Τον Ιανουάριο του 2017, την πιο κρύα ημέρα της περσινής χρονιάς, έξι ηθοποιοί από τη Συρία, το Αφγανιστάν και τα παλαιστινιακά εδάφη ξεκίνησαν από το Βερολίνο να κάνουν ένα ταξίδι δύο εβδομάδων στους παγωμένους δρόμους της Γερμανίας.
Οδηγός του λεωφορείου, «κάπως απρόθυμος και στριμμένος», ήταν ο Νιλς Μπόρμαν, ένας ηθοποιός του βερολινέζικου Θεάτρου Μαξίμ Γκόρκι, και επιβάτες τα μέλη του «Exil Ensemble», μιας νέας θεατρικής ομάδας που αποτελείται από πρόσφυγες. Και η πρώτη τους παραγωγή, το γλυκόπικρο «Χειμωνιάτικο Ταξίδι» (Winterreise) σε σκηνοθεσία της Γιαέλ Ρόνεν, θα παίζεται στο Θέατρο Μαξίμ Γκόρκι μέχρι τέλος Απριλίου.
Το ταξίδι τους στη Γερμανία, με μια σύντομη εκδρομή στην Ελβετία, έδωσε το πλαίσιο της παράστασης η οποία συνδυάζει τις προσωπικές ιστορίες ξεριζωμού, απόδρασης και αποπροσανατολισμού των προσφύγων ηθοποιών με έξυπνες, πνευματώδεις και μερικές φορές ασεβείς παρατηρήσεις. Η παλαιστίνια ηθοποιός Μαριάμ Αμπού Καλέντ, για παράδειγμα φαίνεται όχι τόσο σοκαρισμένη όσο (ξεκάθαρα) μπερδεμένη όταν ο νέος γερμανός φίλος της την γνωρίζει στην άλλη φίλη του.
Πέρα από την «πλοήγησή» τους στις περίπλοκες σεξουαλικές συνήθειες της νέας πατρίδας, οι νεοαφιχθέντες προσπαθούν να κατανοήσουν τις γερμανικές συνήθειες στις τουαλέτες (Πώς καταφέρνουν οι άνθρωποι να καθαρίζονται μόνο με χαρτί;), την παγωνιά αλλά και την ακόμα πιο ψυχρή διάθεση με την οποία τους υποδέχονται μερικές φορές οι ντόπιοι.
Μια σύγχρονη Οδύσσεια
Η γεννημένη στο Ισραήλ Γιαέλ Ρόνεν συχνά χτίζει τις παραστάσεις της γύρω από βιογραφικούς μονόλογους που μελετούν με θάρρος τα συναισθηματικά σημάδια των ερμηνευτών τους. Αν και τα μέλη του «Exile Ensemble» προέρχονται από χώρες που έχουν διχαστεί από τον πόλεμο και τις συγκρούσεις, οι ιστορίες τους περιλαμβάνουν μπόλικες δόσεις χιούμορ. Ο Χουσεΐν Αλ Σαλτέλι, ένας Παλαιστίνιος που γεννήθηκε στη Συρία, περιγράφει το τρομακτικό ταξίδι από την πατρίδα του στη Γερμανία μέσω Τουρκίας, Ελλάδας και Ελβετίας και τις πολυάριθμες δαπανηρές προσπάθειές του να αγοράσει πλαστά ταξιδιωτικά έγγραφα, σαν μια σουρεαλιστική, καφκική Οδύσσεια.
Τόσο μέσα όσο και έξω από το λεωφορείο αυτό το χειμωνιάτικο ταξίδι αποδεικνύεται εξαιρετικά δύσκολο. Οι νουθεσίες και οι επιπλήξεις του Βόλφγκανγκ, του ιδιότροπου οδηγού, ο οποίος θέλει οι επιβάτες του να είναι ακριβείς και να διατηρούν το λεωφορείο καθαρό, είναι απλώς ένα αστείο προοίμιο για το κακό που τους περιμένει στη Δρέσδη, την πρώτη στάση του ταξιδιού τους.
Εκεί, αντί να απολαύσουν όσα προσφέρει στους επισκέπτες της η πρωτεύουσα του γερμανικού ρομαντισμού, τα μέλη του θιάσου παρακολουθούν τους ρατσιστές του κινήματος «Pegida» («Πατριώτες Ευρωπαίοι κατά του εξισλαμισμού της Δύσης», στα γερμανικά: Patriotische Europaer Gegen die Islamisierung des Abendlandes), που συγκεντρώνονται κάθε Δευτέρα βράδυ μπροστά στην Οπερα της Δρέσδης και διαδηλώνουν εναντίον των μεταναστών.
