεσή της που αφορά τη μετανάστευση.
Η καλλιτεχνική θεματολογία της Γκαλίντο περιλαμβάνει καταγγελίες για: τη φρίκη του πολέμου, την παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της αξιοπρέπειας των γυναικών, την κοινωνική αδικία, τη βία της εξουσίας. Το σώμα της το μεταχειρίστηκε και συνεχίζει να το μεταχειρίζεται ως καμβά ή οθόνη προβολής της πραγματικότητας, σκληρής συνήθως έως απάνθρωπης. Η ίδια η Γκαλίντο θεωρεί ότι το έργο της αναγνωρίστηκε και δικαιώθηκε με τη βράβευσή της στην Μπιενάλε της Βενετίας το 2005.
Η συνέντευξή της δεν άρχισε καλά. Ο παραλληλισμός που αποτόλμησε η ρεπόρτερ της Repubblica μεταξύ της Γκαλίντο και της Αμπράμοβιτς απαντήθηκε με κατηγορηματική άρνηση, αν όχι απόρριψη, και με χρήση ενός λησμονημένου (και ουσιαστικά παρωχημένου) γεωπολιτικού όρου της μαοϊκής(!) περιόδου της Κίνας: «Δεν αισθάνομαι κοντά σε καμία λευκή γυναίκα του Πρώτου Κόσμου. Η δουλειά μου σχετίζεται άμεσα με αυτό που εγώ είμαι: γυναίκα, Λατινοαμερικάνα από τη Γουατεμάλα».
Η ρεπόρτερ αντιπαρήλθε μερικώς και αντεπετέθη: «Το σώμα σας έχει κεντρικό ρόλο σε πολλά έργα σας. Νιώθετε ευάλωτη;»
Η Γκαλίντο δεν μάσησε: «Οχι, δεν είμαι ευάλωτη γυναίκα, κατάγομαι από τους Μάγια» απάντησε, και μίλησε για την ανεξαρτησία που κατέκτησε με αγώνες στην αγορά τέχνης. Δεν παρέλειψε να πει ότι η πνευματική ανεξαρτησία προϋποθέτει την οικονομική. Την αδιάλλακτη στάση της σε θέματα κοινωνικής αδικίας την αιτιολογεί ακριβώς με την καταγωγή της. Ωριμάζεις, λέει, σε μία χώρα που βασανίστηκε από πολέμους και χούντες, βλέπεις τον τρόπο με τον οποίο οι αποικιοκρατικές χώρες συνεχίζουν να σφαγιάζουν τους ανθρώπους.
Το 2003 η Γκαλίντο είχε βυθίσει τα πόδια της σε λεκάνη με αίμα για να διαμαρτυρηθεί για μια πολιτική υποψηφιότητα που δεν της άρεσε, αφού έφερνε έναν παλιό δικτάτορα ξανά στο προσκήνιο. «Οι άνθρωποι έβλεπαν τις πατημασιές με το αίμα και καταλάβαιναν» λέει. «Μόνο οι εξουσιαστές επέκριναν»…
Θέλησε –εκμυστηρεύεται- να φύγει από την πατρίδα της πολλές φορές, κυρίως για χάρη της κόρης της, για να ζήσουν σε κάποια ασφαλέστερη χώρα, αλλά δεν τα κατάφερε: «Και η Γερμανία μού απέρριψε το αίτημα παραμονής».
Στην καλλιτεχνική ενασχόλησή της με το θέμα μετανάστες την οδήγησε η πρόσφατη εμπειρία χιλιάδων συμπατριωτών της, το μεταναστευτικό κύμα προς τις ΗΠΑ, οι περιπέτειες στα μεξικανο-αμερικανικά σύνορα, τα στρατόπεδα κράτησης των μεταναστών στο Τέξας. Λέει ότι οι λατινοαμερικανικής καταγωγής ισπανόφωνοι Αμερικανοί έχουν ευθύνη για τη διακυβέρνηση Τραμπ, εφ’ όσον τον ψήφισαν.
Οι τελευταίες κουβέντες της στη Repubblica αφορούν την τέχνη γενικώς, αν είναι παράγων αλλαγής του κόσμου μας ή όχι. Η Γκαλίντο λέει ότι παλαιότερα θα έλεγε απερίφραστα όχι, αλλά πλέον κρίνει ότι η τέχνη μπορεί να βοηθήσει στην ευαισθητοποίηση και συνειδητοποίηση, ιδιότητες «απαραίτητες κατά την άσκηση του δικαιώματος ψήφου». Σε προσωπικό επίπεδο, «η τέχνη μού επιτρέπει να μετατρέπω όλη την οργή μου σε κάτι θετικό» λέει.