Τελικά, ο Στέφανος Κασσελάκης κατόρθωσε να περιορίσει τις διαρροές του ΣΥΡΙΖΑ στην ψηφοφορία για τα ομόφυλα ζευγάρια –σχεδόν– στο μίνιμουμ, δηλαδή στην πιο γνωστή, εμφατική και βέβαιη (αυτή του Παύλου Πολάκη) και άλλη μία, της Νίνας Κασιμάτη. Το επίτευγμα δεν είναι τόσο μικρό όσο φαίνεται.
Η ΚΟ του ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει αλλάξει άρδην μόνο συγκρινόμενη με εκείνη του «ΣΥΡΙΖΑ του 3%» (ευφημισμός που είναι λάθος, καθώς ο ΣΥΡΙΖΑ του 3% ήταν αρκετά πιο μετριοπαθής από αυτόν που ακολούθησε), αλλά ακόμα και σε σχέση με τον κυβερνητικό ΣΥΡΙΖΑ και αυτόν που τον διαδέχθηκε αμέσως μετά.
Πολλοί είναι πια οι βουλευτές που βασίζουν την εκλογή τους σε ένα συγκεκριμένο και μάλλον συντηρητικό κοινό ή ακόμα και στις σχέσεις που έχουν αναπτύξει με την Εκκλησία. Δεν ήταν αυτονόητο ότι όλων αυτών οι αντιρρήσεις θα καμφθούν.
Ομως εδώ τελειώνουν τα θετικά και αρχίζουν τα δύο προβλήματα που έχουν να διαχειριστούν ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ και οι στενοί συνεργάτες του την επόμενη ημέρα. Το ένα είναι βέβαια ακριβώς ο Πολάκης. Ο Στέφανος Κασσελάκης έχει πολλές φορές επαναλάβει ότι η θετική ψήφος στο νομοσχέδιο ήταν για αυτόν αξιακό ζήτημα και η άρνησή της θα είχε συνέπεια, ώστε δεν θα ήταν χωρίς κόστος για το κύρος του να πάει πίσω από αυτό.
Από την άλλη, ο Πολάκης δεν είναι κάποιος τυχαίος στον σημερινό ΣΥΡΙΖΑ. Ολοι γνωρίζουν ότι ο Στέφανος Κασσελάκης τού χρωστάει τη θέση του: χωρίς την εγγύησή του δεν θα εκλεγόταν ποτέ πρόεδρος του κόμματος και δεν είναι καθόλου σαφές ότι ακόμα και σήμερα έχει τους όρους να διοικήσει χωρίς αυτόν.
Από την άλλη, οι πιθανότητες να βρεθεί μια άκρη με τον βουλευτή Χανίων και υπερτομεάρχη της ΚΟ του ΣΥΡΙΖΑ, δεν είναι μικρές. Ο κ. Πολάκης έχει αποδειχθεί λιγότερο δυσκίνητος από όσο θα φανταζόταν κανείς στην κυβίστηση και ήδη «δικαιολόγησε» την απουσία του από τη Βουλή στην ψηφοφορία, επικαλούμενος κάποια ιατρική υποχρέωση και επιτιθέμενος στον πρωθυπουργό.
Δεν έχει σημασία τόσο αν έπεισε, όσο ότι έστειλε μήνυμα ότι δεν έχει πρόθεση να δώσει συνέχεια στην αντιπαράθεσή του με τον πρόεδρο. Αλλωστε, ανάμεσα στους δύο εξακολουθούν να υπάρχουν άνθρωποι που έχουν τη δυνατότητα να παίξουν τον ρόλο του κυανόκρανου.
Ομως, ακόμα κι έτσι, προκύπτει ένα πρόβλημα πολιτικής. Ο Στέφανος Κασσελάκης είχε «σημαδέψει» αυτό το νομοσχέδιο ως κάτι πολύ βασικό για τον ΣΥΡΙΖΑ και τον ίδιο, όμως καλώς ή κακώς δεν βγαίνει με μετρήσιμα κέρδη από αυτό. Η πρωτοβουλία του νόμου πιστώνεται στον πρωθυπουργό και όχι σε κάποιες επίμονες πιέσεις της αντιπολίτευσης, ενώ η συζήτηση που άνοιξε αφορά πρωτίστως αυτούς που διαφωνούν με τον νέο νόμο, όχι αυτούς που τον στήριξαν.
Στον πόλεμο, το να «σημαδεύεις» μια μάχη και να μην κερδίζεις τίποτα από αυτή, είναι συχνά χειρότερο και από μια μάχη που χάνεις. Και ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να θυμίσει με κάποιον τρόπο ότι είναι αναγκαίος και παίζει ρόλο στα ζητήματα που ανοίγουν.
Η παρουσία του Στέφανου Κασσελάκη στη Θεσσαλία κοντά στους αγρότες δεν ήταν αποτυχημένη, αλλά όλοι ξέρουν ότι δεν είναι από τον αγροτικό κόσμο που ο ΣΥΡΙΖΑ θα αποκτήσει δυναμική. Εξίσου και το ξαφνικό ταξίδι του στις Βρυξέλλες, για να ακούσει τη συζήτηση για τα Τέμπη. Η παρουσία της νεολαίας του κόμματος στις φοιτητικές κινητοποιήσεις δεν είναι απλώς αναιμική, αλλά εντελώς ανύπαρκτη.
Η επικοινωνιακή εμφάνιση του Κασσελάκη στην εκδήλωση Τεμπονέρα – Αχτσιόγλου – Χριστοδουλάκη ήταν ευφυής, αλλά περισσότερο συνεισέφερε στην επιπλέον αποδυνάμωση των ομιλητών, παρά στο κύρος του ιδίου. Και οι εναπομείναντες παλιοί μηχανισμοί του κόμματος έχουν πια αρχίσει εμφανώς να σηκώνουν τη δική τους σημαία, όπως αποδεικνύει η κόντρα με την Κεντρική Οργανωτική Επιτροπή του Συνεδρίου και στην Πολιτική Γραμματεία.
Οι ισορροπίες που αναδεικνύουν οι τελευταίες δημοσκοπήσεις είναι οριακές. Λίγο πάνω ή λίγο κάτω, ο ΣΥΡΙΖΑ του Κασσελάκη παίρνει παράταση ζωής ή οδηγείται στην καταβύθιση. Για να αποφύγει το κακό σενάριο, ο πρόεδρος του κόμματος πρέπει πολύ γρήγορα να βρει ένα πολιτικό αφήγημα που να απασχολήσει ένα μέρος, έστω, της κοινωνίας.