Ο αστέρας του χιπ-χοπ Σον «Ντίντι» Κόμπς, ο ηθοποιός Τζέιμι Φοξ, ο ροκ σταρ Αξελ Ρόουζ, ο βραβευμένος με Οσκαρ Κούμπα Γκούντινγκ τζούνιορ και ο φωτογράφος Τέρι Ρίτσαρντσον βρίσκονται στη μακρά λίστα των διασήμων που δέχθηκαν καταιγισμό μηνύσεων το τελευταίο διάστημα για σεξουαλικές επιθέσεις που τα θύματα υποστηρίζουν ότι έχουν υποστεί κατά το παρελθόν, σε ορισμένες περιπτώσεις πριν από δεκαετίες.
Οι μηνύσεις αυτές έγιναν «μαζεμένες» εξαιτίας ενός νόμου της Πολιτείας της Νέας Υόρκης που τέθηκε σε ισχύ το 2022, τον Adult Survivors Act (Νόμος των Ενηλίκων Θυμάτων), οποίος ήρε προσωρινά το καθεστώς παραγραφής για την υποβολή καταγγελίας σεξουαλικής επίθεσης, δίνοντας στα θύματα ένα χρονικό «παράθυρο» για να υποβάλουν μηνύσεις κατά των φερομένων ως κακοποιητών τους, ανεξάρτητα από το πότε συνέβη η κακοποίηση.
Το «παράθυρο» αυτό έκλεισε την Παρασκευή 24 Νοεμβρίου προκαλώντας σωρεία καταγγελιών της τελευταίας στιγμής, σύμφωνα με ρεπορτάζ της Washington Post. Την Τετάρτη 22 Νοεμβρίου ο Ρόουζ και οι ηθοποιοί Γκούντινγκ και Φοξ δέχτηκαν μηνύσεις που υποβλήθηκαν βάσει του νόμου, ενώ σε μια κατάθεση της τελευταίας στιγμής, την Πέμπτη, ο Κομπς κατηγορήθηκε για άλλη μια σεξουαλική επίθεση. Η τραγουδίστρια R&B Cassie τον είχε επίσης μηνύσει νωρίτερα αυτόν τον μήνα· οι δυο τους συμβιβάστηκαν εξωδικαστικά την επόμενη μέρα.
Ο Ρόουζ κατηγορήθηκε για σεξουαλική επίθεση από το πρώην μοντέλο του Penthouse Σίλα Κένεντι, η οποία ισχυρίζεται ότι ο τραγουδιστής της επιτέθηκε και τη βίασε σε δωμάτιο ξενοδοχείου στη Νέα Υόρκη το 1989.
Εν τω μεταξύ, δύο γυναίκες κατέθεσαν χωριστές αγωγές κατά του Γκούντινγκ, για σεξουαλική επίθεση και κακοποίηση, η πρώτη το 2018 και η δεύτερη το 2019. Ο ισχυρισμός του 2019 περιλαμβάνει κατηγορία για άσεμνη χειρονομία, για την οποία ο Γκούντινγκ παραδέχθηκε την ενοχή του πέρυσι. Ο ηθοποιός περιέγραψε το περιστατικό ως «μη συναινετική σωματική επαφή». Ο Γκούντινγκ ήρθε σε συμβιβασμό τον Ιούνιο με μια γυναίκα που τον κατηγόρησε ότι τη βίασε το 2013.
Ο Φοξ, του οποίου το κανονικό όνομα είναι Ερικ Μάρλον Μπίσοπ, κατηγορήθηκε επίσης για σεξουαλική επίθεση, σε περιστατικό που έλαβε χώρα σε μπαρ της Νέας Υόρκης το 2015. Σύμφωνα με αυτή την καταγγελία, η οποία υποβλήθηκε για λογαριασμό μιας γυναίκας που δεν θέλησε να αποκαλύψει τα στοιχεία της, ο Φοξ την τράβηξε και άρχισε να τη χαϊδεύει χωρίς τη συγκατάθεσή της, ενώ ένας φύλακας που είδε το περιστατικό απομακρύνθηκε.
Εκπρόσωπος του Φοξ είπε ότι όλα αυτά δεν συνέβησαν ποτέ, υποστηρίζοντας ότι η ίδια γυναίκα είχε υποβάλει «σχεδόν πανομοιότυπη αγωγή στο Μπρούκλιν» το 2020, η οποία απορρίφθηκε.
Το περασμένο έτος κατατέθηαν περισσότερες από 2.500 αγωγές που συνδέονται με τον συγκεκριμένο νόμο, σύμφωνα με το Associated Press, το οποίο σημείωσε ότι οι περισσότερες από τις εικαζόμενες κακοποιήσεις έγιναν σε κρατικές και τοπικές φυλακές. Φυσικά, οι μηνύσεις που τράβηξαν τη μεγαλύτερη προσοχή ήταν αυτές που κατατέθηκαν εναντίον διασημοτήτων.
