Η αλήθεια είναι ότι η Εθνική δεν μάγεψε με την απόδοσή της. Ούτε στη Σλοβενία, ούτε στο Κόσοβο. Επαιξε πρώτα απ’ όλα για να μην ηττηθεί -αλλά όχι παθητικά- και κατάφερε να συγκεντρώσει τέσσερις βαθμούς. Που, μάλλον, θα ήταν έξι, εάν δεν δείχναμε στη Σλοβενία μεγαλύτερο σεβασμό απ’ όσο, πραγματικά, αξίζει ως ομάδα.
Αλήθεια είναι, επίσης, ότι στα τελευταία ματς του 2019 είχαμε δει την Εθνική μας πιο δημιουργική, πιο παραγωγική σε τελικές ευκαιρίες, με διάθεση να παίξει ποδόσφαιρο πρωτοβουλίας και να επιτεθεί. Αλλά εκείνος ο ελκυστικός τρόπος παιχνιδιού, που ο Τζόνι Φαν’τ Σιπ είχε διδάξει στην ομάδα, κάπου ξεχάστηκε αυτούς τους δέκα μήνες χωρίς επίσημους αγώνες. Οι διεθνείς, που είχαν να βρεθούν πολύ καιρό, ταξίδεψαν στη Λιουμπλιάνα με τρεις προπονήσεις, όλες κι όλες.
Εάν θέλουμε συγκρίσεις με το παρελθόν, ας τις κάνουμε. Αλλά, όχι μόνο με τα δυο προηγούμενα παιχνίδια. Με τα πολλά προηγούμενα χρόνια. Τότε που ομάδες όπως η Σλοβενία και το Κόσοβο, ή και πολύ υποδεέστερες, μας… κατασπάραζαν. Τότε που η Αρμενία φάνταζε ποδοσφαιρική υπερδύναμη απέναντί μας, και δεν μπορούσαμε να νικήσουμε κανέναν. Ούτε το Λιχτενστάιν! Οσοι βρήκαν αφορμή να κατακρίνουν τον ολλανδό προπονητή για τις επιλογές του, «λησμονούν» σε ποια κατάντια βρισκόταν η Εθνική όταν την παρέλαβε.
Για πρώτη φορά από την εποχή του Φερνάντο Σάντος, η «γαλανόλευκη» προσπαθεί να παίξει με ένα συγκεκριμένο αγωνιστικό σχέδιο. Σαν «παιδί του Κρόιφ» που είναι, ο Φαν’τ Σιπ διδάσκει μια υπεραπλουστευμένη εκδοχή της «επιθετικής άμυνας»: του μοντέλου του μεγάλου Αγιαξ, που εφάρμοσε και ο Γκουαρντιόλα στην Μπαρτσελόνα. Ο ομοσπονδιακός μας τεχνικός δεν είναι Κρόιφ, ούτε Γκουαρντιόλα, και η Εθνική μας δεν θα γίνει, ποτέ, Αγιαξ ή Μπαρτσελόνα. Δεν ήταν, ούτε τη χρονιά που κατέκτησε το Euro. Ο Ολλανδός, όμως, πιστεύει πως το σύστημα αυτό ταιριάζει στα αγωνιστικά χαρακτηριστικά των ελλήνων παικτών, και τώρα βρίσκεται στο στάδιο του… casting.
Στους αγώνες του Nations League, παραλλήλως με τα καλά αποτελέσματα, αναζητεί τα πρόσωπα που θα μπορούσαν να παίξουν καλύτερα τους ρόλους. Δοκιμάζει παίκτες που υποψιάζεται ότι «του κάνουν» γι’ αυτό που έχει στο μυαλό του. Δεν επιλέγει, ούτε τους πιο ακριβοπληρωμένους, ούτε τους πιο προβεβλημένους. Δεν κάνει «χατίρια» και, κυρίως, δεν προσπαθεί να κρατήσει συλλογικές ισορροπίες: τόσους παίκτες από κάθε μεγάλο σύλλογο κι έναν δυο περισσότερους από τον πρωταθλητή. Για έναν ολλανδό προπονητή, τέτοιοι υπολογισμοί είναι αδιανόητοι.
