Σε μια συναισθηματικά φορτισμένη ομιλία το απόγευμα της Τετάρτης (τοπική ώρα), η Κάμαλα Χάρις παραδέχθηκε επίσημα την ήττα της στις προεδρικές εκλογές της 5ης Νοεμβρίου, στέλνοντας συγχρόνως ένα αισιόδοξο και εμψυχωτικό μήνυμα στους υποστηρικτές της, τους οποίους κάλεσε να μη χάσουν το θάρρος τους λόγω της επιστροφής του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο και να «μην εγκαταλείψουν ποτέ τον αγώνα για τη δημοκρατία».
«Σήμερα μίλησα με τον εκλεγμένο πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ και τον συνεχάρην για τη νίκη του. Του είπα επίσης ότι θα βοηθήσουμε τον ίδιο και την ομάδα του στην ομαλή μετάβαση και ότι θα συνεργαστούμε για μια ειρηνική μεταβίβαση εξουσίας» σημείωσε εισαγωγικά η απερχόμενη αντιπρόεδρος των ΗΠΑ στην ομιλία της στο Πανεπιστήμιο Χάουαρντ, από όπου και αποφοίτησε, στην Ουάσινγκτον.
Από την πρώτη στιγμή, δηλαδή, η Χάρις έκανε κάτι που ο αντίπαλός της αρνήθηκε να κάνει μετά τις εκλογές του 2020: αποδέχθηκε το αποτέλεσμα της κάλπης. Διότι «μία θεμελιώδης αρχή της αμερικανικής δημοκρατίας είναι ότι όταν χάνουμε σε εκλογές, αποδεχόμαστε τα αποτελέσματα… Στην πατρίδα μας, η πίστη μας δεν οφείλεται σε έναν πρόεδρο ή σε ένα κόμμα, αλλά στο Σύνταγμα των Ηνωμένων Πολιτειών, στη συνείδησή μας και στον Θεό». «Αυτή η αφοσίωση είναι ο λόγος που βρίσκομαι εδώ για να δηλώσω: Ενώ παραδέχομαι αυτή την ήττα, δεν παραδέχομαι τη λήξη του αγώνα που έδωσε πνοή στην εκστρατεία μας» πρόσθεσε.
Εκατόν οκτώ ημέρες από την έναρξη της εκστρατείας της, η Χάρις μίλησε με αποφασιστικότητα για την ήττα της, επιδιώκοντας να καθησυχάσει τους πολίτες που υποστήριξαν τους Δημοκρατικούς. «Ξέρω ότι οι πολίτες αισθάνονται και βιώνουν πολλά αυτή τη στιγμή. Το καταλαβαίνω. Αλλά πρέπει να αποδεχθούμε τα αποτελέσματα αυτών των εκλογών» δήλωσε.
Κλείνοντας αυτό το κεφάλαιο, κάλεσε τους υποστηρικτές της να «σηκώσουν τα μανίκια» μπροστά στο εκλογικό αποτέλεσμα. «Μην απελπίζεστε. Δεν είναι ώρα να σηκώσουμε τα χέρια ψηλά. Είναι ώρα να σηκώσουμε τα μανίκια, να οργανωθούμε, να κινητοποιηθούμε και να παραμείνουμε δραστήριοι για την ελευθερία, τη δικαιοσύνη και το μέλλον που ξέρουμε ότι μπορούμε να χτίσουμε όλοι μαζί» διεμήνυσε.
Υποσχέθηκε εξάλλου να συνεχίσει τον αγώνα της «στις κάλπες, στα δικαστήρια, στον δημόσιο χώρο» αλλά και με «πιο “ήσυχους” τρόπους: δείχνοντας καλοσύνη και σεβασμό στους άλλους… χρησιμοποιώντας τη δύναμή μας για να βοηθάμε τους ανθρώπους».
Απευθύνθηκε και στους νεότερους υποστηρικτές της. «Για τους νέους που παρακολουθούν, είναι εντάξει να νιώθετε λύπη και απογοήτευση, αλλά να ξέρετε ότι όλα θα πάνε καλά. Στην εκστρατεία μας, συχνά έλεγα, “Οταν παλεύουμε, κερδίζουμε”. Αλλά, ακούστε, καμιά φορά ο αγώνας χρειάζεται χρόνο. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα κερδίσουμε». «Το σημαντικό είναι να μην τα παρατάτε ποτέ. Να μη σταματάτε ποτέ να προσπαθείτε να κάνετε τον κόσμο καλύτερο» συνέχισε.
Παράλληλα έκανε ένα έμμεσο σχόλιο στο γεγονός ότι για ακόμη μία φορά δεν έγινε η υπέρβαση να υπάρξει πρώτη γυναίκα πρόεδρος των ΗΠΑ. «Ποτέ να μην ακούτε όταν κάποιος σας λέει ότι κάτι είναι αδύνατο επειδή δεν έχει γίνει ποτέ πριν» ήταν τα λόγια της επ’ αυτού.
Μεταξύ των παρευρισκομένων ήταν η πρώην πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων Νάνσι Πελόζι και αρκετοί αξιωματούχοι του Λευκού Οίκου. Χιλιάδες υποστηρικτές επευφημούσαν τη Χάρις υπό τους ήχους των επιτυχιών «Run the World» της Μπιγιόνσε και «We Gon’ Be Alright» του Τάι Τρίμπετ. Εμφανώς συγκινημένος ήταν ο υποψήφιος αντιπρόεδρος της Χάρις, ο κυβερνήτης της Μινεσότα Τιμ Γουόλζ, ο οποίος ευχαρίστησε από καρδιάς το πλήθος για την υποστήριξή του.
Ολόκληρη η ομιλία της Κάμαλα Χάρις
Η ομιλία αυτή σήμανε και επίσημα το τέλος μιας ταραχώδους προεκλογικής περιόδου για τη χώρα, κατά την οποία ο Τζο Μπάιντεν αποφάσισε να αποσυρθεί από την κούρσα έπειτα από μια κακή εμφάνιση σε ντιμπέιτ.
Η Χάρις συγκέντρωσε γρήγορα τη στήριξη του κόμματος και βρέθηκε αντιμέτωπη με τον Ντόναλντ Τραμπ. Η αλλαγή σκυτάλης αρχικά έφερε ενθουσιασμό, και ενίσχυσε τα ταμεία των Δημοκρατικών, ωστόσο, όπως φάνηκε, δεν ήταν αρκετή για να ξεπεραστούν οι ανησυχίες των ψηφοφόρων σχετικά με την οικονομία και τη μετανάστευση.
Οι αναλυτές συμφωνούσαν, μάλιστα, πως η Χάρις υπέστη βαριά ήττα, καθώς ο Τραμπ αύξησε τα ποσοστά του σε σύγκριση με τις εκλογές του 2020, ενώ οι Δημοκρατικοί δεν κατάφεραν να κερδίσουν πολιτείες-κλειδιά που έκριναν την εκλογική αναμέτρηση.