Το πιο ρομαντικό μονοπάτι πεζοπορίας του Τσίνκουε Τέρε στην Ιταλία, το οποίο εύστοχα ονομάστηκε «Via dell’Amore» («Μονοπάτι της Αγάπης»), ανοίγει και πάλι στις 27 Ιουλίου, 12 χρόνια μετά την κατολίσθηση που έγινε τον Σεπτέμβριο του 2012. Τότε τραυματίστηκαν τέσσερις αυστραλοί τουρίστες, γεγονός που τόνισε την απόλυτη ανάγκη για ανακαινίσεις και αυξημένα μέτρα ασφαλείας στην περιοχή, γράφει στο BBC Travel η Αννα Μπρέσανιν.
Το μονοπάτι, μήκους 800 μ., με εκπληκτική θέα στη θάλασσα της Λιγουρίας, είναι λαξευμένο σε απότομους βράχους, έχει ιστορία 104 ετών και ένα μέλλον που εξαρτάται αποφασιστικά από τη διατήρηση των παράκτιων τοπίων της Ιταλίας. Πριν κλείσει ήταν μια από τις πιο δημοφιλείς διαδρομές του δικτύου μονοπατιών μήκους 130 χλμ. που διασχίζουν τις Τσίνκουε Τέρε (Πέντε Χώρες), συνδέοντας τα πολύχρωμα μεσαιωνικά borghi (χωριά) Ριοματζόρε και Μαναρόλα.
Οι Τσίνκουε Τέρε είναι ένα ακανόνιστο τμήμα της ακτής στην ανατολική Ριβιέρα της Λιγουρίας στην επαρχία Λα Σπέτσα, μεταξύ Πούντα Μέσκο και Πούντα ντι Μοντενέρο. Με ένα τοπίο απαράμιλλης ομορφιάς, η περιοχή αποτελείται από πέντε χωριά, που ονομάζονται (από δυτικά προς ανατολικά): Μοντερόσο αλ Μάρε, Βερνάτσα, Κορνίλια, Μαναρόλα και Ριοματζόρε. Από το 1997 αποτελούν μέρος της Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO.
Αρχικά όμως ήταν απλοί οικισμοί αγροτών που μετακινούνταν με βάρκες (όχι ψαράδων, όπως λανθασμένα πιστεύεται). Συνδέονταν μεταξύ τους μόνο με ένα αρχαίο μονοπάτι πάνω από μια απόκρημνη κορυφή και η διάβασή του ήταν τόσο δύσκολη, που η επικοινωνία ήταν σπάνια, ενώ τα δυο μικροσκοπικά χωριά μιλούσαν διαφορετικές διαλέκτους.
Στα τέλη του 19ου αιώνα, λόγω της κατασκευής του σιδηροδρόμου μεταξύ των πόλεων Γένοβας και Λα Σπέτσα, χαράχτηκαν στα βράχια τμήματα ενός πέτρινου μονοπατιού για τους εργάτες και τα γαϊδούρια που μετέφεραν υλικά και εκρηκτικά για να σκάψουν σήραγγες. Οι ντόπιοι είδαν τότε την ευκαιρία να συνδέσουν τα δύο μονοπάτια.
«Είδαν αυτό το κομμάτι του δρόμου [της σιδηροδρομικής υπηρεσίας] στην πλευρά του Ριοματζόρε, και το άλλο στην πλευρά της Μαναρόλα, και αναρωτήθηκαν: “Γιατί δεν δημιουργούμε έναν σύνδεσμο;”» εξηγεί στο BBC Travel η σημερινή δήμαρχος του Ριοματζόρε, Φαμπρίτσια Πεκούνια. Η κατασκευή του νέου μονοπατιού ξεκίνησε το 1920 και ολοκληρώθηκε περίπου 11 χρόνια αργότερα. «Ο παππούς μου, Μπρίτσο Μπονανίνι, ήταν ένας από τους ανθρώπους που το έχτισαν», λέει η Πεκούνια, «και είμαι πολύ περήφανη για αυτό».