Κλεισμένοι στα δωμάτιά τους στο ξενοδοχείο, οι ηθοποιοί παρακολουθούν τη διαδήλωση από ασφαλή απόσταση, ακούγοντας τα ρατσιστικά συνθήματα, στα οποία η γερμανίδα καγκελάριος αναφέρεται ως «Φατίμα Μέρκελ». Και όταν ακούνε το σύνθημα «Πατάτες, Όχι Ντονέρ Κεμπάπ», ένας ηθοποιός ρωτάει: «Μα γιατί; Δεν ταιριάζουν;»
Επόμενη στάση τους είναι η Βαϊμάρη, όπου το φιάσκο είναι εντελώς διαφορετικού τύπου. Αντί να εξερευνήσει την πόλη του Γκαίτε και του Σίλερ, ο θίασος περνάει την ημέρα του στο κοντινό στρατόπεδο συγκέντρωσης του Μπούχενβαλντ γεμίζοντας θλίψη. Aν το «Χειμωνιάτικο Ταξίδι» είναι αδύναμο σε κάποιο σημείο του τότε είναι αυτό ακριβώς αυτό, γράφει ο κριτικός των New York Times: «Η ειρωνεία είναι ότι οι σύγχρονοι πρόσφυγες κέρδισαν μεν από τη γερμανική “Willkommenskultur” (“κουλτούρα του καλωσορίσματος”) αλλά ξαφνικά και απροσδόκητα ήρθαν αντιμέτωποι με μια παλαιότερη Γερμανία που σφαγίασε ανελέητα τις θρησκευτικές και εθνοτικές μειονότητες της, πράγμα που δεν διερευνάται σε βάθος κατά τη διάρκεια αυτού του αμήχανου και άβολου κομματιού της παράστασης».
Αν και η παραγωγή του «Exile Ensemble» δανείστηκε τον τίτλο της από τον κύκλο τραγουδιών για φωνή και πιάνο του Φραντς Σούμπερτ, ελάχιστα κοινά έχει με τα 12 λίντερ, που συνέθεσε ο μεγάλος αυστριακός συνθέτης λίγο πριν από τον θάνατό του το 1828 σε ηλικία μόλις 31 ετών, εκτός ίσως από το στοιχείο της μελαγχολικής περιπλάνησης μέσα σε ένα χιονισμένο και σκοτεινό τοπίο.
Η έκπληξη έρχεται τη στιγμή που τα μέλη του θιάσου αποδίδουν τον «Οδοδείκτη» (Der Wegweiser), ένα από τα τελευταία λίντερ του Σούμπερτ και τους στίχους «Πρέπει να ταξιδέψω σε έναν δρόμο από τον οποίο δεν έχει επιστρέψει ποτέ κανείς».
Αυτή η μελωδία όμως δεν καταγράφεται στην μνήμη του θεατή τόσο δυνατά όσο οι συμβουλές για τις σχέσεις, τις οποίες ακούν οι ηθοποιοί όταν κατεβάζουν από το ίντερνετ μια εφαρμογή που υποτίθεται ότι θα τους βοηθήσει να καταλάβουν το σεξ στη Γερμανία: «Η κλειτορίδα είναι πολύ ευαίσθητη στη Γερμανία. Στη Γερμανία, οι άνδρες και οι γυναίκες αυτό-ικανοποιούνται. Προσέξτε να μην τραυματιστείτε στη Γερμανία. Οι άνθρωποι δεν δείχνουν συναισθήματα στη Γερμανία», λέει μια αυτοματοποιημένη φωνή χωρίς καμιά έκφραση.