Στην Ελλάδα, δυστυχώς, κάποιοι δεν έχουν ξεπεράσει αυτές τις αντιλήψεις, που κρατούν από την εποχή που οι διεθνείς μας αποκαλούσαν τους ντόπιους εκλέκτορες με τα μικρά τους ονόματα, με το πρόθεμα κυρ- (κυρ-Κώστα, κυρ-Χρήστο, κ.λπ). Η γκρίνια «κύκλων» και ανώνυμων παραγόντων για τις… χρωματικές επιλογές του Φαν’τ Σιπ «πήγε σύννεφο» μετά την ισοπαλία στη Σλοβενία. Ευτυχώς γι’ αυτόν, ακολούθησε η νίκη επί των Κοσοβάρων. Ηταν ένα φάρμακο που χάρισε ηρεμία στην ομάδα, ενόψη των δυο επόμενων (εντός έδρας) αγώνων της Εθνικής.
Αναρωτιέμαι, πώς θα αντιδρούσαν οι σύλλογοι που διαμαρτύρονται, εάν ο Φαν’τ Σιπ επιχειρούσε να επιβάλει στους δικούς τους προπονητές να χρησιμοποιούν συγκεκριμένους παίκτες, με το επιχείρημα ότι τους θέλει σε φόρμα για την Εθνική. Εξίσου απαράδεκτη παρέμβαση είναι να προσπαθείς να υπαγορεύσεις στον ομοσπονδιακό τεχνικό, να καλέσει ποδοσφαιριστές από το δικό σου club. Αλλά είναι και αστείο: η κλήση ενός παίκτη σε μια αναξιόπιστη Εθνική, κάθε άλλο παρά του προσδίδει αξία. Είναι προς το συμφέρον όλων να αφήσουν τον άνθρωπο ήσυχο, μπας και καταφέρει να φτιάξει μια αξιοπρεπή ομάδα.
Η κριτική στους προπονητές, ακόμη και χωρίς εμπάθεια ή σκοπιμότητες, είναι το εθνικό μας σπορ. Από τους ποδοσφαιριστές, όμως, ιδίως από εκείνους που είχαν την τύχη να παίξουν σε κάποιο από τα μεγάλα πρωταθλήματα της Ευρώπης, θα περίμενε κανείς να είναι πιο «κορέκτ». Ο Δημήτρης Σιόβας, όχι μόνο φέρθηκε αντισυναδελφικά απέναντι στον Στράτο Σβάρνα (της ΑΕΚ), αλλά και πάτησε σε χωράφια που ανήκουν αποκλειστικά στον προπονητή του. Το αν θα παίζει στην Εθνική ο «κολλητός» του, Κώστας Μανωλάς, είναι απόφαση του Φαν’τ Σιπ – και του Μανωλά, βεβαίως. Οσο κι αν προσπάθησε να «τα μπαλώσει» αργότερα, με διευκρινιστική του δήλωση στο Instagram, το οπαδικό του συναίσθημα τον παρέσυρε σε ένα μεγάλο ατόπημα.
Οπως το 2015, μετά το τέλος του αγώνα – ρεβάνς Κυπέλλου του Ολυμπιακού με την ΑΕΚ, που είχε πει: «Είμαστε ικανοποιημένοι που δώσαμε στον κόσμο μας την ευκαιρία να γιορτάσει τα 90 χρόνια ιστορίας της ομάδας, έστω και απέναντι σε μια ομάδα Β’ Εθνικής»! Ηταν 25 ετών, τότε. Τώρα, στα 32, κι έπειτα από τόσα χρόνια στο ισπανικό πρωτάθλημα, έκανε κάτι ακόμη χειρότερο από το να προσβάλει έναν μεγάλο σύλλογο: «Καπέλωσε» τον προπονητή που του εμπιστεύτηκε μια θέση στην Εθνική.
Φαίνεται, όμως, ότι ο Φαν’τ Σιπ δεν ακούει, ούτε όσους διαφωνούν με τις επιλογές του, ούτε τα media. Και κάνει ακριβώς ό,τι ο Οτο Ρεχάγκελ πριν από σχεδόν δυο δεκαετίες, που είχε αφήσει εκτός Εθνικής «παιχταράδες» όπως ο Γρηγόρης Γεωργάτος, ο Ακης Ζήκος και ο Ιεροκλής Στολτίδης. Με τα γνωστά αποτελέσματα. Πώς το λένε οι Γερμανοί; Καλός προπονητής είναι… ο κουφός προπονητής.