Με θέα στον ήλιο που δύει στη θάλασσα και ένα δραματικό, βραχώδες τοπίο πάνω από τα κύματα, που σκάνε περίπου 30 μέτρα πιο χαμηλά, αυτό το επίπεδο, ευκολοδιάβατο μονοπάτι έγινε σύντομα ιδανικό σημείο για βραδινά ραντεβού, όχι μακριά από τα μεσαιωνικά κέντρα των χωριών. Στη συνέχεια, κάποιος ανώνυμος γραφιάς με ταλέντο στους τίτλους έγραψε στον βράχο το «Via dell’ Amore», δίνοντας έτσι στο μονοπάτι το ρομαντικό του όνομα.
Πενήντα χρόνια αργότερα, τη δεκαετία του 1970, οι τοπικοί άρχοντες το συνέχισαν, τοποθετώντας παγκάκια αφιερωμένα σε μυθολογικές φιγούρες του πάθους, από τον Κούπιντ μέχρι τον Ερωτα, τον ομόλογό του φτερωτό θεό της αγάπης στην ελληνική μυθολογία.
Το μόνο πρόβλημα: το Μονοπάτι της Αγάπης δημιουργήθηκε σε μια απότομη και καταρρέουσα βουνοπλαγιά, σε μια περιοχή όπου γίνονται συχνά κατολισθήσεις. «Είναι μια πολύ όμορφη περιοχή, επειδή είναι πάνω στη θάλασσα , αλλά προφανώς επικίνδυνη» εξηγεί στο BBC Travel ο Φραντσέσκο Φατσίνι, γεωλόγος του Πανεπιστημίου της Γένοβας. «Δεν είναι τυχαίο ότι το αρχικό αρχαίο μονοπάτι χτίστηκε έτσι ώστε να πηγαίνει πάνω από το βουνό [και όχι στο πλάι]. Αναπόφευκτα, το κόψιμο της βάσης μιας πλαγιάς οδηγεί σε καταρρεύσεις».
Ωστόσο ολόκληρο το Τσίνκουε Τέρε είναι ένα στοίχημα του ανθρώπου με τη φύση. «Αυτά ήταν τα εδάφη της “ηρωικής αμπελουργίας”» λέει ο γεωλόγος Ντομένικο Καλκατέρα από το Πανεπιστήμιο της Νάπολης. «Τόποι μιας δραματικής και επικίνδυνης γεωργίας. Ανδρες και γυναίκες δούλευαν σε πολύ στενά μονοπάτια κατά μήκος αδιαπέραστων πλαγιών και τα ατυχήματα δεν ήταν ασυνήθιστα».
Με το πέρασμα των αιώνων οι κάτοικοι έχτισαν ξερολιθιές για να συγκρατούν τις πεζούλες, όπου καλλιεργούσαν ελιές και αμπέλια. «Είναι ένα μοναδικό τοπίο» προσθέτει η Ντονατέλα Μπιάνκι, πρόεδρος του Εθνικού Πάρκου Τσίνκουε Τέρε. «Κάθετο, με μονοπάτια μήκους 130 χλμ., που δημιουργήθηκαν από άνδρες οι οποίοι μεταμόρφωσαν τα βουνά για να τα καλλιεργήσουν και να επιβιώσουν».
Με την έλευση του τουρισμού, τη δεκαετία του 1950, η γεωργία στην περιοχή εγκαταλείφθηκε και η συντήρηση των ξερολιθιών παραμελήθηκε, ενώ προοδευτικά, εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής, η ίδια ποσότητα ετήσιας βροχής συγκεντρώνεται σε λιγότερες και πιο έντονες καταιγίδες.
«Οπως δυστυχώς συμβαίνει συχνά στη χώρα μας, μια νέα [περιβαλλοντική] ευαισθητοποίηση αναπτύχθηκε μόνο μετά από μια τραγωδία» λέει ο Καλκατέρα αναφερόμενος στις κατολισθήσεις και τις δραματικές πλημμύρες του 2011 και του 2012. Η νέα ηγεσία του Εθνικού Πάρκου αποφάσισε στη συνέχεια να επικεντρωθεί πιο σοβαρά στο περιβάλλον και δημιούργησε το Κέντρο για τη Μελέτη των Γεωλογικών Κινδύνων, όπου εργάζεται ο Καλκατέρα.