Η αποδόμηση του Αμερικάνικου Ονείρου
«Κι η χώρα που μας δέχτηκε, σπίτι δε θα ‘ναι, μα εξορία», έγραψε ο Μπέρτολτ Μπρεχτ στο ποίημά του «Για τον όρο “μετανάστες”» (Μπ. Μπρεχτ, Ποιήματα, μτφρ. Μάριος Πλωρίτης, εκδόσεις Θεμέλιο), και απαγγέλλει ο παλαιστίνιος ηθοποιός Καρέμ Νταούντ στο «Χειμωνιάτικο Ταξίδι». Αυτή η περιγραφή, όμως, ισχύει και για την εμπειρία του Καρλ Ρόσμαν, του δεκαεξάχρονου γερμανού μετανάστη στον Νέο Κόσμο των αρχών του προηγούμενου αιώνα, την οποία περιγράφει ο Φραντς Κάφκα στην «Αμερική» (εκδόσεις Νησίδες, μτφρ. Βασίλης Τομανάς), το πρώτο εκτενές μυθιστόρημά του, το οποίο όπως και τα δύο που ακολούθησαν, «Η Δίκη» και «Ο Πύργος» έμειναν ανολοκλήρωτα και ανέκδοτα μέχρι το τέλος της ζωής του.
Ο Κάφκα αντιστρέφει το Αμερικάνικο Όνειρο και τις υποσχέσεις για ελευθερία και ευτυχία θέτοντας υπαρξιακά ερωτήματα για τη ζωή σε έναν κόσμο όπου το άτομο μοιάζει όλο και πιο αποξενωμένο. Το έργο παίζεται και πάλι φέτος στο «Deutsches Theater» του Βερολίνου μέχρι τις 2 Μαρτίου σε σκηνοθεσία του Ντούσαν Νταβίντ Πάριτσεκ, ο οποίος με μινιμαλιστικό τρόπο μιλάει για την αυθαιρεσία, για την απώλεια αξιών που ενώνουν τους ανθρώπους, για την λυτρωτική άφιξη σε έναν άλλο κόσμο.
Ερωτας ή επανάσταση;
Όπως και τα μέλη του «Exile Ensemble», ο νεαρός πρωταγωνιστής του Κάφκα πρέπει να αγωνιστεί για να τα βγάλει πέρα με την υπαρξιακή αγωνία της αποξένωσης. Παρόμοια συναισθήματα, όμως, βιώνει και ο Αντρέας Κράγκλερ, ο αγνοούμενος στρατιώτης που επιστρέφει στην πατρίδα του μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο στα «Ταμπούρλα μέσα στη νύχτα», έργο που έγραψε ο Μπρεχτ το 1919 και παρουσιάστηκε τρία χρόνια αργότερα στο θέατρο «Kammerspiele» του Μονάχου, χαρίζοντάς του το Βραβείο Κλάιστ.
Η υποδοχή που επιφυλάσσεται στον Κράγκλερ όταν επιστρέφει στο Βερολίνο μετά από τέσσερα χρόνια που έζησε ως αιχμάλωτος πολέμου κάπου στην Αφρική κάθε άλλο παρά θερμή είναι. Η αγαπημένη του Άννα, έχει μόλις αρραβωνιαστεί τον Φρίντριχ Μουρκ, που έχει πλουτίσει χάρη στον πόλεμο και στο Βερολίνο έχουν ανάψει οι φλόγες της (τελικά αποτυχημένης) εξέγερσης του 1919. Κατά τη διάρκειά της, το αίμα ρέει στους δρόμους της πόλης, εκεί όπου βρίσκονται τα γραφεία των εφημερίδων, το πεδίο όπου εκτυλίσσεται το έργο. Διωγμένος από την παλιά του αγάπη, ο Κράγκλερ βγαίνει στους δρόμους και ενώνεται με τους επαναστάτες, αλλά εγκαταλείπει τους συντρόφους του όταν η Άννα τρέχει και πάλι κοντά του.
Τα «Ταμπούρλα μέσα στη νύχτα» ήταν το πρώτο θεατρικό έργο του Μπρεχτ, ο ίδιος όμως εξέφρασε αργότερα τη δυσαρέσκειά του για το τέλος του. Μήπως ο Κράγκλερ θα έπρεπε να έχει μείνει με τους συντρόφους του για να συνεχίσει τον αγώνα μαζί τους αντί να υποκύψει στην ευδαιμονία του έρωτα;
Το έργο που παρουσιάζεται και πάλι φέτος στο κομψό Münchner Kammerspiele της Μαξιμιλιανστράσε του Μονάχου μέχρι τις 22 Φεβρουαρίου προσφέρει και τις δύο απόψεις. Ο νεαρός σκηνοθέτης Κρίστοφερ Ρίπινγκ επέλεξε να παρουσιάσει το έργο σε δύο εκδοχές (η μία αναφέρεται ως «του Μπρεχτ» και η άλλη ως «βασισμένη στον Μπρεχτ») που εναλλάσσονται στο πρόγραμμα του θεάτρου!