Η αποτυχία έχει μεγέθη. Συχνά, τα καθορίζουν οι επιτυχίες των άλλων. Η Ελλάδα «κατάφερε» να αποκλειστεί εύκολα -στον πιο βατό προκριματικό όμιλο της ιστορίας της- από την τελική φάση του διευρυμένου Euro με τους 24 φιναλίστ (ρεκόρ συμμετοχών). Ηταν ένα «σοκ», έτσι κι αλλιώς. Αλλά την απουσία της από τα γήπεδα της Γαλλίας την κάνει ακόμη πιο οδυνηρή, η παρουσία της Ουαλίας, της Βορείου Ιρλανδίας, της Αλβανίας και της Ισλανδίας.
Είναι οι τέσσερις πρωτάρες – και οι πιο αδύναμοι κρίκοι του τουρνουά. Για τη Βόρειο Ιρλανδία, η έκπληξη έχει ένα… ελαφρυντικό: έχει πάει σε δυο Μουντιάλ, το 1958 και το 1986. Εχει βγάλει κι έναν Τζορτζ Μπεστ, πώς να το κάνουμε; Το ίδιο ισχύει και για την Ουαλία: ήταν στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1958, και ο σημερινός ηγέτης της -ο Γκάρεθ Μπέιλ- είναι ο πιο ακριβοπληρωμένος ποδοσφαιριστής στα διεθνή χρονικά των μετεγγραφών. Οι πραγματικά απρόσμενες προκρίσεις ήταν οι άλλες δυο.
Προτού ταξιδέψουν στη Γαλλία, οι αλβανοί είχαν να επιδείξουν μόλις δυο αξιόλογες επιτυχίες – κι αυτές σε επίπεδο Νέων. Δυο συμμετοχές σε τελική φάση Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος, το 1982 με δεκαοκτάχρονους και το 1994 με δεκαεξάχρονους. Οσο για τους ισλανδούς, το ποδόσφαιρο ήταν γι’ αυτούς… άγνωστη λέξη μέχρι να μπούμε στον 21ο αιώνα. Νάτοι, όμως, στο Euro. Εγιναν το μικρότερο -σε πληθυσμό- κράτος που το κατόρθωσε (329.000 κάτοικοι), καταρρίπτοντας το προηγούμενο ρεκόρ της Λετονίας (2.000.000 κάτοικοι).
Σύμφωνα με την Goldman Sachs (η οποία στις οικονομικές της προβλέψεις έχει πέσει τόσο μέσα, που το ‘ριξε και στις ποδοσφαιρικές), οι πιθανότητες της εθνικής ομάδας της Αλβανίας να κατακτήσει το Euro είναι 0, ενώ αυτές της Ισλανδίας 0,2%. Ακόμη κι έτσι, η υπέρβασή τους είναι πρωτοφανής. Μεγαλύτερη κι από εκείνη της Ελλάδας όταν πήρε το «εισιτήριο» για την Πορτογαλία (2004), αφού είχε εμφανιστεί σε τελική φάση μεγάλης διοργάνωσης και στο παρελθόν: στο Κύπελλο Εθνών του 1980 και στο Μουντιάλ του 1994. Αυτούς τους θριάμβους, οι αλβανοί και οι ισλανδοί τούς χρωστάνε σε δυο ξένους προπονητές που άλλαξαν την ποδοσφαιρική τους μοίρα. Στους δικούς τους… Ρεχάγκελ.
Ο «Ρεχάγκελ της Αλβανίας» είναι ιταλός. Τον Δεκέμβριο του 2011 μετανάστευσε από τον ιταλικό Βορρά στα Τίρανα, ενώ -μέχρι τότε- οι αλβανοί ποδοσφαιριστές ακολουθούσαν το αντίθετο ρεύμα: αναζητούσαν την τύχη τους στη δική του πατρίδα (κυρίως στον Νότο), και από ‘κει πήγαιναν όπου μπορούσαν να βρουν ομάδα, σε όλη την Ευρώπη.