Αρχισαν επίσης να στηρίζουν τη γεωργία, δίνοντας κίνητρα στους αγρότες, παρέχοντας πέτρες για τη στερέωση των ξερολιθιών και barbatelle (μοσχεύματα αμπέλου) για την παραγωγή του διάσημου τοπικού κρασιού Sciacchetrà, ένα γλυκό λευκό πασίτο (λιαστό), από σταφύλια που έχουν στεγνώσει (αφυδατωθεί) στον ήλιο.
«Σήμερα οι κοινότητες που δημιούργησαν αυτό το υπέροχο τοπίο, στο οποίο περιλαμβάνονται και αυτά τα πολύ σημαντικά μονοπάτια, θα μπορέσουν να εκτιμήσουν ξανά την ομορφιά του» σημειώνει η Ντονατέλα Μπιάνκι.
Γιατί όμως χρειάστηκαν 12 χρόνια για να ξανανοίξει ένα μονοπάτι 800 μέτρων; Η υπουργός Τουρισμού, Ντανιέλα Σαντανκέ, η οποία θα εγκαινιάσει το μονοπάτι στο τέλος του μήνα, γελάει ακούγοντας την ερώτηση: «Εχετε δει τη Λιγουρία; Είναι μια στενή περιοχή που υψώνεται απότομα πάνω από τη θάλασσα. Επρεπε να ελέγξουμε και να στερεώσουμε ολόκληρο το βουνό, και να βεβαιωθούμε ότι όλα ήταν απολύτως ασφαλή» εξηγεί στο BBC Travel.
Το έργο «κόστισε συνολικά 22 εκατ. ευρώ» προσθέτει η δήμαρχος Φαμπρίτσια Πεκούνια, περιγράφοντας επίσης πώς οι διάφορες τοπικές και εθνικές ομάδες που εμπλέκονταν έπρεπε να συγκεντρώσουν κεφάλαια, να συμφωνήσουν σε ένα σχέδιο, να περάσουν από όλη τη γραφειοκρατία και τελικά να δημιουργήσουν ένα σύστημα από ιμάντες, δίχτυα και άγκυρες, τόσο για την πρόληψη πτώσεων βράχων όσο και για την προστασία του μονοπατιού, χωρίς να καταστρέφεται η φυσική του ομορφιά. «Και τώρα αν πας, θα το ερωτευτείς» λέει η Σαντανκέ. «Δεν είναι τυχαίο ότι ονομάζεται Μονοπάτι της Αγάπης».
Οι επισκέπτες θα μπορούν να περπατήσουν ξανά στο μονοπάτι από τις 27 Ιουλίου, κλείνοντας εισιτήρια μέσω διαδικτύου ή στα εκδοτήρια του πάρκου. Σύμφωνα, δε, με μια νέα πολιτική για τον περιορισμό του συνωστισμού, θα επιτρέπονται το πολύ 400 άτομα ανά ώρα στο μονοπάτι, και το Εθνικό Πάρκο Τσίνκουε Τέρε, μια από τις μικρότερες αλλά πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές της Ιταλίας, με 4.000 κατοίκους σε 3.800 εκτάρια (38 τετραγωνικά χιλιόμετρα), ελπίζει να παρακολουθεί τον αριθμό των επισκεπτών και να ενημερώνει τους τουρίστες πριν φτάσουν για το πόσο γεμάτο είναι το πάρκο.
Στο μεταξύ, οι πλήρεις γαμήλιες τελετές στο Μονοπάτι της Αγάπης θα πρέπει να περιμένουν μέχρι την επόμενη χρονιά, όταν θα γίνουν τα εγκαίνια του μικρού αμφιθεάτρου στο μονοπάτι, που λειτουργεί και ως βοτανικός κήπος. Η δήμαρχος του Ριοματζόρε, όμως, εγγυάται ότι θα επιτρέπεται να γίνονται ήδη από αυτό το καλοκαίρι γάμοι σε πολύ στενό κύκλο, με λίγους καλεσμένους και χωρίς αναψυκτικά ή δεξίωση. Στο κάτω-κάτω κανείς δεν μπορεί πραγματικά να ελέγξει τον έρωτα… και ποιος ανταλλάσσει όρκους αγάπης στο Μονοπάτι της Αγάπης.