Η Αμερική πήρε μία πρώτη και ιδιαιτέρως δυνατή γεύση από τη συντηρητική στροφή που επήλθε στο σώμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ έπειτα από την επιλογή του απερχομένου προέδρου Τραμπ να διορίσει, τον περασμένο Οκτώβριο, την Εϊμι Κόνεϊ Μπάρετ στη θέση της Ρουθ Μπέιντερ Γκίνσμπεργκ.
Απέβη «σοφή» επιλογή, από την άποψη του Τραμπ βέβαια, αφού η ψήφος της Μπάρετ έγειρε την πλάστιγγα σε ένα σημαντικό θέμα. Συγκεκριμένα το δικαστήριο με ψήφους 5 υπέρ και 4 κατά έκρινε αντισυνταγματικούς τους περιορισμούς που είχε επιβάλει στις θρησκευτικές κοινότητες της Νέας Υόρκης ο Δημοκρατικός κυβερνήτης της Αντι Κουόμο με δικαιολογία την πανδημία.
Η απόφαση των δικαστών ελήφθη στο όνομα της θρησκευτικής ελευθερίας. Οι συντηρητικοί δικαστές απέρριψαν τα μέτρα του Κουόμο ως αντίθετα στην ελεύθερη άσκηση των θρησκευτικών καθηκόντων, ένα δικαίωμα κατοχυρωμένο από το αμερικανικό σύνταγμα.
Μάλιστα ένας από αυτούς, ο Νιλ Γκόρους, είπε χαρακτηριστικά ότι δεν είναι δυνατόν να ανοίγουν μπαρ και καφενεία και μαγαζιά με ποδήλατα, ενώ παραμένουν κλειστές οι εκκλησίες, τα τεμένη και οι συναγωγές.
Πριν από μερικούς μήνες, τον Μάιο και τον Ιούλιο, όταν η Μπέιντερ Γκίνσμπεργκ ζούσε και δίκαζε, το ίδιο δικαστήριο είχε αποφανθεί διαφορετικά, εγκρίνοντας (πάλι με ψήφους 5 προς 4, αλλά αντίστροφα) ανάλογους περιορισμούς στην Καλιφόρνια και στη Νεβάδα.
Η καινούργια απόφαση δεν θα επηρεάσει και πολύ τα πράγματα αφού οι δύο ενάγοντες, η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και οι εβραϊκές συναγωγές του Μπρούκλιν και του Κουίνς, δεν υπόκεινται πια σε τέτοιους περιορισμούς και λειτουργούν κανονικά καθώς έπεσε επίπεδο ο συναγερμός στην αμερικανική μητρόπολη.
Ωστόσο οι εντάσεις μεταξύ των αρχών και της εβραϊκής κοινότητας παραμένουν ισχυρές, με την αστυνομία να αναγκάζεται σε παρεμβάσεις για να διαλύσει συγκεντρώσεις σε κηδείες και άλλες τελετές.