Οι Βρυξέλλες ή οι αγορές; Ποιος έπεισε (ή μάλλον ανάγκασε) τον Ματέο Σαλβίνι και τον Λουίτζι ντι Μάιο, τους αντιπροέδρους της ιταλικής κυβέρνησης να τροποποιήσουν (ενώ δήλωναν πως δεν επρόκειτο να συμβεί ποτέ αυτό) τον αποκαλούμενο «ελιγμό της αλλαγής» (manovra del cambiamento) της ιταλικής οικονομίας; Πώς αποφεύχθηκε τελικά η ρήξη με τις ευρωπαϊκές αρχές για τον ιταλικό προϋπολογισμό; Σύμφωνα, πάντως, με τον Τζιοβάνι Ντιαμάντι, πολιτικό αναλυτή και αρθρογράφο, οι δύο νέοι ισχυροί άνδρες της ιταλικής πολιτικής αποφάσισαν τελικά να συμβιβαστούν εξαιτίας των δημοσκοπήσεων.
Ο Ντιαμάντι επικαλείται σε κείμενό του στη διαδικτυακή ανεξάρτητη εφημερίδα ερευνητικής δημοσιογραφίας Linkiesta, έναν άλλον -πρώην, πλέον- «ισχυρό» πολιτικό και πρώην πρωθυπουργό της Ιταλίας, τον Ματέο Ρέντσι, ο οποίος το 2012, όντας υποψήφιος για την ηγεσία του Δημοκρατικού Κόμματος με αντίπαλο τον Πιερλουίτζι Μπερσάνι, είχε δηλώσει με στόμφο πως «ένας πραγματικός ηγέτης δεν ακολουθεί τις δημοσκοπήσεις αλλά τις αλλάζει». Και αναγνωρίζει πως οι δύο αντιπρόεδροι αποπειράθηκαν αρχικά να το κάνουν. Τα ιδιαίτερα υψηλά ποσοστά δημοτικότητας (ειδικά του επικεφαλής της Λέγκας) επέτρεψαν στους ντε φάκτο ηγέτες της Ιταλίας να λένε τα δικά τους για τη μετάλλαξη της ιταλικής οικονομίας, παραβλέποντας, ωστόσο, ότι οι ίδιες δημοσκοπήσεις αναδείκνυαν ξεκάθαρα τις αμφιβολίες των Ιταλών σχετικά με τις οικονομικές επιλογές της νέας κυβέρνησής τους.
Τελικά, όμως, αναγκάστηκαν να συμβιβαστούν, έχοντας εγκλωβιστεί μεταξύ των πιέσεων των Βρυξελλών και της δυσπιστίας του ιταλικού λαού. Σύμφωνα με την τελευταία δημοσκόπηση της εταιρείας Swg, το 53% των Ιταλών τάσσεται κατά του «οικονομικού ελιγμού» των Ντι Μάιο και Σαλβίνι, ενώ έρευνα των εταιρειών Quorum/YouTrend αποκάλυψε πως μόλις το 39% εγκρίνει το έργο της κυβέρνησης του Τζουζέπε Κόντε.
Πρέπει να σημειωθεί ότι ο Ντιαμάντι είναι ο (συν)ιδρυτής των εταιρειών Quorum και YouTrend. Αυτό, ωστόσο, δεν σημαίνει ότι στερείται επιχειρημάτων. «Για να μπορούν οι λαϊκιστές να προωθούν τις επιλογές τους είναι απαραίτητα κάποια στοιχεία – ένας εξωτερικός εχθρός, ένα ηγετικό αποτύπωμα, μια απλούστευση των προβλημάτων και μια ευρεία λαϊκή συναίνεση. Δίχως τη συναίνεση του λαού, το λαϊκιστικό αφήγημα κινδυνεύει να απολέσει τη βάση του» υπογραμμίζει, υποστηρίζοντας πως ο «λαός» είχε δείξει ότι θεωρεί επικίνδυνη μια μετωπική σύγκρουση με τις Βρυξέλλες.
