Για όσους δεν τον πρόλαβαν στα γήπεδα, υπάρχουν κάποιοι αριθμοί που μαρτυρούν το μεγαλείο του. Αν και δεν ήταν επιθετικός, ο Σταύρος Σαράφης πέτυχε τα περισσότερα γκολ από κάθε άλλον παίκτη στην ιστορία του ΠΑΟΚ: 136 στο πρωτάθλημα και 170 σε όλες τις διοργανώσεις. Σπάνιο (αν όχι μοναδικό) κατόρθωμα στα παγκόσμια ποδοσφαιρικά χρονικά.
Οσοι, πάλι, τον είδαν να αγωνίζεται, δεν περιμένουν από τη στατιστική να τους πει ότι υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους μέσους που ανέδειξε το ελληνικό ποδόσφαιρο. Χαρισματικός δημιουργός, δεινός σκόρερ και εξαιρετικός «κεφαλοσφαιριστής». Οι φοβερές του κεφαλιές ήταν το «σήμα κατατεθέν» του. Η… σπεσιαλιτέ του ήταν οι κεφαλιές – «ψαράκι». Οριζοντιωνόταν σε χαμηλό ύψος, κι έστελνε την μπάλα στα δίκτυα με δύναμη, λες και την είχε βρει με το πόδι.
Ο «Καίσαρας» (το προσωνύμιο οφείλεται στα σγουρά καστανόξανθα μαλλιά του) ήταν πρωταγωνιστής του μεγάλου ΠΑΟΚ της δεκαετίας των ‘70s, που κατέκτησε τα πρώτα του σπουδαία τρόπαια: τα Κύπελλα του 1972 και του 1974, και το Πρωτάθλημα του 1976. Του ΠΑΟΚ του Κούδα, του Παρίδη, του Ασλανίδη, του Τερζανίδη, του Αποστολίδη, του Φουντουκίδη, του Ιωσηφίδη (…), τον οποίο θαύμασε όλη η Ελλάδα για το υπέροχο παιχνίδι του. Ηταν ένας σταρ της ασπρόμαυρης εποχής του ελληνικού ποδοσφαίρου, που γράφτηκε ανεξίτηλα στη μνήμη όσων την έζησαν. Της ρομαντικής εποχής.
Υπηρέτησε τον «Δικέφαλο» επί 45 ολόκληρα χρόνια. Ως παίκτης (από το 1967 έως το 1981), ως υπηρεσιακός προπονητής (έξι φορές), ως βοηθός προπονητή (του Χάαν, του Μπλαχίν, του Μπένγκτσον, του Πέτροβιτς, κ.ά.), ως μάνατζερ της ομάδας, ως σκάουτερ, αλλά και ως «δάσκαλος» στις ποδοσφαιρικές του ακαδημίες. Καυχιόταν πως «εγώ δεν έφυγα ποτέ». Και δεν μπορούσε να χωρέσει το μυαλό του, το πώς οι σημερινοί ποδοσφαιριστές «μπορούν να φιλάνε τη φανέλα, κι έπειτα από λίγο καιρό να φιλάνε κάποια άλλη».
Το 1976, αμέσως μετά την κατάκτηση του τίτλου, του δόθηκε η ευκαιρία να εξασφαλιστεί οικονομικά για το υπόλοιπο της ζωής του, όμως εκείνος δεν απαρνήθηκε τον ΠΑΟΚ. Είχε συμπληρώσει οκταετία και, σύμφωνα με τους κανονισμούς της εποχής, μπορούσε να πάρει μεταγραφή σε όποια ομάδα επιθυμούσε. Ο -τότε- πρόεδρος της ΑΕΚ, Λουκάς Μπάρλος, του έδινε 5 εκατομμύρια δραχμές για να κατέβει στη Νέα Φιλαδέλφεια (με αυτά τα χρήματα αγόραζες δυο πολυκατοικίες στην Τσιμισκή, όπως τόνιζε συχνά σε συνεντεύξεις του), όμως εκείνος πήγε στον πρόεδρο του ΠΑΟΚ, και τον ενημέρωσε για την πρόταση που είχε δεχτεί. «Δεν μπορούμε να δώσουμε τόσα χρήματα. Εμείς μπορούμε να δώσουμε μόνο ένα εκατομμύριο δραχμές, κι άλλες 300.000 εν καιρώ», του είπε ο Γιώργος Παντελάκης, και ο Σαράφης αποφάσισε να παραμείνει στη Θεσσαλονίκη. Οπως είχε εξηγήσει, κάποτε, «στη ζωή δεν μετράνε μόνο τα λεφτά, κάποτε τελειώνουν. Η αγάπη του κόσμου είναι αυτή που μένει». Αγαπήθηκε πολύ. Το όνομά του τραγουδήθηκε και έγινε σύνθημα στα χείλη των ΠΑΟΚτσήδων.
Το ποδόσφαιρο ήταν η ζωή του. Τελείωσε το λύκειο «κουτσά – στραβά», όπως έχει πει ο ίδιος, μόνο και μόνο για να κάνει το χατίρι του πατέρα του. Στα 13 του έπαιζε, ήδη, στο Περιφερειακό, με την Αναγέννηση Επανομής. Στα 15 ήταν διεθνής με τη Νέων. Εκανε τα πρώτα του βήματα στο ποδόσφαιρο με την ομάδα της Αναγέννησης Επανομής. Και στα 17, το ταλαντούχο παιδί με το χαμόγελο στα χείλη και την κάπως ιδιαίτερη προφορά, που το είχαν βάλει στο μάτι όλοι οι μεγάλοι σύλλογοι της χώρας, έγινε ο «Σταύρακας του ΠΑΟΚ».
Αποσύρθηκε από τα γήπεδα σχετικά νέος (31 ετών). Τον είχε επηρεάσει πολύ ο αιφνίδιος θάνατος του Γκιούλα Λόραντ στον πάγκο του ΠΑΟΚ την ώρα του αγώνα. Εμφανίστηκε για τελευταία φορά με το νούμερο «8» στη φανέλα στις 7 Ιουνίου 1981 στο Περιστέρι (Ατρόμητος – ΠΑΟΚ 0-2). Μετά το τέλος της σεζόν ο -τότε- πρόεδρος του Μακεδονικού, Θωμάς Βουλινός, επιχείρησε να τον δελεάσει με μια τσάντα που περιείχε τρία εκατομμύρια δραχμές, προκειμένου να συνεχίσει στη (νεοφώτιστη στην Α’ Εθνική) ομάδα του. «Αν ήθελα να παίξω ποδόσφαιρο, θα έμενα στον ΠΑΟΚ», ήταν η απάντηση του Σαράφη.
Οταν δεν εργαζόταν για τον ΠΑΟΚ, ή δεν παρακολουθούσε κάποιο ματς, θα τον συναντούσες στον τεράστιο κήπο του σπιτιού του, να φροντίζει τα ζώα του, ή να βαδίζει στην παραλία της Επανομής. Οπως είχε εξομολογηθεί στο «Metropolis 95,5», ονειρευόταν τη μέρα που θα έβλεπε την αγαπημένη του ομάδα στο καινούργιο της γήπεδο. Δυστυχώς, δεν το πρόλαβε. Στα 72 του άφησε την τελευταία του πνοή στο νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ της Θεσσαλονίκης, στο οποίο νοσηλευόταν από τις 17 Σεπτεμβρίου έπειτα από εγκεφαλικό επεισόδιο.