Ο Τζιοβάνι -«Τζιάνι»- ντε Μπιάζι, λοιπόν, δεν άρχισε τη δουλειά του στην εθνική Αλβανίας με συστήματα και τακτικές, αλλά με την προσπάθεια να κλείσει την πόρτα της μεγάλης φυγής και να επαναπατρίσει τους πιο αξιόλογους αλβανούς παίκτες. Μαζί με τον βοηθό του, τον Πάολο Τραμετσάνι (άλλοτε χαφ της Ιντερ και της Τότεναμ), ταξίδεψε παντού αναζητώντας ταλέντα αλβανικής καταγωγής -μετανάστες ή παιδιά μεταναστών- που θα μπορούσαν να προσθέσουν ποιότητα στην ομάδα του. Τότε η Αλβανία βρισκόταν στο νούμερο 83 της κατάταξης της FIFA.
Ο ντε Μπιάζι παρακολουθούσε αγώνες των συλλόγων τους και, εφόσον διαπίστωνε οτι του κάνουν, τους ζητούσε να τον συναντήσουν. Σε αυτά τα ραντεβού, σε ξενοδοχεία και εστιατόρια, τους ανέλυε τα σχέδιά του για μια ισχυρή και φιλόδοξη εθνική Αλβανίας. Δεν το έβαζε κάτω, ακόμη κι όταν αντιλαμβανόταν οτι εκείνοι κατέβαλλαν μεγάλη προσπάθεια για να μη γελάσουν. Σε όλους έλεγε τα ίδια: «Μπορείς να συνεχίσεις να παίζεις στο εξωτερικό, όπου πληρώνουν καλύτερα, όμως μην απαρνηθείς την αλβανική ιθαγένεια. Δεν έχεις και πολλές πιθανότητες να γίνεις διεθνής εδώ. Υπάρχουν καλύτεροι από σένα, που είναι και γηγενείς. Ελα μαζί μου στην εθνική Αλβανίας, και δεν θα χάσεις».
Κάποιους τους έπεισε, οτι -επιτέλους- κάτι σημαντικό και φιλόδοξο γίνεται στην πατρίδα τους. Τον 21χρονο αμυντικό της Νάπολι, Ελσέιντ Χισάι, τον μεσοεπιθετικό της Ριέκα, Οντίσε Ρόσι, τον τερματοφύλακα Ετρίτ Μπερίσα που σήμερα αγωνίζεται στη Λάτσιο, τον αμυντικό της Βασιλείας, Τόλαντ Σάκα κ.ά. Με κάποιους άλλους, δεν τα κατάφερε.
Ο Σκόντραν Μουστάφι, για παράδειγμα, ήταν -τότε- αρχηγός στην Κ21 της Γερμανίας. Περίμενε κλήση από τη μεγάλη εθνική, και δικαιώθηκε. Χάρη στον τραυματισμό του Μάρκο Ρόις, πήγε στο Μουντιάλ της Βραζιλίας – και το κατέκτησε. Αρνητικός ήταν και ο Αντνάν Γιανουζάι, μεσοεπιθετικός της Μπορούσια Ντόρτμουντ σήμερα. Σε αυτή την περίπτωση, ο ντε Μπιάζι επέμεινε στα όρια της παρενόχλησης. Οπως λέει ο ίδιος ο προπονητής, έστειλε στο φορητό τηλέφωνο του πατέρα του πάνω από 100 sms, σε τρεις γλώσσες: αλβανικά, αγγλικά και γαλλικά. Δεν μπήκε στον κόπο, ούτε καν να του απαντήσει.