Οσον αφορά τους δύο αντιπροέδρους, περισσότερο πλήττεται ο Ματέο Σαλβίνι καθώς αυτός ήταν ο πιο αρεστός μεταξύ των Ιταλών. Αλλά αμφότεροι βρέθηκαν αντιμέτωποι με μια κλασική περίπτωση «μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα», μια «lose-lose situation», όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο ιταλός ειδικός. Εάν δεν έκαναν πίσω, κατά πάσα πιθανότητα τα ποσοστά αποδοχής τους θα μειωνόταν περαιτέρω, όπως συνέβη στον Ρομάνο Πρόντι το 2006 και στον Μάριο Μόντι το 2011 εξαιτίας «ελιγμών» που δεν ενέκρινε η πλειοψηφία των πολιτών. Οπισθοχωρώντας, όμως, υπέστησαν μια πρώτη ξεκάθαρη ήττα. Εχασαν τη μάχη με τους Ευρωπαίους, γιατί αποδείχτηκε πως η ΕΕ είχε και την έμμεση στήριξη των ιταλών πολιτών. Ο Σαλβίνι και ο Ντι Μάιο υποχώρησαν υπό το βάρος των δημοσκοπήσεων και των κινδύνων για την οικονομία.
«Ως εκ τούτου ένας λαϊκιστής ηγέτης δεν μπορεί να επενδύει ιδιαίτερα σε μακροπρόθεσμα εγχειρήματα με στόχο την αλλαγή των δημοσκοπήσεων και την αντιστροφή των τάσεων, αλλά είναι αναγκασμένος να τις ακολουθεί πιστά. Κινούμενος με αστραπιαία ταχύτητα, ακολουθώντας τις διακυμάνσεις το ολοένα ρευστότερης κοινής γνώμης» συμπεραίνει ο Ντιαμάντι.
Αλλά την ώρα που οι περισσότεροι ειδικοί συμφωνούν πως η ιταλική κυβέρνηση υποχρεώθηκε τρόπον τινά να συμβιβαστεί, κάποιοι θεωρούν πως και οι Βρυξέλλες επέλεξαν να χαμηλώσουν τους τόνους, αποφεύγοντας μια οξεία αντιπαράθεση. Εξαιτίας των δημοσκοπήσεων και αυτές, σύμφωνα με τον Μπιαρκ Σμιθ-Μάιερ του Politico, λόγω «των φόβων ότι ένα παρατεταμένο αδιέξοδο θα μπορούσε να οδηγήσει σε άνοδο του ευρωσκεπτικισμού ενόψει των ευρωεκλογών» τον ερχόμενο Μάιο.
Αλλωστε, ακόμα και ο ίδιος ο Πιέρ Μοσκοβίσι δήλωσε πως δεν γινόταν να μην ληφθούν υπόψη «το γενικότερο κλίμα που επικρατεί στην ΕΕ» και «η άνοδος του εθνικισμού». Κατά πάσα πιθανότητα ο επίτροπος Οικονομικών Υποθέσεων της ΕΕ δεν είχε στο μυαλό του μόνον την Ιταλία αλλά και τη δική του Γαλλία, όπου ο Μακρόν και οι συνεργάτες του θα πρέπει να πραγματοποιήσουν τους δικούς τους δημοσιονομικούς ελιγμούς (αυξάνοντας για παράδειγμα τον κατώτατο μισθό) ώστε να κατευνάσουν την οργή των Κίτρινων Γιλέκων.
«Εάν είχαμε κάνει κάτι άλλο, οι αντιευρωπαϊστές θα γιόρταζαν τώρα. Αυτό μας ώθησε προς αυτήν τη στρατηγική επιλογή» πρόσθεσε ο Μοσκοβισί. Αλλά αυτή τη φορά τα αποτελέσματα δεν θα φανούν τόσο στις δημοσκοπήσεις όσο στις κάλπες.