Τον Οκτώβριο, η ηθοποιός Τζούλια Ορμοντ κατέθεσε μια τέτοια μήνυση κατά του παραγωγού ταινιών Χάρβεϊ Γουάινσταϊν, ο οποίος εκτίει ποινή 39 ετών για βιασμό και σεξουαλική επίθεση σε φυλακή της Πολιτείας της Νέας Υόρκης. Ο κωμικός ηθοποιός Ράσελ Μπραντ, ο πρώην πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ και οι κληρονόμοι του Τζέφρι Επστάιν έχουν επίσης υποστεί παρόμοιες κατηγορίες και καταγγελίες.
Στις 16 Νοεμβρίου, η Cassie κατηγόρησε τον πρώην σύντροφό της, Σον Κομπς, για συνεχιζόμενη σωματική και σεξουαλική κακοποίηση κατά τη διάρκεια της σχέσης τους, η οποία διήρκεσε περισσότερο από μια δεκαετία. Η Cassie, της οποίας το πραγματικό όνομα είναι Κασάντρα Βεντούρα, υπέγραψε συμβόλαιο στη δισκογραφική εταιρεία Bad Boy του Κομπς όταν ήταν 19 ετών. Ο Κόμπς ήταν 37 εκείνη την εποχή.
Στην αγωγή της η τραγουδίστρια αναφέρει ότι την εισήγαγε «σε έναν τρόπο ζωής που περιλάμβανε υπερβολική κατάχρηση αλκοόλ και ουσιών», την έδερνε συχνά, την εξανάγκαζε σε σεξουαλικές πράξεις με άνδρες εργαζόμενους του σεξ και τη βίασε όταν προσπάθησε να τον εγκαταλείψει.
Κατά την κατάθεσή της η Cassie αναφέρθηκε στον συγκεκριμένο νόμο, λέγοντας ότι «χάρη σε αυτόν είχα την ευκαιρία να μιλήσω για το τραύμα που έχω βιώσει και από το οποίο θα αναρρώνω για όλη την υπόλοιπη ζωή μου».
Ο Κομπς διευθέτησε τη διαφορά με την Cassie μία μέρα αργότερα: «Αποφασίσαμε να επιλύσουμε αυτό το θέμα φιλικά. Εύχομαι στην Cassie και στην οικογένειά της ό,τι καλύτερο», είχε πει τότε ο παραγωγός-ράπερ.
Μέρες αργότερα, ο Αρβέ Πιέρ, πρώην πρόεδρος της Bad Boy Records, κατηγορήθηκε για σεξουαλική επίθεση από τη βοηθό του. Η μήνυση, που κατατέθηκε για λογαριασμό της γυναίκας, η οποία επίσης θέλησε να παραμείνει ανώνυμη, υποστηρίζει ότι ο Πιέρ «χρησιμοποίησε τη θέση εξουσίας του ως αφεντικό της ενάγουσας για να την εκμεταλλευθεί και να της επιτεθεί σεξουαλικά» πολλές φορές μεταξύ 2016 και 2017.
«Τα εικαζόμενα περιστατικά έγιναν πριν από πολλά χρόνια και δεν τέθηκαν ποτέ υπόψη της εταιρείας» δήλωσε εκπρόσωπος της Bad Boy Entertainment την Πέμπτη, προσθέτοντας: «Τώρα, η κορυφαία προτεραιότητά μας είναι η ασφάλεια και η ευημερία των εργαζομένων μας».
Λίγες ώρες πριν από τη λήξη της προθεσμίας που ορίζει ο νόμος, ο Κομπς αποτέλεσε και πάλι αντικείμενο καταγγελίας για σεξουαλική επίθεση και φερόμενο βιασμό το 1991. Σύμφωνα με την αγωγή της Πέμπτης, η ενάγουσα, που τότε ήταν φοιτήτρια, έμαθε αργότερα ότι ο Κομπς είχε κινηματογραφήσει τον βιασμό και είχε δείξει και σε άλλους ανθρώπους το βίντεο.
«Αυτή η μήνυση της τελευταίας στιγμής είναι ένα παράδειγμα του πώς ένας νόμος με καλές προθέσεις μπορεί να χρησιμοποιηθεί με λάθος τρόπο» δήλωσε εκπρόσωπος του Κομπς, ο οποίος χαρακτήρισε την κατηγορία «κατασκευασμένη» και «μη αξιόπιστη». «Πρόκειται ξεκάθαρά για μια προσπάθεια αρπαγής χρημάτων και τίποτα περισσότερο» προσέθεσε.
Ακόμη περισσότερες καταγγελίες, πάντως, αναμένεται να υποβληθούν τις επόμενες εβδομάδες, καθώς αυτή την εβδομάδα, πριν εκπνεύσει η προθεσμία, υποβλήθηκαν κλήσεις –αποτελούν διαδικαστικό προπομπό μιας επίσημης καταγγελίας– κατά του μουσικού παραγωγού Τζίμι Αϊοβιν και του δημάρχου της Νέας Υόρκης Ερικ Ανταμς.