Αν και αμείβεται με μόλις 280.000 ευρώ ετησίως -πολύ λίγα για ξένο ομοσπονδιακό τεχνικό- ο ντε Μπιάζι ζει τον μύθο του
Αυτούς που βρήκε στην Αλβανία, προσπάθησε να τους πείσει να μη φύγουν. Αλλά και να τους αλλάξει αυτή τη νοοτροπία του «δεν βαριέσαι», που τους χαρακτήριζε. Το αποτέλεσμα δείχνει οτι τα κατάφερε. Κι όλη αυτή την περιπέτεια, τη θυμήθηκε αμέσως μετά την ιστορική νίκη (3-0) στο Ερεβάν επί της Αρμενίας, η οποία σφράγισε την αλβανική πρόκριση στα τελικά του Euro 2016: «Οταν ξεκινούσαμε αυτό το ταξίδι, βρισκόμασταν στη Γεωργία και είχαμε πολύ λίγους διαθέσιμους ποδοσφαιριστές. Τους έλεγα ότι αν πιστέψουν στους εαυτούς τους, θα τα καταφέρουν. Κάποιοι που τότε γέλασαν μαζί μου, τώρα πανηγυρίζουν έναν απίστευτο θρίαμβο».
Σχεδόν πέντε χρόνια μετά, ο 59χρονος πρώην προπονητής της Μόντενα, της Μπρέσια, της Τορίνο, της ισπανικής Λεβάντε (όπου απέτυχε παταγωδώς) και της Ουντινέζε, οδήγησε τους «αετούς» στα τελικά του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος για πρώτη φορά στην ιστορία τους. Μέσα από έναν προκριματικό όμιλο στον οποίο μετείχαν -μεταξύ άλλων- κοτζάμ Πορτογαλία, Σερβία και Δανία. Μάλιστα, η νίκη κόντρα στους Πορτογάλους -στην πρεμιέρα του τουρνουά- είχε ως αποτέλεσμα την απόλυση του Πάουλο Μπέντο και την πρόσληψη του «δικού μας» Φερνάντο Σάντος.
Στην Αλβανία θεωρείται, πλέον, εθνικός ήρωας. Αλβανός θεωρήθηκε από την πρώτη στιγμή, όταν άφησε την οικογένειά του στο Τρεβίζο, μετακόμισε στα Τίρανα, έμαθε την αλβανική γλώσσα και μελέτησε την ιστορία της χώρας – για να αντιληφθεί την ψυχοσύνθεση των παικτών του, όπως έχει εξηγήσει ο ίδιος. Σε ένδειξη ευγνωμοσύνης, το 2015 οι αλβανοί του χορήγησαν την υπηκοότητα και τον αναγόρευσαν σε επίτιμο διδάκτορα του Τμήματος Κοινωνικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο των Τιράνων. Δια χειρός του πρωθυπουργού, Εντι Ράμα. Αν και αμείβεται με μόλις 280.000 ευρώ ετησίως -πολύ λίγα για ξένο ομοσπονδιακό τεχνικό- ο ντε Μπιάζι ζει τον μύθο του. Αλλωστε, από την προηγούμενη σταδιοδρομία του δεν έχει πολλά για να περηφανεύεται.
Ο «Ρεχάγκελ της Ισλανδίας» είναι σουηδός. Κατά σύμπτωση, ανέλαβε την εθνική ομάδα της Ισλανδίας σχεδόν την ίδια χρονική περίοδο (Οκτώβριος 2011) που ο ντε Μπιάζι προσελήφθη στην Αλβανία. Η διαφορά είναι οτι ο Λαρς Λάγκερμπακ αφίχθη στο Ρέικιαβικ ενώ ήταν ήδη επιτυχημένος – και κάπως… σιτεμένος. Αλλά, παρά τα 62 του χρόνια (τότε) και το εξαιρετικό βιογραφικό του, απέδειξε πως δεν σκόπευε να «αράξει» λίγο πριν από τη συνταξιοδότησή του.
