Ο Ελον Μασκ (εδώ σε προεκλογική συγκέντρωση) έδωσε τα περισσότερα χρήματα από κάθε άλλον για την επανεκλογή του Τραμπ | REUTERS/Rachel Wisniewski
Επικαιρότητα

ΗΠΑ: Ζαλίζει το κόστος των εκλογών – $15,9 δισ. ξόδεψαν Τραμπ και Χάρις

Οι δωρεές από δισεκατομμυριούχους, συμπεριλαμβανομένων των Ελον Μασκ και Μπιλ Γκέιτς, τις καθιστούν τις πιο δαπανηρές στα χρονικά. Η αντιπρόεδρος συγκέντρωσε τα περισσότερα χρήματα, αλλά ο υποψήφιος των Ρεπουμπλικανών είχε στο πλευρό του τους περισσότερους μεγιστάνες
Protagon Team

Οι εκλογές στις ΗΠΑ ήταν οι πιο δαπανηρές στην αμερικανική ιστορία.

Οι Δημοκρατικοί και οι Ρεπουμπλικανοί ξόδεψαν ποσό-ρεκόρ 15,9 δισεκατομμυρίων δολαρίων, σύμφωνα με στοιχεία του OpenSecrets, ενός μη κερδοσκοπικού οργανισμού που παρακολουθεί τις δαπάνες της προεκλογικής εκστρατείας, ξεπερνώντας τα 15,1 δισ. του 2020 και τα 5,7 δισ. δολάρια του 2016.

Οπως σημειώνουν οι Times, τα στοιχεία αποκαλύπτουν ότι ένας μικρός αριθμός μεγιστάνων συνεισέφεραν τεράστια ποσά, τόσο στις εκστρατείες του Ντόναλντ Τραμπ όσο και της Κάμαλα Χάρις, σε μία εμφανή προσπάθεια να επηρεάσουν το αποτέλεσμα.

Παρατηρητές και ακτιβιστές επισημαίνουν ότι τα δολάρια «πνίγουν τις φωνές και τις ανησυχίες των απλών Αμερικανών».

Οι ΗΠΑ είναι με μεγάλη διαφορά πρώτες στον κόσμο στις προεκλογικές δαπάνες. Δεύτερη είναι η Ινδία με 5,9 δισεκατομμύρια δολάρια στις φετινές της εκλογές. Αντίθετα, τα βρετανικά πολιτικά κόμματα δαπάνησαν λίγο περισσότερα από 78 εκατομμύρια δολάρια στις εκλογές του 2019.

Η Κάμαλα Χάρις, παρόλο που ξεκίνησε πολύ αργά την προεκλογική της εκστρατεία, συγκέντρωσε τα περισσότερα χρήματα.

Τον Σεπτέμβριο, η εκστρατεία της συγκέντρωσε περίπου 361 εκατ. δολάρια, ενώ η ομάδα του Τραμπ είχε συγκεντρώσει 200 εκατ. δολάρια τους πρώτους εννέα μήνες του έτους.

Μέρος των χρημάτων αυτών χρησιμοποιήθηκαν για μπαράζ διαφημίσεων, τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών, καθώς και τηλεφωνήματα, SMS και email στους ψηφοφόρους.

Μόνο στην Πενσυλβάνια, το κόστος των διαφημίσεων έφτασε τα 1,2 δισ. δολάρια, ξεπερνώντας το προηγούμενο ρεκόρ.

Το πιο συχνό θέμα στις διαφημίσεις της Χάρις ήταν η φορολογία και ακολουθούσαν οι αμβλώσεις, η οικονομία και η υγειονομική περίθαλψη.

Οσο για τις διαφημίσεις του Τραμπ, το συχνότερο θέμα ήταν η μετανάστευση, ακολουθούμενη από τον πληθωρισμό, την εγκληματικότητα και την οικονομία.

Η προεκλογική οικονομική ενίσχυση αυξήθηκε κατακόρυφα μετά την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου του 2010, που επέτρεψε σε χορηγούς να δίνουν απεριόριστα ποσά σε επιτροπές (super-pacs) που θεωρούνται «ανεξάρτητες» από τις επίσημες εκστρατείες των υποψηφίων.

Οι μεγιστάνες συνεισέφεραν σχεδόν δύο δισεκατομμύρια δολάρια σε αυτήν την προεδρική κούρσα – 60% περισσότερο από ό,τι το 2020, σύμφωνα με τα στοιχεία.

Σχεδόν τα τρία τέταρτα των συνεισφορών από δισεκατομμυριούχους, πήγαν στους Ρεπουμπλικανούς.

Ο Ελον Μασκ έδωσε περισσότερα από 118 εκατομμύρια δολάρια στο PAC υπέρ του Τραμπ μέχρι τα μέσα Οκτωβρίου. Ο πλουσιότερος άνθρωπος του κόσμου θέλει μια θέση στην κυβέρνηση Τραμπ, την οποία άλλωστε του έχει υποσχεθεί ο νέος πρόεδρος.

Ο Τραμπ έλαβε επίσης 100 εκατομμύρια δολάρια από τη Μίριαμ Αντελσον, χήρα του μεγιστάνα των καζίνο Σέλντον Αντελσον, μέσω του PAC που υποστηρίζει τον Τραμπ.

Ο Μπιλ Γκέιτς αποκάλυψε ότι είχε δώσει 50 εκατομμύρια δολάρια στην αντίστοιχη ομάδα που υποστηρίζει τη Χάρις, μετά από δεκαετίες που δεν ασχολούνταν με την πολιτική.

Ο Ντάστιν Μόσκοβιτς, ο λιγότερο γνωστός συνιδρυτής του Facebook και επικριτής του Μασκ, έδωσε 38 εκατομμύρια δολάρια στη Χάρις, λέγοντας ότι «το διακύβευμα είναι εξαιρετικά υψηλό».

Στις 30 Μαΐου, την ημέρα που ο Τραμπ καταδικάστηκε για παραποίηση επιχειρηματικών αρχείων στη δίκη της Νέας Υόρκης, ο Μάικλ Μπλούμπεργκ, ο πρώην δήμαρχος της Νέας Υόρκης και τακτικός δωρητής των Δημοκρατικών, έδωσε επίσης 19 εκατομμύρια δολάρια σε ομάδα στήριξης της Χάρις.

«Οι super-pacs και οι δισεκατομμυριούχοι συνεχίζουν να ξοδεύουν όλο και περισσότερα ελπίζοντας να επιλέξουν τους εκλεγμένους μας αξιωματούχους», δήλωσε ο Μπρένταν Γκλάβιν, αναπληρωτής διευθυντής έρευνας του OpenSecrets. «Και αυτή τη στιγμή, φαίνεται σαν να μην υπάρχει ανώτατο όριο στο κόστος των αμερικανικών εκλογών. Δεν έχουμε φτάσει ακόμα στο σημείο κορεσμού», τόνισε.