Εφτιαξε ένα πλάνο δεκαετίας για τη στελέχωση όλων των εθνικών ομάδων της χώρας, και έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά. Την οποία γνώριζε άριστα, αφού διετέλεσε ομοσπονδιακός τεχνικός της Σουηδίας από το 1990 έως το 2009: στους Νέους, στη Β’ ομάδα, βοηθός στην Α’ και -από το 2000- πρώτος προπονητής στην Ανδρών. Ο Λάγκερμπακ είχε οδηγήσει τους σουηδούς, ασημένιους παγκόσμιους πρωταθλητές του 1958, σε τέσσερις διαδοχικές τελικές φάσεις μεγάλων διοργανώσεων. Επειτα από ένα σύντομο (πέντε μηνών) πέρασμά του από τη Νιγηρία, ανέλαβε την Ισλανδία.
Αντιθέτως με τον ντε Μπιάζι, που είχε παίκτες κι έπρεπε να τους κάνει ομάδα, ο Λάγκερμπακ δεν είχε ούτε ποδοσφαιριστές. Μέχρι προσφάτως, το ποδόσφαιρο στην Ισλανδία ήταν ένα άθλημα… εποχικό. Το πολικό ψύχος «σκότωνε» τους παίκτες – και το ελάχιστο φως του ήλιου, τους χλοοτάπητες. Μάταια οι προπονητές προσπαθούσαν να πείσουν τους γονείς να στείλουν τα παιδιά τους στο ποδόσφαιρο. Στα άθλια, λασπωμένα γήπεδα οι σοβαροί τραυματισμοί ήταν σχεδόν καθημερινό φαινόμενο.
Ολα άλλαξαν στα μέσα της δεκαετίας των ’90s. Οι ισλανδοί άρχισαν να χτίζουν σκεπαστά, θερμαινόμενα ποδοσφαιρικά γήπεδα, με την τεχνογνωσία νορβηγών τεχνικών και με την οικονομική ενίσχυση της FIFA και της UEFA. Το πρώτο από αυτά, το οποίο ονομάστηκε «Σπίτι του ποδοσφαίρου», κατασκευάστηκε στο Κέφλαβικ (η τρίτη μεγαλύτερη πόλη της χώρας με πληθυσμό μόλις 10.000 κατοίκων) και άνοιξε τις πύλες του το 2000. Ενθουσίασε τους κατοίκους της περιοχής τόσο πολύ, που τα κλειστά γήπεδα άρχισαν να ξεφυτρώνουν -το ένα μετά το άλλο- σε ολόκληρη τη χώρα. Τα παιδιά ξετρελάθηκαν, τα σχολεία έβαλαν το ποδόσφαιρο στο πρόγραμμά τους, και η Ομοσπονδία δεν άφησε τη συγκυρία να πάει χαμένη. Σήμερα στη χώρα αντιστοιχεί ένας προπονητής (με δίπλωμα UEFA, παρακαλώ) σε κάθε 500 κατοίκους. Στην Αγγλία, η αναλογία είναι ένας προς 5.000. Για την Ελλάδα, μη ρωτάτε.
Ο Λάγκερμπακ δεν είναι πάντα τόσο αθώος, όσο μαρτυρά η φυσιογνωμία του
Για να εκμεταλλευθεί τη «σοδειά» από αυτά τα ποδοσφαιρικά θερμοκήπια, ο Λάγκερμπακ ήρθε σε επαφή με όλους τους δασκάλους της μπάλας, και τους ζήτησε να του υποδεικνύουν τα πιο ταλαντούχα από τα μεγαλύτερα παιδιά, για να τα παρακολουθεί ο ίδιος. Χάρη σε αυτό το… φυτώριο, η Ισλανδία έγινε η μικρότερη -σε πληθυσμό- χώρα που φτάνει σε τελική φάση Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος. Εχει πλάκα: στη Γαλλία θα βρεθούν περισσότεροι από 40.000 ισλανδοί -σύμφωνα με τα στοιχεία για τη διάθεση των εισιτηρίων- για να συμπαρασταθούν στην ομάδα τους, όταν το σύνολο των κατοίκων της χώρας δεν ξεπερνά τους 330.000. Πλέον, το ποδόσφαιρο εκεί συναγωνίζεται -σε δημοφιλία- το χόκεϊ επί πάγου, αν δεν το έχει προσπεράσει.
Ο Λάγκερμπακ είναι ένας επίμονος, ξεροκέφαλος άνθρωπος που ποτέ δεν το βάζει κάτω. Το 2006, στη Σουηδία, μια ομάδα νεαρών χούλιγκαν που είχαν καλύψει τα πρόσωπά τους με μαντίλια και κουκούλες, είχε εισβάλει στο σπίτι του για να κρεμάσει ένα πανό σε εξωτερικό τοίχο: «Λαρς, δίνε του». Ηταν τότε που τον κατηγορούσαν για την αποτυχία της Σουηδίας να διακριθεί στο Μουντιάλ της Γερμανίας. Αλλά εκείνος, δεν… μάσησε. Εφυγε τρία χρόνια αργότερα, όταν έκρινε οτι δεν είχε τίποτ’ άλλο να προσφέρει στην ομάδα.
Στην προκριματική φάση του Euro 2016 η Ισλανδία απέκλεισε ολόκληρη Ολλανδία, την οποία -μάλιστα- νίκησε δύο φορές. Στο Αμστερνταμ, ήταν η πρώτη εντός έδρας ήττα της Ολλανδίας σε προκριματική φάση έπειτα από 15 χρόνια. Οταν εξασφάλισε την πρόκριση (φέρνοντας ισοπαλία στο ματς με το Καζακστάν), ο Λάγκερμπακ παρατηρούσε τους «τρελούς» πανηγυρισμούς των παικτών του από απόσταση. Αργότερα, στη συνέντευξη Τύπου, κάποιος τον χαρακτήρισε ήρωα. Κι ο προπονητής τού απάντησε, με ένα χαμόγελο γεμάτο ηρεμία: «Ηρωες είναι ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ και ο Νέλσον Μαντέλα». Για σουηδό, πολύ παράξενες αναφορές.
Τέλος πάντων. Ο Λάγκερμπακ δεν είναι πάντα τόσο αθώος, όσο μαρτυρά η φυσιογνωμία του. Το πρώτο παιχνίδι της Ισλανδίας στην τελική φάση Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος είναι προγραμματισμένο για τις 14 Ιουνίου με αντίπαλο την Πορτογαλία, και ο «θείος Λαρς» -όπως τον αποκαλούν οι παίκτες του- φρόντισε να ανεβάσει τους τόνους με μια δήλωσή του μετά τον τελικό του Champions League: «Η Πορτογαλία έχει έναν από τους καλύτερους παίκτες στον κόσμο, τον Κριστιάνο Ρονάλντο, που είναι, όμως, και μεγάλος ηθοποιός. Είδαμε, επίσης, οτι και ο Πέπε θα μπορούσε να παίξει στο Χόλιγουντ. Δεν μου αρέσουν καθόλου τέτοιου είδους συμπεριφορές. Θα έπρεπε να μπορούμε να ξαναδούμε τις φάσεις μετά το παιχνίδι, και να τιμωρούμε αυτούς τους παίκτες».
Για τον Λάγκερμπακ -του οποίου οι ετήσιες αποδοχές ανέρχονται σε 430.000 ευρώ- αυτή η πρόκριση ήταν μια δίκαιη ανταμοιβή. Αλλωστε, του τη χρωστούσε η Ιστορία, αφού στις 19 Νοεμβρίου 2013 η Ισλανδία βρέθηκε μόλις 90 λεπτά μακριά από την πρόκρισή της στο Μουντιάλ της Βραζιλίας. Το ποδόσφαιρο θέλει και τύχη, όμως τίποτε δεν είναι τυχαίο.